Από το 2007, όταν ξεκίνησε την σκηνοθετική καριέρα της στις μεγάλου μήκους ταινίες με το «Tout est Pardonné», η Μία Χάνσεν Λαβ επιστρέφει ξανά και ξανά σε ένα προσγειωμένο στα απαραίτητα σινεμά που μοιάζει ανακουφιστικά κοντά στην πραγματικότητα, ανοίγοντας δρόμο σε αφηγήσεις οι οποίες δεν απέχουν πολύ από τα βιώματα και τις εμπειρίες μιας μεγάλης μερίδας θεατών.
Φορτωμένες αυτοβιογραφικά δάνεια είναι οι ταινίες της Γαλλίδας δημιουργού και διανύουν κύκλους γύρω από τις ίδιες ιστορίες, πετυχαίνοντας χαρακτήρες σε μεταβατικές περιόδους και φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με τον τρόπο που η καθημερινή ζωή επεμβαίνει άτακτα και απρόσμενα για να γκρεμίσει τις προσδοκίες και τις συνήθειές τους με τη μορφή μιας συναισθηματικής διάψευσης, μιας απώλειας, μιας αποτυχίας ή της διαβρωτικής έλευσης του χρόνου. Στο κατώφλι μιας τέτοιας συνειδητοποίησης θα βρεθεί μια καθηγήτρια φιλοσοφίας που διανύει από καιρό την έκτη δεκαετία της ζωής της, βρίσκεται εδώ και 25 χρόνια παντρεμένη με τον ίδιο άντρα, βλέπει τα παιδιά της να ενηλικιώνονται, στέκει ανελλιπώς στο πλευρό της ασθενικής μητέρας της και διανύει μια ευπρόσδεκτη, χωρίς αναταράξεις και εκπλήξεις ρουτίνα, μοιρασμένη ανάμεσα στο σπίτι και τη δουλειά της.
Ενα υπόδειγμα ενήλικου σινεμά το οποίο σε αιφνιδιάζει και ταυτόχρονα σε συνεπαίρνει με το πόση σαφήνεια διατηρεί με τον αληθινό κόσμο
Κάποια στιγμή ένα- ένα τα δεδομένα της υποχωρούν. Τα παιδιά της φεύγουν από το σπίτι, ο σύζυγός της διατηρεί παράλληλο δεσμό με μια άλλη γυναίκα, η φροντίδα της μητέρας της γίνεται όλο και πιο επιτακτική, οι λογοτεχνικές της απόπειρες αποδεικνύεται ότι έχουν σταδιακά και λιγότερη ζήτηση και ένας παλιός μαθητής της εμφανίζεται από το παρελθόν για να της υπενθυμίσει ή να την ανατρέξει σε πράγματα που η ίδια δεν πρόλαβε ή απέφευγε τόσα χρόνια να βιώσει και που τώρα φαντάζουν ξένα και αρκετά μακριά της.
Στην καρδιά ενός τέτοιου ψυχολογικού κλυδωνισμού, η Ναταλί προσπαθεί να παραμείνει αξιοπρεπής και ατάραχη, επιτρέποντας στους γύρω της μόνο να υποψιαστούν την επώδυνη εσωτερική διεργασία που έχει επιστρατευτεί προκειμένου να τη βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της και να νικήσει τις πληγές της. Η Μία Χάνσεν Λαβ σκηνοθετεί, λες και σέβεται την επιθυμία της ηρωίδας της για λίγη διακριτικότητα, αντικρίζοντας, ωστόσο, τα πάντα με μια παρατηρητική διάθεση η οποία αναγνωρίζει το χιούμορ ακόμα και πίσω από τις πιο σοβαρές καταστάσεις, αναδεικνύει τις λεπτομέρειες που χρωματίζουν με ένα παραπάνω τόνο τους χαρακτήρες και τηλεγραφεί τις σκέψεις και τα αισθήματά τους χωρίς να καταφεύγει σε πολλά λόγια, με μια αμεσότητα αξιοσημείωτη.
Το σημαντικότερο κατόρθωμά της σε αυτή την διαυγή ταινία είναι, παρ' όλα αυτά, το πόσο αυθεντικά συλλαμβάνει πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα για μια σκεπτόμενη και ιδεαλίστρια γυναίκα που όσο αλάνθαστη αποδεικνυόταν ανέκαθεν στο να εξηγεί και να αποδίδει τα θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα που έχουν προηγουμένως θέσει άλλοι, η ίδια δυσκολεύεται να δώσει ξεκάθαρες αποκρίσεις στις ερωτήσεις που έρχεται ξαφνικά να της απευθύνει η δική της ζωή.
Το «L' Avenir» ακολουθεί τις νευρικές διαδρομές της με ξεχωριστή νηφαλιότητα και με μια εξαίρετη ερμηνεία από την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Δεν υψώνει τη φωνή, δεν παρασύρεται από σκηνές που υπόσχονται να ανεβάσουν τους δραματικούς τόνους και ευτυχώς δεν καταφεύγει σε απλουστεύσεις και βιασύνες, ούτε σε προγραμματισμένα φινάλε. Η διαύγεια με την οποία φέρνει στο προσκήνιο την ηρωίδα της, ζωντανεύει τον καθησυχαστικό της μικρόκοσμο (έναν κόσμο που ανέκαθεν πριμοδοτούσε τη διανόηση σε βάρος του ξεκάθαρου συναισθήματος) και φωτίζει την υπαρξιακή της δοκιμασία αποτελεί ένα υπόδειγμα ενήλικου σινεμά το οποίο σε αιφνιδιάζει και ταυτόχρονα σε συνεπαίρνει με το πόση σαφήνεια διατηρεί με τον αληθινό κόσμο.