Το ντουέτο των γερμανών σκηνοθετών Χαϊνόφσκι και Σόιμαν εφάρμοσε ιδιαίτερες μεθόδους έρευνας για να ολοκληρώσει αυτήν την ταινία, που αγγίζουν τα όρια του κινηματογραφιστή-αντάρτη-ντετέκτιβ-ηθοποιού, αφού ένα μεγάλο μέρος του υλικού έχει κινηματογραφηθεί είτε κρυφά, είτε ξεγελώντας τις χουντικές αρχές για την ιδιότητα ή τα ιδεολογικά πιστεύω των σκηνοθετώνΔεν ακολουθούν ένα στείρο διδακτισμό αλλά προσπαθούν να αναπτύξουν όσο γίνεται πιο διαλεκτικά τα επιχειρήματά του, μέσα από το πλούσιο υλικό που έχει στη διάθεσή του και την αντιπαράθεση του ιστορικού παρελθόντος της Χιλής με τις μέρες της κυβέρνησης Αλιέντε κι εκείνες που θ’ ακολουθήσουν το πραξικόπημα της χούντας.
«Στην αρχή του 1973, λέει ο Χαϊνόφσκι σε μια συνέντευξή του, αποφασίσαμε να επεξεργασθούμε αυτό που συνέβαινε στη Χιλή στον τρίτο χρόνο της κυβέρνησης Αλιέντε. Προσπαθούμε πάντα να πλησιάσουμε τα μεγάλα θέματα της εποχής μας σαν κομουνιστές κινηματογραφιστές. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πλησιάσουμε την πραγματικότητα μέσα σε όλη της την περιπλοκότητα, ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε μόνο με τον φίλο, αλλά και με τον εχθρό, τον ταξικό εχθρό. Και γιατί λοιπόν η Χιλή; Γιατί εκείνο τον καιρό υπήρχε διαδεδομένη μια απατηλή εικόνα για τη χώρα, που δεν έδειχνε τις αντίθετες δυνάμεις που δούλευαν για την ανατροπή της δημοκρατίας. Ακολουθώντας τη δίκιά μας γραμμή, θελήσαμε να βάλουμε μπροστά στα μάτια των συντρόφων μας αυτές τις δυνάμεις που έμελλαν στις 11 Σεπτέμβρη ν’ αναποδογυρίσουν το ποτήρι με το γάλα.
Έτσι γεννήθηκε το ερώτημα: πώς να τις δείξουμε; Πώς να φτάσουμε πλάι στους ανθρώπους αυτούς που αντιπροσωπεύουν τις δυνάμεις της αντίδρασης; Το σημαντικό σ’ αυτή τη περίπτωση πιστεύουμε ότι είναι να εκμεταλλευτεί κανείς μια ιστορική κατάσταση όπου αυτά τα πρόσωπα είναι έτοιμα να εκφραστούν, να αυτοπαρουσιαστούν. Αυτή η ευκαιρία παρουσιάστηκε στη Χιλή το Μάρτη του 1973 κι εμείς πήγαμε εκεί. Στις 4 Μαρτίου έγιναν οι τελευταίες εκλογές. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ενδιαφέρονταν για τον Αλιέντε, έτσι οι αντιπρόσωποι των αντιδραστικών κομμάτων, οι μούμιες, ήταν αληθινά κατευχαριστημένοι που έπεσαν πάνω σ’ ευρωπαίους που έδειχναν κάποιο ενδιαφέρον για ό,τι έλεγαν. Δεν χρειαζόταν καν να τους πείσουμε να τα ξεράσουν όλα, μιλούσαν καμιά φορά πιο πολύ ακόμη κι απ’ όσο θέλαμε».
Και πραγματικά οι άνθρωποι αυτοί είναι κάτι παραπάνω από γλαφυροί στην ανάλυση των μεθόδων που θ’ ακολουθήσουν για να σαμποτάρουν την πορεία της κυβέρνησης Αλιέντε. Το λευκό πραξικόπημα ερευνά ακριβώς αυτό το θέμα: τις ενορχηστρωμένες μεθόδους της ΣΙΑ και της ντόπιας αντίδρασης για να επιτευχθεί ένα «λευκό πραξικόπημα» με την κινητοποίηση τυχόν δυσαρεστημένων μερίδων του λαού. Εκμεταλλευόμενοι ορισμένα οικονομικά προβλήματα, αλλά και λάθη της κυβέρνησης, οι εγκέφαλοι της αντίδρασης άρχισαν ένα πόλεμο φθοράς με την απεργία των ιδιοκτητών φορτηγών αυτοκινήτων που πάγωσε τις μεταφορές, την τεχνητή έλλειψη τροφίμων, τις ουρές στα καταστήματα ή τις «διαδηλώσεις της κατσαρόλας» (ευπρεπείς νοικοκυρές κατέβαιναν με τα κατσαρολικά τους στους δρόμους και διαδήλωναν κατά της κυβέρνησης). Όταν όμως όλο αυτό το σχέδιο απέτυχε και ο Αλιέντε βγήκε ενισχυμένος στις εκλογές δεν έμεινε παρά η έσχατη λύση: το αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα.
Οι Βάλτερ Χαϊνόφσκι και Γκεραρντ Σόιμαν αποτελούν ένα αχώριστο ντουέτο γερμανών κινηματογραφιστών πού έφεραν μια νέα αντίληψη στο πολιτικό ντοκιμαντέρ. Η μέθοδός τους στηρίχτηκε στην κατάχρηση της εμπιστοσύνης των πολιτικών αντιπάλων τους και στα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ γύρω από τις κτηνωδίες του ιμπεριαλισμού. Οι ταινίες τους είναι κατά κανόνα υποδείγματα ντοκιμαντέρ, με ιδιαίτερα επεξεργασμένο μοντάζ όπως η τετραλογία τους για τη Χιλή που τους έκανε πλατιά γνωστούς σ ’ όλη την υφήλιο. (Β.Ραφαηλίδης)