Μοιάζει γελοίο εν έτει 2017 να συζητιούνται φυλετικές διαφορές όχι από ωφελιμιστική, για την κάθε μια, σκοπιά αλλά από μια ψευδοεπιστημονική φιλοσοφία που μιλά για ανωτερότητα και κατωτερότητα. Κι αυτό είναι πολλές φορές και το βασικό επιχείρημα των αδικημένων σε αυτή την περίπτωση, ότι δηλαδή τα όποια επιχειρήματα είναι προϊόντα ενός πολέμου για τη διατήρηση κεκτημένων προς λίγους, ως μια υπενθύμιση πως ο κόσμος μας είναι πολύ μικρός για να χωρέσει την ευμάρεια όλων μας, γι' αυτό θα πρέπει να κυριαρχήσει ο δυνατότερος.
Τα χρόνια του Ομπάμα στις ΗΠΑ θα μπορούσαν, λίγο γενικευμένα προφανώς, να συνοψιστούν στην φράση του Λάρι Ντέιβιντ από το «Κι αν σου Κάτσει;» του Γούντι Άλεν, «μπορεί ένας μαύρος να μπήκε ως Πρόεδρος στον Λευκό Οίκο, αλλά ακόμη δυσκολεύεται να βρει ταξί το βράδυ στο Μπρούκλιν». Κοινώς, πολλά προβλήματα προκατάληψης παρέμειναν και κρύφτηκαν επιμελώς κάτω από ένα χαλάκι πολιτικής ορθότητας, το οποίο ήταν πολύ εύκολο να σταματήσει να λειτουργεί ως κάλυμμα στην νέα εποχή Τραμπ. Φυλετικές διαφορές υπάρχουν, όχι σύμφωνα με το νόμο, αλλά στην πραγματικότητα, στους δρόμους, στις καθημερινές συζητήσεις, και υπάρχει και μεγάλο συμφέρον ώστε αυτές να διατηρηθούν.
Ο πρωταγωνιστής του «Τρέξε!», Ντάνιελ Καλούια, είναι ένας αφροαμερικανός που θα πάει για σαββατοκύριακο στους λευκούς γονείς της λευκής κοπέλας του και ενώ «επίσημα» δεν πρέπει να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, προφανώς και ξέρει πως θα αντιμετωπίσει, ειδικότερα από το προφίλ που κουβαλούν οι γονείς – πλούσιοι, φιλελεύθεροι («ψηφοφόροι του Ομπάμα» όπως δηλώνουν) και με μεγάλη επιρροή στην τοπική κοινωνία. Από την πρώτη στιγμή που πατά το πόδι του, καταλαβαίνει πως συμβαίνει κάτι περίεργο, με μια σειρά από βλέμματα που μας εισάγουν στο είδος που ανήκει η ταινία, αυτό του τρόμου. Ακούει ιστορίες για υπνωτισμό, νοιώθει άβολα πλάι στον λευκό ελιτισμό που διακρίνει γύρω του, με τη λογική πως μπορεί να υποστεί ένα τέτοιο σαββατοκύριακο για τα μάτια της Άλισον Γουίλιαμς (η Μάρνι των «Girls»).
Αυτό που ακολουθεί είναι περισσότερο μια ταξική διαμάχη, παρά φυλετική. Ο ήρωας, σε μια απεγνωσμένη γι' αυτόν στιγμή της ταινίας, ρωτά γιατί μετατράπηκε σε φυλετική για να πάρει την κυνική απάντηση «γιατί είναι της μόδας». Αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ταινίας του Τζόρνταν Πιλ, ότι πήρε ένα σεναριακό εύρημα από το ντουλάπι των ταινιών τρόμου και του έδωσε νέες προεκτάσεις που στοχεύουν προς αυτούς για τους οποίους η κουβέντα περί ρατσισμού σήμερα είναι απλά ένα συνοδευτικό για το κρασί τους ή ένα trendy θέμα για ένα event που θα διοργανώσουν για να δικαιολογήσουν δωρεές. Η απαθής αντιμετώπιση των προβλημάτων από την ελίτ της χώρας, είναι γι' αυτόν το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα στις ΗΠΑ σήμερα. Οι στοχεύσεις αυτές του Πιλ γίνονται περισσότερο δηκτικές επειδή καταφέρνει και κρατά ένα σχετικά ελαφρύ κλίμα στην ταινία του, αντιπαραθέτοντας πολλές χιουμοριστικές σκηνές μέσα στη σοβαρή δράση. Γνωρίζοντας τους κανόνες του είδους και το υλικό με το οποίο δουλεύει, που σε άλλες εποχές θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για ένα αδιάφορο b-movie, αποφεύγει οποιονδήποτε διδακτισμό και φτιάχνει, σχεδόν αθόρυβα (και με πολύ μικρό κόστος παραγωγής), ένα από τα πιο εύστοχα πολιτικά φιλμ αυτού του καιρού.