Η περίοδος του μακαρθισμού, σηματοδοτεί μια ατιμωτική πολιτική στιγμή, ένα στίγμα για την αμερικανική κοινωνία που αφέθηκε, εκείνα τα χρόνια, να κατασπαραχθεί από τις ιδεοληψίες της και σπίλωσε υπολήψεις, διέλυσε ζωές, καταδίκασε ανθρώπους, μόνο από στενομυαλιά και διογκωμένα, φοβικά αντανακλαστικά.
Οι δεκαετίες που ακολούθησαν την λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, βρήκαν τους αμερικανούς, δέσμιους των ταπεινότερων ενστίκτων τους, παγιδευμένους σε μια σύγχυση κι έναν παράλογο πανικό, που τους οδήγησε στο να εξουσιοδοτήσουν ένα τσούρμο ηλίθιων δημαγωγών, όπως ο Γερουσιαστής ΜακΚάρθι, να ξετρυπώνουν πράκτορες των Ρώσων, κομμουνιστικές συνομωσίες και σχέδια ανατροπής της εθνικής ασφάλειας.
Η Επιτροπή κατά των Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, μια δράκα φανατικών αντικομμουνιστών και ακροδεξιών εκβιαστών, εξαπέλυσε ένα κυνήγι μαγισσών που διείσδυσε στο εσωτερικό της κινηματογραφικής βιομηχανίας, εκβιάζοντας στυγνά, παραγωγούς και στούντιο, προκειμένου να απολύουν ανθρώπους του κινηματογράφου, με την υποψία και μόνο συμμετοχής στο κομμουνιστικό κόμμα, ή, απλώς και μόνο, επειδή διεκδικούσαν τα εργατικά τους δικαιώματα.
Ένα από τα άτομα που υπέφεραν απ’ αυτή τη μαζική ψύχωση, που φυλακίστηκε ως προδότης του έθνους και, στη συνέχεια, αποκλείστηκε από κάθε δυνατότητα εργασίας στους κόλπους της κινηματογραφικής βιομηχανίας, υπήρξε κι ο βραβευμένος συγγραφέας και σεναριογράφος, Ντάλτον Τράμπο. Κομμουνιστής, υπέρμαχος των εργατικών διεκδικήσεων, αγωνιστής αλλά και εύπορος, αριστοκράτης, ένας διανοούμενος δανδής στο πλευρό των αδικημένων, ο Τράμπο πλήρωσε πολύ ακριβά την εντιμότητά του να δηλώνει ευθέως τη γνώμη του και να σκέφτεται ελεύθερα μέσα σε ένα σύστημα όπου επικρατούσε ο πιο χυδαίος φιλοτομαρισμός, η ακραία συντήρηση και η –μεταμφιεσμένη σε αγνό πατριωτισμό- μισαλλοδοξία.
Μετά τον φασιστικό εγκλεισμό του, για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ο Τράμπο επέστρεψε σπίτι, για να διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε καμιά θέση γι’ αυτόν στο Χολιγουντιανό σύστημα. Λόγω της παρουσίας του στην περίφημη «Μαύρη Λίστα» της Επιτροπής, κανείς παραγωγός δεν ήταν διατεθειμένος να τον προσλάβει για να γράφει σενάρια, κι έτσι αναγκάστηκε να υπογράφει με ψευδώνυμο, προκειμένου να επιβιώσει και να ζήσει την οικογένειά του. Δέχθηκε να δουλέψει ακόμα και για ταινίες «σκουπίδια», χαμηλού προϋπολογισμού, για να εξασφαλίσει τον επιούσιο, αλλά χάρη στην επιμονή, το ταλέντο και την ευφυΐα του, κατάφερε να κερδίσει δύο Όσκαρ σεναρίου, ακόμα κι αν έπρεπε να κρύβεται συνεχώς πίσω από επινοημένα πρόσωπα και να αναθέτει σε άλλους να παραλαμβάνουν τα βραβεία του.
Η, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ιστορία του, δίνει στον σκηνοθέτη, Τζέι Ρόουτς, τη δυνατότητα να παραδώσει μια φωτογενή ανασύσταση εποχής, ένα στιλβωμένο δράμα χαρακτήρων, γεμάτο λυτρωτικό χιούμορ και ξεκάθαρη πολιτική στόχευση, που καυτηριάζει τα κακώς κείμενα εκείνης της περιόδου. Σε στιγμές λίγο παραπάνω μελοδραματικό και κραυγαλέο στην κριτική του, απ’ όσο θα θέλαμε, το «Τράμπο» δεν παύει να συνιστά καλοδουλεμένο σινεμά μεγάλου κοινού, που ακόμα κι αν δεν διεισδύει βαθιά στους ψυχισμούς των χαρακτήρων του, διαθέτει ρυθμό, τεχνική αρτιότητα, σπιρτάδα, ενώ καταφέρνει να γίνεται και συγκινητικό, εκεί που δεν το περιμένεις.
Αναμφίβολα, ψυχή της ταινίας είναι ο Μπράιαν Κράνστον, και σ’ αυτόν οφείλει τις πιο πετυχημένες στιγμές της. Σε μια ερμηνεία απαράμιλλης ισορροπίας, μεταξύ εξωστρέφειας και βουβής θλίψης, εκρηκτικός αλλά και σοφά συγκρατημένος όταν πρέπει, ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός, ζωντανεύει το δράμα του Ντάλτον Τράμπο, προσδίδοντάς του, αναπάντεχες διαστάσεις. Δίπλα του, επίσης αστράφτουν οι δεύτεροι ρόλοι: ο υπέροχος Μάικλ Στούλμπαργκ, (όποτε βρίσκονται μαζί στο πλάνο, η χημεία τους πυροδοτεί την οθόνη), ο σπαρακτικά γήινος Λούις Σι Κέι, ο λατρεμένος Τζον Γκούντμαν, η δηλητηριώδης Ελεν Μίρεν.
Αν και απογοητεύει λίγο, η σημειολογική ασυνέπεια που δικαιώνει στο φινάλε τις παθογένειες που μέχρι εκείνη την ώρα στηλίτευε, θριαμβολογώντας για τις «θετικές» πλευρές του αμερικανικού ονείρου (η ακάματη εργασία, το πείσμα και η αισιοδοξία, φέρνουν την πολυπόθητη νίκη στον αδικημένο, επιτρέποντας του να ξεπεράσει, με όπλο τις ατομικές του δυνάμεις και μόνο, τα εμπόδια που βάζει στο διάβα του το σύστημα), το «Τράμπο» παραμένει μια ευχάριστη κινηματογραφική εμπειρία, που δεν θα απογοητεύσει το κοινό της ποιοτικής, χολιγουντιανής βιογραφίας.