Τα τελευταία χρόνια η παραγωγή αστυνομικών θρίλερ από την Ισπανία έχει δημιουργήσει μία καλοδεχούμενη κινηματογραφική παράδοση ιστοριών που γνωρίζουν τόσο εμπορική («Αόρατος Επισκέπτης»), όσο και κριτική («Το Μικρό Νησί») επιτυχία, παίζοντας ιδανικά με όρους σασπένς και ανατροπών, επιφυλάσσοντας έτσι ένα ψυχαγωγικό δίωρο στην αίθουσα. Το «Μυστικό της Πεταλούδας», κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Πολ Πεν από τον σεναριογράφο του «Burried», αποτελεί ακόμη μία ενδιαφέρουσα προσθήκη στο σερί.
Στις 12 Απριλίου 2008 ο Χον (Ραούλ Αρεβάλο) βλέπει τον καλύτερο φίλο του να πυροβολείται θανάσιμα σε μία ληστεία ενός βενζινάδικου. Αυτό που φαινομενικά αναφέρεται ως τυχαίο γεγονός, τελικά συνδέει μία περιοδική αλληλουχία φονικών που λαμβάνουν χώρα στο ίδιο σημείο συγκεκριμένες χρονικές στιγμές. Δέκα χρόνια μετά, ο ανήλικος Νίκο λαμβάνει ένα ανώνυμο γράμμα που τον προειδοποιεί πως θα πεθάνει στις 12 Απριλίου, αν επισκεφθεί το συγκεκριμένο μέρος.
Το «Μυστικό της Πεταλούδας» (αναμφίβολα ο ελληνικός τίτλος παραπέμπει στο «Χρησμό της Πεταλούδας», αλλά θα ήταν πιο συνεπής αν διατηρούσε την αυθεντική του έμπνευση «Η Προειδοποίηση»), στήνει ένα ενδιαφέρον μυστήριο που χωρά πολυπαραγοντικά τη λογική των μαθηματικών με την τυχαιότητα της χρονικής συγκυρίας και ιντριγκάρει το κοινό με δυο ξεχωριστές αφηγήσεις που αναπόφευκτα θα εμπλακούν. Ο σκηνοθέτης Ντανιέλ Καλπαρσόρο (Ποιος Κλέβει Ποιον;», 2016) προσπαθεί να παραμείνει διαυγής στη δομή και κινηματογραφεί μία α λα «Seven» νυχτερινή, βροχερή Μαδρίτη για το 2008 σε αντιπαραβολή με την ηλιόλουστη εκδοχή του 2018 για να ξεχωρίσει τα δυο timelines. Σταδιακά όμως το σενάριο υπονομεύει την αξία της παραγωγής και δημιουργεί μία πολύπλοκη εξίσωση που προδίδει το αποτέλεσμα. Το τρίτο μέρος του «Μυστικού» προαπαιτεί διαδοχικές συμβάσεις από πλευράς θεατή και βασίζεται σε αναπάντητα «γιατί;» που απουσία κινήτρου εγγίζουν τη μεταφυσική και καθιστούν άνισο το αποτέλεσμα.
Ο Ραούλ Αρεβάλο, γνωστός από τα «Δεν Κρατιέμαι» του Πέδρο Αλμοδόβαρ και «Μικρό Νησί» του Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ (αλλά και σκηνοθέτης της εξαιρετικής «Οργής ενός Υπομονετικού Ανθρώπου»), λειτουργεί αποτελεσματικά ως βασικός καταλύτης του καλού καστ. Ό Χον είναι μία μαθηματική ιδιοφυΐα (από την άλλη η υποπλοκή της πνευματικής του ασθένειας θα μπορούσε να λείπει εντελώς) και ο Αρεβάλο παρασύρει το θεατή μέσα από τις παλίνδρομες αντιδράσεις του. Τελικά το «Μυστικό» είναι αποκύημα μίας καλπάζουσας φαντασίας ή το μοιραίο πεπρωμένο;
Αστυνομικό μυστήριο που παρασύρει με ευκολία και ανατροπές το κοινό σε μία κινηματογραφική εξίσωση, το «Μυστικό της Πεταλούδας» μπορεί να χάνει επιμέρους στους υπολογισμούς αλλά παραμένει μία ψυχαγωγική, ενδιαφέρουσα πράξη.