Οι κινηματογραφικές βιογραφίες σημαντικών προσώπων αποτελούν διαχρονικά ένα κινηματογραφικό υποείδος που καταφέρνει να πολώσει το κοινό αλλά και τους δημιουργούς, διχάζοντας ανάμεσα στην «ευλαβική» παράθεση των πραγματικών γεγονότων (συνοδευμένη σχεδόν πάντοτε με μια τυπολατρική ανάδειξη του υποκριτικού ταλέντου του κεντρικού τους χαρακτήρα) και μια πιο ανάλαφρα υφασμένη, πιο ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθετικά, απεικόνιση του ψυχισμού, των κινήτρων, των αισθήσεων και των προσωπικών εντυπώσεων του (υπαρκτού) ήρωα, ο οποίος πολλές φορές καλείται σκόπιμα να αποκλίνει από την ιστορική του διάσταση. Ίσως πιο πρόσφατο παράδειγμα της αδιαμφισβήτητα δημιουργικότερης δεύτερης προσέγγισης, αποτελώντας ταυτόχρονα και μια από τις καλύτερες ταινίες της περσινής χρονιάς, συνιστά το αριστουργηματικό «Νερούδα» του Πάμπλο Λαραΐν.
Η συγκεκριμένη biopic ωστόσο, αποφασίζει να κινηθεί σε τετριμμένα κινηματογραφικά μονοπάτια, πράγμα το λιγότερο αντιφατικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι το πρόσωπο που επιχειρεί να σκιαγραφήσει, μάλλον θεωρείται ένας από τους πιο αντισυμβατικούς και θεματικά τολμηρούς καλλιτέχνες που -ίσως και άθελά του- έδωσε, με τις παράδοξα γλύκες και απαλές γραμμές του μολυβιού του, σώμα και μορφή στη σεξουαλική απελευθέρωση της LGBT κοινότητας και ταυτόχρονα έθεσε τις βάσεις μιας αισθητικής της «παραβατικότητας» που επηρέασε την πολιτισμική ταυτότητα μιας ολόκληρης γενιάς.
Και ενώ ο γκέι σκιτσογράφος Τούκο Λαακσόνεν, γνωστός παγκοσμίως από το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Tom of Finland, αφιέρωσε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του στο να αψηφά παντός είδους συμβάσεις και στερεότυπα, το φιλμ του Ντόμε Καρουκόσκι (και ίσως δεύτερου πιο επιτυχημένου Φινλανδού σκηνοθέτη των ημερών μας μετά από τον ανυπέρβλητο Άκι Καουρισμάκι), μοιάζει φτιαγμένο για να τις υπηρετεί σχεδόν στο έπακρο. Επιλέγοντας μια ασφαλή και κοινότοπη αφηγηματική γραμμή η οποία προάγει κυρίως τη δραματικότητα του βασικού χαρακτήρα, ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί το πορτρέτο του εικονογράφου που ενέπνευσε στιλιστικά τους Queen και τους Village People, o οποίος, συναισθηματικά τραυματισμένος από τη θητεία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιστρέφει στο Ελσίνκι προσπαθώντας να αντιμετωπίσει μια βαθιά συντηρητική κοινωνία που καταδιώκει την ομοφυλοφιλία ως παράνομη και υποχρεώνει τους γκέι να θεραπεύουν την «αρρώστια» τους σε ψυχιατρικές κλινικές.
το φιλμ στην ουσία του αποτυγχάνει να δώσει ουσιαστική έμφαση στην καλλιτεχνική δύναμη, αλλά και την τεράστια επίδραση των σκίτσων του Tom of Finland…
Η ψηλόλιγνη, ασθενική, τυπικά σκανδιναβική κορμοστασιά του καλλιτέχνη, μοιάζει να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις παραφουσκωμένες (και υπέρμετρα προικισμένες) καρτουνίστικες φιγούρες των υπερ-αρρενωπών και ντυμένων στα δερμάτινα ανδρών, θυμίζοντας άλλοτε αστυνομικούς (μια εξαιρετικά σχεδιασμένη σκηνή προσωπικού εξευτελισμού, μετατρέπεται σε πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης) και άλλοτε μηχανόβιους, που ισορροπώντας ανάμεσα σε πρωτοποριακή τέχνη και πορνογραφικό υλικό, βρίσκουν σταδιακά πρόσφορο έδαφος στην Αμερική της αντικουλτούρας του 1960, της οποίας η σεξουαλική απελευθέρωση και ακραία εξωστρέφεια αποτέλεσαν μερικά από τα βασικότερα κοινωνικά συστατικά της.
Παρότι η φροντίδα και η τρυφερότητα με την οποία ο Καρουκόσκι περιβάλλει τον κεντρικό του ήρωα είναι εμφανής, καθρεφτίζοντας στα τρομαγμένα μάτια και τις στοιχειωμένες του σιωπές την αναζήτηση μιας απεγκλωβισμένης σεξουαλικής ηδονής, ενοχικά διοχετευμένης μέσω της εμμονής (κυρίως σε αισθητικό και βαθιά σαρκαστικό επίπεδο) στη στολή και την εξουσία, το φιλμ στην ουσία του αποτυγχάνει να δώσει ουσιαστική έμφαση στην καλλιτεχνική δύναμη, αλλά και την τεράστια επίδραση των σκίτσων του Tom of Finland στη γκέι κοινότητα -η τρίτη πράξη, γεμάτη παράξενα χρονικά άλματα, αποδεικνύεται και η πιο αδύναμη της ταινίας-, επιλέγοντας αλόγιστα να ρίξει την αυλαία την περίοδο της έξαρσης του ιού του AIDS, με τον ίδιο τον Λαακσόνεν να απαθανατίζεται μάλλον περισσότερο προβληματισμένος παρά δικαιωμένος.
Αυτό που η βραβευμένη με FIPRESCI στο Φεστιβάλ του Γκέτεμποργκ, και κατά τα άλλα συμπαθής ταινία μοιάζει τελικά να είχε περισσότερο ανάγκη, είναι περισσότερα ευφυή στιγμιότυπα προσωπικής και κοινωνικής λύτρωσης, όμοια με εκείνο στο οποίο ο γερασμένος πια σκιτσογράφος και ο βαριά άρρωστος σύντροφος του «παντρεύονται» συμβολικά μπροστά σε μια επικριτική στο βλέμμα, αλλά χαρακτηριστικά αμίλητη πωλήτρια ενός καταστήματος κουρτινών.