Στη νέα σκηνοθετική απόπειρα της Φόστερ, ο Τζορτζ Κλούνι υποδύεται τον Λι Γκέιτς, έναν τηλεοπτικό σταρ / οικονομικό αναλυτή και γκουρού – υποτίθεται – της αγοράς, ο οποίος φροντίζει να χτίζει επιμελώς την πιασάρικα γραφική περσόνα που ζητούν από αυτόν το γυαλί και το κοινό του. Παραγωγός του είναι η Πάτι Φεν (Τζούλια Ρόμπερτς), ο φύλακας-άγγελος που τρέχει το δημοφιλές πρόγραμμα «Money Monster» υπό τούτο τον καθόλου διακριτικό τίτλο.
Κάποια στιγμή εν ώρα εκπομπής μπουκάρει στο πλατό ο Κάιλ Μπάντγουελ (Τζακ Ο'Κόνελ), ζωσμένος με εκρηκτικά και υπό την απειλή όπλου. Ο λόγος είναι πως ο εργαζόμενος σε συνεργείο καθαρισμού Κάιλ έχασε όλες τις οικονομίες του εξαιτίας μίας «εγγυημένης» επενδυτικής συμβουλής του Γκέιτς. Ωστόσο, από τη στιγμή που και οι υπεύθυνοι της εκπομπής φαίνεται να έπεσαν «θύματα» ενός άγριου μανιπουλαρίσματος της αγοράς από το οποίο κάποιος φαίνεται να έβγαλε ένα σκασμό χρήματα, το βασικό διακύβευμα για την ταινία αφορά από ένα σημείο κι έπειτα στον εντοπισμό του πραγματικού Money Monster.
Περιστρεφόμενη γύρω από τον δραματικό χαρακτήρα μιας wannabe «Σκυλίσια Μέρα» και «Mad City» υπόθεσης ομηρίας – που όταν λαμβάνει χώρα στη Νέα Υόρκη και περιλαμβάνει εκρηκτικά χτυπά πλέον αντανακλαστικά σχετιζόμενα με την τρομοκρατία, η Φόστερ αποφασίζει να εστιάσει παράλληλα στην υπόθεση διαλεύκανσης της οικονομικής απάτης η οποία οδήγησε τον νεαρό Κάιλ σε τούτο το απονενοημένο διάβημα. Μόνο που είναι ελάχιστα πιστευτή και εντελώς ασόβαρη η σεναριακή επιλογή να βάζει τους συνεργάτες και αναλυτές του τηλεοπτικού σόου να ξεδιαλύνουν ως άλλοι ειδικοί πράκτορες το οικονομικό έγκλημα που κρύβεται πίσω από αυτό που εκτυλίσσεται – live, θυμίζουμε – στο πλατό του «Money Monster».
Κάπου ανάμεσα στην περιπέτεια και το οικονομικό θρίλερ και έχοντας μόνιμα στο κάδρο την αντιπαραβολή μεταξύ white-collar και blue-collar crime, το νέο εγχείρημα της Φόστερ εναλλάσσεται μεταξύ του κλειστοφοβικού περιβάλλοντος του τηλεοπτικού στούντιο και του έξω κόσμου όπου κρύβεται ο -όχι ακριβώς καυτός- πυρήνας της ιστορίας. Ατυχώς, όλα όσα πραγματεύεται το «Money Monster» προσφέρονται στο πιάτο και εξαρχής μπορεί να διακρίνει κανείς πού σκοπεύει να καταλήξει. Έτσι, οι όποιες προσπάθειες να επιτευχθεί ένας σχετικά γρήγορος ρυθμός καθώς και η δεδομένη άνεση των πρωταγωνιστών να φέρουν εις πέρας ρόλους ευκολοφόρετους, δεν αρκούν για να υποστηρίξουν το όλο οικοδόμημα, που καταλήγει να μοιάζει με μία πιο εύπεπτη εκδοχή του σαφώς πιο μεστού «Μεγάλου Σορταρίσματος».