Η παιδική, ή όχι και τόσο, φαντασία στον κινηματογράφο έχει γνωρίσει μια εκπληκτική άνθηση τα τελευταία είκοσι χρόνια, ξεκινώντας από τον Χάρι Πότερ και φτάνοντας ακόμα και στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, έχει επεκταθεί προς μεριές που δεν θα περίμενες ίσως (Marvel) και, μαζί με την πληθώρα των animation που πλέον έρχονται ανά ντουζίνες ετησίως, αναδεικνύεται σε μια από τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις του Χόλιγουντ. Φυσικά αυτό δεν είναι κάτι νέο (τα παιδιά έχουν γονείς, τα εισιτήρια πολλαπλασιάζονται) η ιστορία πηγαίνει τόσο πίσω όσο το σινεμά.
Ωστόσο, ήταν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ (νάτος πάλι) που με την Amblin στην δεκαετία του ‘80 έδωσε στέγη σε παραγωγές – «Gremlins», «Goonies», «Young Sherlock Holmes», για να σημειωθούν κάποιες από τις επιδραστικότερες – που μάστισαν, σάστισαν και κυρίευσαν τα παιδικά χρόνια της προηγούμενης γενιάς. Ωστόσο, ακριβώς στην γενιά αυτή, η νέα απόβαση της Amblin, με τον εντονότερο gothic χαρακτήρα της, θυμίζει περισσότερο δύο παραγωγές άλλης εταιρείας (της Paramount), την «Οικογένεια Άνταμς» και το «Λέμονι Σνίκετ: Μια Σειρά από Ατυχή Γεγονότα».
Όπως στα παραπάνω, έτσι κι εδώ, (εξαιρείται, κάπως, το συστηματικά πιο αλλόκοτο της «Οικογένειας Άνταμς») ήρωες-παιδιά βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ έναν κόσμο μεγάλων, συστήνοντας κινηματογραφικά ένα αγαπημένο θέμα του λογοτεχνικού Ρομαντισμού, αυτό στο οποίο η Αθωότητα αναμετράται με την Εμπειρία, σ’ ένα περιβάλλον που απαιτεί διαρκή εφευρετικότητα εξυμνώντας την παιδική αντοχή στις αντιξοότητες.
Στην α λα 2018 εκδοχή, το έργο του Ροθ πραγματοποιεί ένα καλόδεχτο πισωγύρισμα σ’ ένα σινεμά ατμόσφαιρας και πάμπολλων γκόθικ αναφορών, κρατώντας το CG σε σχετικά οικονομικά επίπεδα κι εμφαίνοντας σε μια λογική που ο διάκοσμος, η επινοητικότητα του ντεκόρ, οι γραφικοί χαρακτήρες, το offbeat χιούμορ και η ορχηστρική μουσική, συνθέτουν ένα περιβάλλον που προτίθεται να εγκολπωθεί τους μικρούς θεατές αλλά και να διασκεδάσει του γονείς τους.
Παραδόξως ο Ροθ σ’ αυτό το κομμάτι αποδεικνύεται επαρκής (είναι δεξιοτέχνης), εξυπηρετώντας ιστορία και χαρακτήρες. Το δίδυμο των Μπλάνσετ/Μπλακ φοράει άνετα την φαντασμαγορία των ρόλων του, με την Μπλάνσετ να καλωσορίζει την ευκαιρία να ελιχθεί σ’ έναν ρόλο που χρειάζεται εξυπνάδα ώστε να μην καταλήξει camp ή πλατφόρμα επίδειξης ερμηνευτικών δυνατοτήτων.
Ο Ροθ, όμως, τα κάνει σαλάτα σε δυο άλλους τομείς. Ο ένας είναι στην διεύθυνση του μικρού Όουεν Βακάρο που παίζει σαν ενήλικος και, ενδεχομένως, σε πετάει από το έργο και ο άλλος, στο ότι στην διαδρομή έχει ξεχάσει το κοινό που απευθύνεται η ταινία. Με σκηνές κάμποσης βίας, αγριευτικών σκοταδιών και σηπτικών σωμάτων, ο Ροθ θέλει, προφανώς, να εντάξει στο είδος μια πιο «ενήλικη» αισθητική – προβληματική γενικώς εκτός και αν βρισκόμαστε στο αγαπημένο του horror – που αμφιβάλλει κανείς κατά πόσον είναι θεμιτή σε μια ταινία ανηλίκων.
Μπάρι Σόνενεφελντ και Μπραντ Σίλμπερλινγκ (στα δύο «Οικογένεια Άνταμς» και στο «Λέμονι Σνίκετ», αντίστοιχα) κατάφεραν μια εντελώς πιο διασκεδαστική κατάδειξη του αλλόκοτου και της παιδικής εφευρετικής διαβολιάς, αποφεύγοντας ολόσωστα να χωρέσουν στο σύνολό τους παράταιρη αισθητική. Αλλά πολύ φοβάμαι πως όταν έβγαιναν εκείνα τα έργα ο Ροθ έβλεπε τα grindhouse και τα horror βασανισμού εκείνης της εποχής, εμβολιαζόμενος με μηδενισμό που ο άνθρωπος επ’ ουδενί μπορεί να αποκρύψει παρόλη την κενή δεξιοτεχνία του.