Τρία αδέρφια μαζεύονται στο προσκεφάλι του ετοιμοθάνατου πατέρα τους, στο παραθαλάσσιο πατρικό τους που βρίσκεται σε κάποιο, σχεδόν έρημο πια ψαροχώρι έξω από τη Μασσαλία. Η επιτυχημένη ηθοποιός Ανζέλ (Αριάν Ασκαρίντ) που ζει πια μόνιμα στο Παρίσι, ο συνταξιούχος Ζοζέφ (Ζαν-Πιερ Νταρουσάν) που αντιμετωπίζει τα πάντα με μια σαρδόνια πικρία και ο Αρμάντ (Ζεράρ Μεϊλάν), ο μόνος που έμεινε πίσω προκειμένου να κρατήσει τη μικρή οικογενειακή ταβέρνα, καλούνται να ζυγίσουν αναμνήσεις και τραύματα, την ώρα που το «προσφυγικό» χτυπά την πόρτα της ατομοκεντρικής τους πραγματικότητας.
«Ποιοι είμαστε, πού πάμε και τι μας μένει να κάνουμε με το παρελθόν μας» μοιάζουν να αναρωτιούνται οι τρεις πρωταγωνιστές της νέας ταινίας του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, ο οποίος παραμένει ακλόνητος στο οικείο σκηνικό της Μασσαλίας με ένα φιλμ που παρότι εκτυλίσσεται στο παρόν, θα μπορούσε, τουλάχιστον στο πρώτο μισό του, να είναι μια ταινία για το σαράκι της αστυφιλίας, ανασυρμένο απευθείας από την διαλεκτική ναφθαλίνη των 80s. Ωστόσο, αυτός ο θλιμμένος ρομαντισμός για το ελπιδοφόρο χθες και τον παρηκμασμένο τόπο που φιλοξενούσε κάποτε την ανέμελη νιότη, έρχεται να αναμειχθεί εδώ με ένα σωρό ακόμα πράγματα: την αναβίωση ενός τραυματικού γεγονότος (τον προ 20ετίας πνιγμό της κόρης της Ανζέλ εκεί), δύο φλερτ που αποδεικνύονται εμβόλιμα ως προς το υπόλοιπο αφήγημα, την οικονομική κρίση που στραγγαλίζει την ήδη δύσκολη ζωή και των τελευταίων κατοίκων του απόμερου χωριού και – δίκην μιας πιο επίκαιρης πινελιάς – το προσφυγικό ζήτημα. Έτσι, στο «Σπίτι Δίπλα στη Θάλασσα», τα τρία αδέρφια μας παρουσιάζονται ωσάν να έρχονται αντιμέτωπα όχι μόνο με τον επικείμενο θάνατο του πατέρα ή το εμφανές πλέον φάντασμα της μέσης ηλικίας (ζητήματα που αμφότερα στοχεύουν σε υπαρξιακές χορδές), αλλά κάτι μεγαλύτερο από αυτούς.
…το «Ένα Σπίτι Δίπλα στη Θάλασσα» μοιάζει με ταινία γυρισμένη από κάποιον που κοιμήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και ξύπνησε ξαφνικά στο σήμερα.
Η έννοια του δικαίου και το ταξικό ζήτημα που πάντα παίζουν εξίσου πρωταγωνιστικό ρόλο στο σινεμά του Γκεντιγκιάν (βλ. «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο») όσο και το σταθερό του καστ (Αριάν Ασκαρίντ, Ζαν-Πιερ Νταρουσάν, Ζεράρ Μεϊλάν), προσωποποιούνται μέσω της μορφής των τριών προσφυγόπουλων, τα οποία έχουν μόλις γλιτώσει από το ναυάγιο της βάρκας τους, όχι όμως και από τη γαλλική συνοριοφυλακή που αναζητά επίμονα για ναυαγούς, με σκοπό να κινήσει διαδικασίες που οδηγούν κατά βάση στην απέλαση. Αναμενόμενα λοιπόν, η παρουσία των παιδιών έρχεται να λειτουργήσει ως μια αφορμή ανασύνταξης για τους τρεις μεσήλικες πρωταγωνιστές στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν το λεγόμενο χαμένο νόημα. Ταυτόχρονα ωστόσο, η ίδια η φιγούρα του άρρωστου πατέρα εξελίσσεται σε ένα μαγκάφιν, μια σεναριακή αφορμή που επιστρατεύεται μόνο και μόνο για να πυροδοτηθεί η πλοκή.
Όπως φαίνεται και από το κλιπ που επιστρατεύει ως flashback (με τους ίδιους ηθοποιούς), βγαλμένο απευθείας από το επίσης δικό του φιλμ «Ki Lo Sa?» του ’86, ο Γκεντιγκιάν δείχνει να ψάχνει εδώ μια ευκαιρία δημιουργικού αναστοχασμού πάνω και στη δική του κινηματογραφική διαδρομή. Ίσως έτσι να δικαιολογείται, δίχως να δικαιώνεται πάντως, η εκτεταμένη χρήση μιας πρόζας ιδιαίτερα ξεπερασμένης, σαν αυτής που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Ζοζέφ, ο οποίος πρωταγωνιστεί σε διαλόγους τόσο παρωχημένους όσο εκείνους που σατίριζε απολαυστικά ο Μορέτι στο πρώτο μέρος του «Αγαπημένου του Ημερολογίου».
Έπειτα από όλα εκείνα που ξεδιπλώνονται στο «Ένα Σπίτι Δίπλα στη Θάλασσα», φτάνει να αναρωτιέται κανείς ποια είναι ακριβώς η στόχευση του συμπαθούς Γάλλου δημιουργού. Ανάμεσα στο υπαρξιακό μονοπάτι που διαβαίνουν οι ήρωές του, μια θολωμένη νοσταλγία για τις ρίζες και τις σύγχρονες τραγωδίες που καθρεφτίζουν το μέγεθος του κοινωνικώς άδικου, ό,τι μένει είναι ένα ιδιαίτερα μείγμα ιδεών που ποτέ δε δένουν και σκηνές που αντί να αναδείξουν τη μεταφορική τους δυναμική, προδίδουν μια εντελώς μελό αφέλεια (όπως αυτή με τα αδέρφια που φωνάζουν τα ονόματά τους στη γέφυρα).
Εν ολίγοις, το «Ένα Σπίτι Δίπλα στη Θάλασσα» μοιάζει με ταινία γυρισμένη από κάποιον που κοιμήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και ξύπνησε ξαφνικά στο σήμερα. Πράγμα που αποτελεί κρίμα πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο τον Γκεντιγκιάν, ο οποίος έχει εν προκειμένω αδικήσει τον εαυτό του, στην προσπάθεια να συνεχίσει να κάνει ένα σινεμά το οποίο να συνδυάζει το ζητούμενο της μνήμης με το πολιτικά επίκαιρο και τον στοχασμό πάνω στην έννοια του δικαίου.