Μια στρυφνή νεαρή γυναίκα καριέρας που δεν έχει χρόνο για συναναστροφές και ζει μόνο για τη δουλειά της. Ο πλακατζής πατέρας της που δεν αφήνει στιγμή χωρίς να επιδοθεί στα αγαπημένα καλαμπούρια του, πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνεται η καθημερινότητα πιο υποφερτή και να έρχονται οι άνθρωποι πιο κοντά. Το να έρθει ο ίδιος κοντά στην αγέλαστη και ψυχρή κόρη του αποδεικνύεται, παρ' όλα αυτά, ένας τεράστιος προσωπικός άθλος. Ακόμη κι αν ο πληθωρικός κύριος Κοράντι (ή Τόνι Έρντμαν, όπως είναι το alter ego με το οποίο κάποια στιγμή θα μας συστηθεί) θα χρειαστεί να επιστρατεύσει κάθε κόλπο για να επανακτήσει τη θέση του στην παγερή καρδιά της.
Δύο ώρες και σαράντα λεπτά έπειτα από το ξεκίνημα της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας που υπέγραψε η βραβευμένη με την Αργυρή Άρκτο του Φεστιβάλ Βερολίνου Μάρεν Άντε (για το δράμα σχέσεων «Everyone Else», το 2009), η κατάμεστη αίθουσα της πρώτης προβολής του «Tore Erdmann» στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών ξέσπασε σε επευφημίες.
Είχε προηγηθεί μια απολύτως ξεκαρδιστική σκηνή στην οποία σύσσωμοι οι παρευρισκόμενοι της σάλας ανταποκρίθηκαν με ακράτητα γέλια (οποιεσδήποτε περαιτέρω λεπτομέρειες θα χαλούσαν την έκπληξη), όπως και μια αφοπλιστική διασκευή του «The Greatest Love of All» της Γουίτνεϊ Χιούστον από την πρωταγωνίστρια, που πριν καλά-καλά ολοκληρωθεί, εισέπραττε θερμά χειροκροτήματα.
Μια μεγαλόκαρδη ταινία για όσους δεν θέλουν ή φοβούνται να μεγαλώσουν, για εκείνους που δεν έχουν ξεχάσει να γελούν δυνατά ή να μην παίρνουν τον εαυτό τους υπερβολικά στα σοβαρά και για όλους όσους επιμένουν να υπερασπίζονται την ανάγκη σε λίγη αγάπη και τρυφερότητα
Αντιδράσεις όπως αυτές που μόλις περιέγραψα δεν προορίζονται συνήθως για μια ταινία μεγάλης διάρκειας και φαινομενικά σοβαρού θέματος. Κι όμως, η Μάρεν Άντε κατάφερε να αποδείξει ότι το γερμανικό σινεμά όχι μόνο έχει χιούμορ, όχι απλά γνωρίζει πώς να ανανεώνει και να επεμβαίνει καταλυτικά στους κανόνες ενός δράματος, αλλά και μπορεί να μεταμορφώσει μια εκ πρώτης όψεως κοινότοπη και όχι ακριβώς υποσχόμενη ιστορία σε κάτι μοναδικό.
Η Άντε μοιάζει προικισμένη με ένα φιλμικό ένστικτο που της επιτρέπει εδώ να κάνει μόνο τις σωστές κινήσεις. Αλλάζει διαρκώς διαθέσεις, χωρίς όμως να χάνει λεπτό την τονική της συνέπεια. Εκμηδενίζει τις αποστάσεις ανάμεσα στο σκυθρωπό και το αστείο, δίχως η μετάβαση να ξενίζει αλλά να αιφνιδιάζει ευχάριστα. Εμπιστεύεται το κοινό της για να απλώσει άφοβα στην οθόνη τις ιδιοσυγκρασίες της και να δοκιμάσει διαφορετικά πράγματα μέσα στην ίδια ταινία. Και μοιάζει να κρατά τους δυο ήρωές της σφιχτά από το χέρι, χωρίς να τους προδίδει λεπτό, ακόμη κι όταν τους φέρνει αντιμέτωπους με στιγμιότυπα απίστευτα άβολα, αμήχανα και ντροπιαστικά για αυτούς.
Χωρίς συναισθηματικά λίπη, εκβιασμένα χάπι εντ και προγραμματισμένες συγκινησιακές φορτίσεις, αλλά με δυο ιδανικούς πρωταγωνιστές, ένα απρόβλεπτο ταμπεραμέντο και μια χούφτα σκηνών που αιφνιδιάζουν με την έμπνευση και την εκτέλεσή τους, η Άντε κατορθώνει με παρόρμηση και γνήσια ανθρωπιά να παραδώσει μια μεγαλόκαρδη ταινία για όσους δεν θέλουν ή φοβούνται να μεγαλώσουν, για εκείνους που δεν έχουν ξεχάσει να γελούν δυνατά ή να μην παίρνουν τον εαυτό τους υπερβολικά στα σοβαρά και για όλους όσους επιμένουν να υπερασπίζονται την ανάγκη σε λίγη αγάπη και τρυφερότητα, σε λίγη ζεστασιά και ξενοιασιά, απέναντι σε ένα κόσμο που ελάχιστα πλέον ενθαρρύνει τέτοια αιτήματα.