Τσε ο Αργεντίνος

Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ, στο πρώτο μέρος μιας ταινίας που θα έπρεπε να προβάλλεται στην 4ωρη ολότητά της, αφηγείται, με επίκεντρο τον Τσε Γκεβάρα, τα γεγονότα από το 1957 ως την επόμενη μέρα της κατάληψης της εξουσίας από τον Φιντέλ Κάστρο.

Elle 28 Αυγ. 18
Τσε ο Αργεντίνος

Δεν ανήκω σε αυτούς που αρνούνται στις ταινίες προπαγάνδας το αισθητικό τους δικαίωμα. Από τη Λένι Ρίφενσταλ ως τον Σεργκέι Αϊζενστάιν, έχουν υπάρξει μνημεία αισθητικής πληρότητας που επιλέγεις να ξεχάσεις τι πραγματικά προπαγάνδιζαν για να μπορέσεις απερίσπαστος να τα απολαύσεις. Το εικαστικό αριστείο μπορεί κάποτε να αποτελεί τη μόνη υπεράσπιση μιας ασχήμιας. Είναι άλλωστε και δικό μας δικαίωμα, ως θεατών, να απολαμβάνουμε εστετίστικα αυτό που παρακολουθούμε χωρίς να έχουμε να δώσουμε λογαριασμό πουθενά για την ηδονή μας.

Το ερώτημα με το πρώτο μέρος του «Τσε» – που είναι βέβαια εντελώς ένα έργο προπαγάνδας – είναι πως εικαστικά είναι πεζοδρομιακό και αισθητικά πλήρως υποταγμένο στη λογική Σόντερμπεργκ ενός, κατά βάση, από τους πιο αποστασιοποιημένους, κρύους και αντι-δραματικούς σκηνοθέτες που δούλεψαν τα τελευταία 30 χρόνια στην Αμερική. Και τα δύο αυτά δεν είναι αναγκαστικά «πρόβλημα». Η πεζοδρομιακότητα, ας πούμε, ορισμένη σαν αποφυγή κάθε οπτικής φιοριτούρας στα πλαίσια ενός ανταρσιακού σινεμά βεριτέ που ακολουθεί εδώ ο σκηνοθέτης, είναι αρμόζουσα. Βέβαια πρέπει να το δεις (έτσι κι αλλιώς πρέπει να το δεις) για να καταλάβεις πως η βεριτέ α λα Σόντερμπεργκ είναι τόσο «κρυφά» στυλιζαρισμένη που ντρέπεται ο Τρίερ και το αναθεματισμένο Δόγμα του. Έτσι η verite του πράγματος πάει περίπατο, καθώς στην πλειοψηφία τους οι σκηνές είναι τόσο προσεκτικά και καλοστημένα παραταγμένες που μοιάζουν με ρήσεις «μεγάλης σοφίας» εκτάκτως ερριμμένες και αρκούντως διδακτικές.

Τα δύο μέρη έχουν κινηματογραφηθεί με σοβαρά διαφορετικό τρόπο προκειμένου από την αντίθεσή τους να προκύψει η σύνθεση μιας προσωπικότητας. Δεν θα περίμενες κάτι λιγότερο εγκεφαλικό από τον Στίβεν Σόντερμπεργκ.

Αισθητικά, τα προβλήματα πληθαίνουν. Η σύγκρουση της αποδραματοποιημένης σκηνοθεσίας με το γεγονός πως η σεναριογράφηση γίνεται πάνω στα ημερολόγια του βιογραφούμενου, δεν είναι απλά ένα φανταχτερό λάθος (άλλωστε είπαμε, προπαγάνδα είναι) είναι μια εκνευριστική συνθήκη καθώς πρέπει να υποστείς έναν σκηνοθέτη που καλύπτεται πίσω από ένα «κινηματογραφούμε ξερά τα περιστατικά, τις συνθήκες, την Ιστορία», έναν σκηνοθέτη δηλαδή που μασκαρεύει την προπαγάνδα του για αντικειμενική εξιστόρηση επειδή δεν (φαίνεται να) δραματοποιεί τα γεγονότα. Βέβαια το σινεμά είναι όπως τα επιστημονικά πειράματα. Αφού κινηματογραφείς (κι ακόμα πιο πολύ: μοντάρεις) επηρεάζεις τις συνθήκες και τα γεγονότα που κινηματογραφείς.

Το ζήτημα δεν είναι, να εξηγηθώ, πως το πρώτο μέρος του «Τσε» είναι μια αγιογραφία. Η Ιστορία, η σειρά των αφηγήσεων που συστήνει την δυναμική Ιστορία, αποφαίνεται εδώ και μισό αιώνα για την προσωπικότητα του Τσε Γκεβάρα. Και, για την ώρα, αποφαίνεται πλήρως αντιφατικά. Αυτή η αντίφαση δεν είναι δυνατόν να εκπροσωπηθεί από ένα έργο μεγάλης αυταρέσκειας, που στηρίζεται στις προσωπικές εγγραφές του Τσε Γκεβάρα. Αυτό που θέλει η ταινία να εκπροσωπήσει είναι την πλευρά του επαναστάτη/ήρωα/πολιτικού καλλιτέχνη/τακτικού ιδιοφυή/θεραπευτή/ανθρωπιστή, ενός υπερ-ανθρώπου που παρά την (ακόμα πιο υπεράνθρωπη) ερμηνεία του Μπενίτσιο Ντελ Τόρο είναι εμφανές πως δεν είναι παρά ένα (εκλεκτό) απόσταγμα μιας ιστορικής συγκυρίας την οποία δεν μπορεί να υπερκεράσει παρά με τσιτάτα, στωϊκότητα και μονομανή προσήλωση – όλα τους στοιχεία εντελώς ανθρώπινα, εκτιμώ.

Η κινηματογράφηση του Σόντερμπεργκ εκπίπτει περιστασιακά από το ιστορικό στο γελοίο (όπως εκεί που ο Τσε καπνίζει αρειμανίως την πίπα του διαβάζοντας, στο βάθος οι σύντροφοι σαχλαμαρίζουν και προστάζει τον έναν να πάρει το βιβλίο του), η παγερή του αδιαφορία στους υπόλοιπους χαρακτήρες σε αφήνει (σκόπιμα, ίσως) σ’ ένα χάος ως προς το ποιος είναι ποιος, που είμαστε, που πάμε, τι είναι πιο σοβαρό απ’ το άλλο (όλα είναι σοβαρά, οι κερδισμένες μάχες δεν είναι παρά ο πρόναος της επανάστασης…) και μένει μόνο, εξωκινηματογραφικό μοιάζει σχεδόν, το γεγονός πως τα δύο μέρη έχουν κινηματογραφηθεί με σοβαρά διαφορετικό τρόπο προκειμένου από την αντίθεσή τους να προκύψει η σύνθεση μιας προσωπικότητας. Δεν θα περίμενες κάτι λιγότερο εγκεφαλικό από τον Στίβεν Σόντερμπεργκ, υπάρχει κι άλλος χαρακτηρισμός, αλλά την άλλη εβδομάδα, στο (ανώτερο) δεύτερο μέρος θα συνεχίσουμε…

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT