Από τα πρώτα λεπτά του φιλμ, ο Νίκος Κορνήλιος («Αθώο Σώμα», «Τρίτη», «Η Μουσική των Προσώπων», «Μητριαρχία»), ξεκαθαρίζει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι συνηθισμένο. Ένας αόρατος αφηγητής υφαίνει περίτεχνα λεκτικά σχήματα, ενώ παρακολουθούμε θραύσματα εικόνων από την καθημερινότητα ενός νεαρού ζευγαριού.
Η άναρχη αναπαράσταση της κοινής ζωής δύο ερωτευμένων ανθρώπων, διάστικτη από οικείες λεπτομέρειες, θα μπολιαστεί σταδιακά με ανησυχαστικές σκηνές ονείρων, φαντασιώσεων και συμβολισμών, δίνοντας μας σύντομα την αίσθηση ότι αυτό που έχει στο μυαλό του ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης, δεν είναι η τετριμμένη επανάληψη του «αγόρι συναντά κορίτσι» μοτίβου, αλλά η εκσκαφή στα υπαρξιακά και ψυχολογικά ενδότερα αυτού του γνώριμου θέματος.
Άνθρωποι συναντιούνται, ενώνονται, μοιράζονται στιγμές κι έπειτα χωρίζουν και προχωρούν σε άλλες σχέσεις, προσθέτοντας από την αρχή, μία-μία, τις πνευματικές και συναισθηματικές ψηφίδες της συμβίωσής τους. Ο φακός εξερευνά τα κορμιά τους, τα βλέμματα, τα χαμόγελα, τα δάκρυα, τον πόνο και την ηδονή τους, ενώ τα πρόσωπα διαδέχονται το ένα το άλλο και το ποιητικό voice-over αναλαμβάνει να καλύψει το κενό που δημιουργεί η πλήρης απουσία διαλόγων.
Ο αφηγητής είναι ο καθένας τους και κανείς απ’ αυτούς. Ούτως ή άλλως, ο Κορνήλιος θέλει να μας υποβάλει την ιδέα ότι μέσα σ’ αυτή την αποδιοργάνωση της πραγματικότητας που είναι ο έρωτας, όλοι είμαστε ίδιοι, εναλλάξιμοι και συμπληρωματικοί.
Φυσικά δεν υπάρχει κάποιος κορμός πλοκής, ούτε καν με την πιο χαλαρή έννοια. Αυτό που οπτικοποιείται δεν είναι μια συγκεκριμένη ιστορία αγάπης, σε όλα της τα στάδια, αλλά η ψυχολογική εμπειρία της ερωτικής ένωσης και της μετέπειτα απομάκρυνσης, σε ό,τι πιο γενικό και συναισθηματικά αναγνωρίσιμο διαθέτει.
Το «Κυπαρίσσι του Βυθού» είναι το χορόδραμα ψυχών και σωμάτων που διαπλέκονται, κολυμπούν μαζί στην ηδονή ή την οδύνη κι έπειτα αποσπώνται επίπονα, για να περιπλανηθούν στους σκοτεινούς δρόμους της αυτεπίγνωσης. Καθένας που έχει μοιραστεί τον εαυτό του και ύστερα αναγκάστηκε να τον επωμιστεί ξανά ολάκερο, φορτωμένο με αναμνήσεις και βιώματα που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί, θα νιώσει ότι η ταινία έχει πράγματα να του πει.
Αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί το γεγονός πως πρόκειται για ένα έντονα ομφαλοσκοπικό, δυσπρόσιτο από την πλειοψηφία, έργο. Αν ήμασταν υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε καλλιτεχνικές συγγένειες, θα βρίσκαμε ομοιότητες με το πιο πρόσφατο φιλμ του Ζαν Λικ Γκοντάρ, τον –επίσης χαοτικό- «Αποχαιρετισμό στη Γλώσσα», αλλά και τον αντι-αφηγηματικό Μάλικ των τελευταίων χρόνων.
Η αγάπη του Νίκου Κορνήλιου για την ποίηση, δεν κρύβεται (κάποια στιγμή βλέπουμε μια γυναίκα να διαβάζει Νίκο Καρούζο), και είναι ολοφάνερο ότι το εγχείρημά του φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια τέτοιου είδους συγκινησιακή φόρτιση, απαλλαγμένη από τις επιταγές της λογικής.
Έτσι το «Κυπαρίσσι του Βυθού», καίτοι ενδιαφέρον ως άσκηση ύφους, παραμένει υπερβολικά πειραματικό και αφηρημένο, ενώ σε στιγμές επαναλαμβάνεται κάπως κουραστικά. Ενδέχεται να ικανοποιήσει μια ανήσυχη και απαιτητική μερίδα των θεατών, ως κατάθεση φιλοσοφικών προβληματισμών, υπαρξιακών αγωνιών και μιας εναλλακτικής αισθητικής αλλά αν απομακρύνει κανείς το εξεζητημένο λεκτικά κέλυφος, δεν λέει κάτι το ουσιαστικά καινούργιο.