Η πολυφωτογραφημένη Τζάκι, μια γυναίκα-σύμβολο για τη δεκαετία του 60 στις ΗΠΑ, όχι μόνο για τις συγκλονιστικές ώρες που ακολούθησαν τη δολοφονία του Τζον Κένεντι, αλλά και για τη δημόσια παρουσία της πολύ πριν από το τραγικό συμβάν, έχει μελετηθεί τόσο πολύ που πιθανά να έμοιαζε άσκοπη μια ακόμη βιογραφία της. Με αυτή την ιδέα μάλλον ξεκίνησαν τη δουλειά τους ο παραγωγός Ντάρεν Αρονόφσκι και ο χιλιανός σκηνοθέτης Πάμπλο Λαραΐν (στο ντεμπούτο του εκτός χώρας), με τον δεύτερο να χρησιμεύει και ως εξωτερικός παρατηρητής, δουλεύοντας αποστασιοποιημένα και μην έχοντας εγγεγραμμένες στο μυαλό του όλες τις κατά καιρούς απόπειρες των αμερικανικών μέσων να μπουν στο κεφάλι της πρώην Πρώτης Κυρίας.
Η Τζάκι τους βασίζεται σε μια συνέντευξη που έδωσε η ίδια, λίγο καιρό μετά τη δολοφονία, σε έναν δημοσιογράφο, μόνη και μακριά πια από τον Λευκό Οίκο, που περισσότερο από συνέντευξη μοιάζει με μια μακρά διαπραγμάτευση γύρω από την εικόνα της. Μπερδεμένη, οργισμένη αλλά και συνάμα ευαίσθητη, η Τζάκι καθοδηγεί την κουβέντα, λέει πράγματα που δεν είχε ξαναπεί και βγάζει μια εικόνα πολύ διαφορετική από αυτή της τέλειας Πρώτης Κυρίας που προωθούσε στα Μέσα, με κύριο παράδειγμα την ιστορική ξενάγηση που έκανε στον Λευκό Οίκο για την αμερικανική τηλεόραση, μιλώντας και χαμογελώντας αμήχανα. Παράλληλα, μετά από κάθε ξέσπασμά της, φιλτράρει τα όσα έχει πει κι απαιτεί κάποια αυτά να διαγραφούν από τη μνήμη και το μπλοκάκι του δημοσιογράφου, σε ένα διαρκές σχόλιο γύρω από το τί σημαίνει εικόνα δημοσίου προσώπου και το αν τελικά φτάνει ποτέ σε εμάς αληθινή.
Όσο αυτή η διαπραγμάτευση των 2 συνεχίζεται, γίνεται όλο και πιο εμφανής η σύγχυση της ηρωίδας για τις επιλογές της, το πως βλέπει το αμερικανικό κοινό αλλά και το άγχος της για το πως την βλέπει αυτό – υπάρχει μια διαρκής ανασφάλεια στα λόγια της, πως για πολύ κόσμο, εντός και εκτός πολιτικής σκηνής, είναι μια ανόητη, πλούσια κοπέλα που σκορπά λεφτά του λαού. Η εικόνα αυτή μάλλον θα στενοχωρούσε σήμερα την ίδια, όμως το φιλμ δε γίνεται ποτέ επιθετικό, ούτε προσπαθεί να την γελοιοποιήσει μόνο και μόνο για την πρόκληση. Οι βιογραφίες, έστω κι αυτές που μελετούν ένα μικρό κομμάτι της ζωής του αντικειμένου τους, συχνά ακολουθούν έναν συγκεκριμένο χάρτη προσέγγισης του ήρωα και εξιστορούνται υπό την παράλληλη προσπάθεια εύρεσης του βάθους μέσα σε αυτόν, με βάση το οποίο πορεύονται. Πολλές φορές οι δημιουργοί τους όμως ξεχνούν πως μπορεί να μην υπάρχει αυτό το βάθος ή να είναι τόσο αδύναμο που δεν μπορεί να σηκώσει μια ιστορία. Ο Λαραΐν δεν ισχυρίζεται πως το βάθος δεν υπήρχε, ούτε και το αντίθετο, αλλά πως τέτοιες προσωπικότητες προστατεύθηκαν και απομακρύνθηκαν τόσο πολύ από το εξωτερικό περιβάλλον, που όλη αυτή η συζήτηση θα είναι μονίμως υπό διαρκή αμφιβολία.
Αν υπάρχει όμως κάτι που ο Λαραΐν μοιάζει να δηλώνει πιο ξεκάθαρα είναι πως η Τζάκι Κένεντι ήταν το peak της ζωής της Τζάκι. Δεν είναι μόνο η επιλογή της μιας συγκεκριμένης εβδομάδας για να αφηγηθεί την ιστορία της, αλλά κυρίως παρουσίασή της υπό τους ήχους της Μίκα Λέβι που φτιάχνει ένα συνεχές ρέκβιεμ το οποίο δένει θαυμάσια με τα flashbacks και θρηνεί για τις τραγικές σκηνές της δολοφονίας του Κένεντι στο Ντάλας και τα όσα ακολούθησαν μετά. Ο θρήνος πηγαίνει περισσότερο για την ίδια τη Τζάκι, το θάνατο μιας αθώας Πρώτης Κυρίας (και κατ' επέκταση μιας αθώας εποχής που είχε αρχίζει στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 50) που δε θα ήταν ποτέ η ίδια μετά από αυτό το γεγονός και πως έστω και αν παρέμεινε στα φώτα της δημοσιότητας ως το θάνατό της, περισσότερο προσπαθούσε να αναβιώσει τις δόξες μιας μοναδικής για την ίδια εποχής.
Η στήριξη της Πόρτμαν στο εγχείρημα του Λαραΐν βοηθά στο να μην πέσει η όλη προσπάθεια στο κενό. Η ίδια μοιάζει να γίνεται καλύτερη με τα χρόνια, εκεί που πιστεύαμε πως με τον Μαύρο Κύκνο είχε φτάσει στο υποκριτικό ζενίθ της, ενώ φαίνεται πως έχει μελετήσει πολύ την ομιλία και τις κινήσεις της Τζάκι, ειδικότερα στην επανεγγραφή του βίντεο με την παρουσίαση των εσωτερικών του Λευκού Οίκου. Αλλάζει άνετα ύφος, από μία γλυκιά ύπαρξη που προκαλεί θαυμασμό σε ένα εριστικό, ανόητο κορίτσι ανάξιο λόγου, χωρίς να καταφεύγει στην υπερβολή. Χτίζει έναν χαρακτήρα που όσο περισσότερο τον κοιτάς (και τον κοιτάς πολύ με τα πολλά close-ups στο πρόσωπό της) τόσο λιγότερα μοιάζει να ξέρεις γι' αυτόν.