To 1983, ο Χάρολντ Ρέιμις, σκηνοθέτης της «Μέρας της Μαρμότας» και θρυλικός σεναριογράφος των «Ghostbusters» σκηνοθετεί ένα σενάριο του Τζον Χιούτζ, «βασιλιά» των 80s εφηβικών ταινιών («Ferris Bueller's Day Off», «Η Κουκλίτσα με τα Ροζ», «Μόνος στο Σπίτι») για την οικογένεια Γκρίσγουολντ που αποφασίζει να ταξιδέψει με το αυτοκίνητό της για διακοπές στο πάρκο του Γουάλει, μια φανταστική τοποθεσία που φιλοξενεί ένα τεράστιο πάρκο αναψυχής.
Και κάπως το «Τρελό Θηριοτροφείο» (όπως μεταφράστηκε την ίδια χρονιά στα ελληνικά) απέκτησε εκατομμύρια φανατικούς, που έγιναν συμμέτοχοι των τρελών περιστατικών που συναντούν στην πορεία τους. Η ταινία με την τεράστια επιτυχία απέκτησε δυο επίσημες συνέχειες (το 1985 όπου η οικογένεια ταξιδεύει στο εξωτερικό στο «European Vacation» και το το 1989 με το «Christmas Vacation» που παραμένει μέχρι και σήμερα η καλύτερη της σειράς), πάντα με τον Τσέβι Τσέις (που τελευταία τον θυμόμαστε από το τηλεοπτικό «Community») στο τιμόνι του οδηγού.
Σε ένα Χόλιγουντ που τις τελευταίες δεκαετίες αρέσκεται στο να ξεπατικώνει ιδέες από τα «παλιά», πατώντας πολλές φορές πάνω στα σενάρια των ταινιών που έκαναν επιτυχία στις δεκαετίες πίσω από το 1990, δίχως να απομακρυνθούν από το μοτίβο, το «Τρελό Θηριοτροφείο» φάνταζε βούτυρο σε ένα ζεστό ψωμί, που ήταν έτοιμο να μοσχοπουληθεί.
Πόσο αστεία όμως μπορεί να φαντάζει μια παλιομοδίτικη σειρά ταινιών δρόμου που είχε ως πυρήνα της, τα αστεία περιστατικά μιας παρεξηγημένα «ανόητης» οικογένειας; Εδώ, περιέργως η απάντηση έρχεται να διαψεύσει τις θετικά προκείμενες διαθέσεις παραγωγών και θεατών να ανακινήσουν με θέρμη το παλιό «Θηριοτροφείο».
26 χρόνια μετά την τελευταία τους εμπειρία, το «Τρελό Θηριοτροφείο», το «The Vacation» με σκηνοθέτες τον Τζον Φράνσις Ντίλει και τον Τζόναθαν Γκόλνσταιν (που υπέγραψαν το σενάριο για τα δύο μέρη των «Αφεντικών για Σκότωμα»), και τον Τσέβι Τσέις αυτή τη φορά να επιστρέφει στο ρόλο του «μεγάλου» πλέον μπαμπά που υποδέχεται στο σπίτι του, τον γιο του και την οικογένειά του, λίγο πριν εκείνοι φύγουν για διακοπές, αποτυγχάνει παταγωδώς να προκαλέσει το παραμικρό ενδιαφέρον.
Εκτός από την αναμενόμενα βατή πλοκή, που ο θεατής με ευκολία ψηλαφίζει, το σενάριο μοιάζει τόσο πρόχειρα μελετημένο, που δεν χρειάστηκε καν να γραφτεί, φανερώνοντας μια άνοστη διάθεση παραγωγών και σκηνοθετών να «δηλώσουν» κάτι καινούργιο με αυτό το ανώφελο reboot. Από τα γυμνασιακού τύπου αστεία μέχρι την σεξιστική διάθεση που διατρέχει τα περισσότερα λεπτά της ταινίας, το νέο «Θηριοτροφείο» μένει από βενζίνη πριν καν βγει στην κεντρική οδό. Ασθμαίνοντας, επιχειρεί να συνταιριάξει τους νέους χαρακτήρες κάτω από την σκέπη μιας κατά διαόλου εκδρομής, που πασχίζει να βρει το χειρότερο πάθημα για να το σερβίρει με τον πιο ουδέτερο τρόπο.
Δίχως ίχνος εξυπνάδας, πέρα από σκόρπιες σκηνές που προκαλούν ένα αμήχανο μειδίαμα, η νέα γενιά του «Τρελού Θηριοτροφείου» κάνει ένα πολύ μεγάλο ατόπημα. Δείχνει να μην σέβεται οτι κουβαλάει, ή πως διαχειρίζεται μια κληρονομιά που έρχεται από την δεκαετία του '80 και άφησε την δική της, έστω ελάχιστη, γραφή στον καμβά της κωμωδίας.
Αδιαφορώντας για τους κανόνες εκείνης της τριλογίας και επιδιώκοντας να ενώσει τις δυο αυτές περιόδους, η αναγέννηση αυτή μονάχα ως λάθος κίνηση μπορεί να εκληφθεί, κυρίως λόγω των κακών συγκυριών, από το καστ και το σενάριο μέχρι το οτι τα reboots πλέον βασίζονται σε μια καινούργια ιδέα. Και εδώ δεν υπάρχει ψήγμα πρωτοτυπίας, παρά μόνο ένα αυτοκίνητο, μια οικογένεια δίχως τύχη και ένας αχανής αυτοκινητόδρομος που δείχνει να μην πηγαίνει πουθενά. Ακριβώς όπως και η ταινία.