Είναι ασφαλές να ισχυριστεί κανείς ότι η ταινία βασίζεται σε ένα μεγάλο σεναριακό παράδοξο: λίγο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια εβραϊκής καταγωγής επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, η οποία έχει πρόσφατα υποστεί τις ευεργετικές επεμβάσεις μιας πλαστικής εγχείρησης στο φρικτά παραμορφωμένο πρόσωπό της, επανεμφανίζεται αγνώριστη στον Γερμανό σύζυγο που την κατέδωσε στην Γκεστάπο και δέχεται να συμμετάσχει σε ένα δικής του σύλληψης σχέδιο πλαστοπροσωπίας.
Η Νίνα (όπως είναι το όνομα της ηρωίδας) θα χρειαστεί να υποδυθεί την νεκρή σύζυγό του, να πείσει τους συγγενείς της ότι δεν στάθηκε τελικά ένα από τα αμέτρητα θύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και να ανακτήσει τη μεγάλη οικογενειακή περιουσία που άφησε πίσω της, όταν διώχτηκε βίαια από τους Ναζί.
Ενορχηστρωτής της απάτης και σκηνοθέτης στην δημόσια παράσταση που πρόκειται σύντομα να δώσει ενώπιον φίλων και γνωστών της είναι εξ ολοκλήρου ο σύζυγός της, ο οποίος αγνοεί σε όλη τη διάρκεια την πραγματική ταυτότητά της, διακρίνει, όμως, ότι η εύθραυστη και φοβισμένη αυτή φιγούρα μοιάζει αρκετά με τη γυναίκα που υποτίθεται πως έστειλε στον θάνατό της.
Από την πλευρά της, η Νίνα αποφασίζει να παραστήσει τον εαυτό της, αφ' ενός για να διαλευκάνει ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος για τον οποίο την πρόδωσε ο άντρας της, αφ' ετέρου για να διερευνήσει αν τα δικά της συναισθήματα απέναντί του θα ακολουθήσουν τον δρόμο της εκδίκησης ή της συγχώρεσης.
Η παραπάνω ιστορία θέτει αναμφίβολα ζήτημα αληθοφάνειας. Είναι τέτοια η βεβαιότητα και η αυτοπεποίθηση του σκηνοθέτη με το υλικό του, εντούτοις, ώστε σε κάνει να παραβλέψεις κάθε επιφύλαξή σου και να βυθιστείς μαζί με τους δυο ήρωες σε ένα σύνθετο παιχνίδι εξαπάτησης, διπλοπροσωπίας, μεταμφιέσεων και αποπλάνησης.
Μέσω του παιχνιδιού αυτού, η ταινία κατορθώνει να επικεντρωθεί όχι μόνο στην επώδυνη διαδρομή μιας τσακισμένης γυναίκας η οποία προσπαθεί να επανεφεύρει τον εαυτό της σχεδόν εκ του μηδενός, αλλά και στις απόπειρες μιας ολόκληρης χώρας να εξορκίσει τις ενοχές της, να σβήσει τα τραύματα του πρόσφατου παρελθόντος της και να ορίσει τη μεταπολεμική της ταυτότητα.
Ακόμη περισσότερο, το «Τραγούδι του Φοίνικα» μεταχειρίζεται ένα πολύ ενδιαφέρον σκεπτικό πάνω στην υποκειμενικότητα του βλέμματος, και όχι μόνο του ανδρικού, αφού ολόκληρο το σχήμα της πλοκής χτίζεται πάνω στην αδυναμία ενός συζύγου να αναγνωρίσει τη γυναίκα του, απλά και μόνο επειδή το πρόσωπό της δεν ταυτίζεται με τον τρόπο που ο ίδιος την θυμάται ή το υποσυνείδητό του αρνείται αυτή την παραδοχή.
Όλα τα παραπάνω αναπτύσσονται περίτεχνα και με αξιέπαινη σκηνοθετική οικονομία στην αφήγηση ενός λανθάνοντος θρίλερ, όπου το σασπένς προκαλείται από τα μυστήρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και η αγωνία αντλείται από τη σύγκρουση ανάμεσα στην καρδιά και τη λογική, την αγάπη και το μίσος, τον θύτη και το θύμα.
Στην έκτη συνεργασία της με τον Πέτζολντ (έχουν προηγηθεί, μεταξύ άλλων, το «Yella» του 2007 και το «Barbara» του 2012), η Νίνα Χος αποδίδει εκφραστικά τις σημαντικότερες παραμέτρους του φιλμ και αποδεικνύει για ακόμη μια φορά πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι, ισορροπώντας την πολυπρόσωπη ερμηνεία της ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι, σε όσα αποτυπώνει η μελαγχολική της επιφάνεια και σε όσα σιγοβράζουν μέσα της .
Όλα τα παραπάνω καταλήγουν σε ένα από τα ωραιότερα φινάλε που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά. Μια κατακλείδα ήρεμα σπαρακτική και βαθύτατα θλιμμένη στην οποία η εβραϊκή τραγωδία, η γερμανική ενοχή και η οικειοθελής αμνησία, ατομική και συλλογική, υψώνονται σαν υπενθύμιση ακριβώς τη στιγμή που οι υποκριτικές μάσκες πέφτουν και η αλήθεια ξεγλιστρά πίσω από τις μεταμφιέσεις.