Βαϊάνα

Η νέα ηρωίδα της Ντίσνεϊ ανοίγει πανιά στα χαρτογραφημένα νερά των ταινιών κινουμένων σχεδίων με μία ιστορία-πρότυπο, που ενώ έχει τη δύναμη να μας ταξιδέψει εξωτικά, μένει τελικά στα ανοιχτά.

Elle 21 Δεκ. 16
Βαϊάνα

Ήδη από την αναγέννηση του στούντιο της Ντίσνεϊ με την «Μικρή Γοργόνα» και όσα ακολούθησαν στη δεκαετία του ‘90, δύο πράγματα ήταν σαφή: η μουσική κατεύθυνση των ταινιών, που κατάφεραν με πρωτεργάτη τον Άλαν Μένκεν να αναζωογονήσουν το ενδιαφέρον του κοινού στο μιούζικαλ, και (πρωτίστως) η έμφαση σε δυναμικούς γυναικείους χαρακτήρες, όταν το Χόλιγουντ τοποθετούσε στο «ράφι» τις γυναίκες ηθοποιούς μετά τα 40. Πιστή λοιπόν σε μία παράδοση που έχει τιμηθεί ευρηματικά, η νέα ηρωίδα της Ντίσνεϊ ακούει στο όνομα «Βαϊάνα» και έχει φιλοδοξία να ξεπεράσει τον (κινηματογραφικό) ύφαλο των προκατόχων της.

Περιορισμένη γεωγραφικά σε ένα νησί και με προδιαγεγραμμένη πορεία να γίνει κάποια στιγμή αρχηγός της φυλής, η Βαϊάνα ονειρεύεται να ταξιδέψει στον ωκεανό και να καθορίσει διαφορετικά τη μοίρα των ανθρώπων της. Όταν η γη θα σταματήσει να καρποφορεί και η θάλασσα στερέψει από ψάρια, η Βαϊάνα παρακούει τις εντολές του πατέρα της και δραπετεύει από το νησί με σκοπό να βρει τον ημί-θεο Μάουι. Με αρωγό την τόλμη της θα σαλπάρει σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας και θα επιστρέψει την κουλτούρα της ναυσιπλοΐας στο νησί.

Ανάμεσα στη λαογραφία του πολιτισμού του Ειρηνικού Ωκεανού και το μάρκετινγκ πολιτικής ορθότητας, η «Βαϊάνα» είναι ένα αναπόδραστα, εντυπωσιακό τεχνικά κινούμενο σχέδιο, που σηματοδοτεί την επάνοδο των σκηνοθετών Ρον Κλέμεντς και Τζον Μάσκερ στο είδος. Υπεύθυνοι για την (ιστορική πια) «Μικρή Γοργόνα», αλλά και τα «Αλαντίν», «Ηρακλής», οι Κλέμεντς και Μάσκερ ξέρουν καλά πως να χειριστούν την πρώτη ύλη τους και να παραδώσουν μία ηρωίδα εξωτικού χρώματος, την πρώτη μετά το «Η Πριγκίπισσα και ο Βάτραχος» του 2009. Το ξέρουν μάλιστα τόσο καλά, που η «Βαϊάνα» αντί να ανοίξει (κινηματογραφικά) πανιά για να σαλπάρει, παραμένει γειωμένη στην ασφάλεια των προσδοκιών της.

Η γοητεία της «Ποκαχόντας», η αποφασιστικότητα της «Μουλάν», οι σοφιστικέ προθέσεις της «Πεντάμορφης», η αγωνία για αλλαγή της Άριελ, το τσαγανό της Εσμεράλδας («Η Παναγία των Παρισίων»), η γονική καταπίεση της Ραπουνζέλ («Μαλλιά Κουβάρια») κλπ κλπ… στη «Βαϊάνα» ενσωματώνονται όλες οι (αυτο)αναφορές του στούντιο και ενώ οι αντιθέσεις του χαρακτήρα είναι άξιες δραματουργικά όσο παραμένει στο νησί-φυλακή, όταν ξεκινά το ταξίδι της, το επεισοδιακό σχήμα της αφήγησης, ο χαρακτήρας του ημί-θεου Μάουι (με σχέδιο και ερμηνευτική οδηγία που τον εξισώνει με έναν εγωκεντρικό μαγκάκο) και το νομοτελειακό φινάλε, θαλασσοδέρνουν την ταινία.

Μπορεί η «Βαϊάνα» να φέρνει στο προσκήνιο την κοσμοθεωρία και την αφηγηματική κουλτούρα ενός άλλου πολιτισμού, πράγμα αρκετά σημαντικό, να διανθίζει τα μουσικά της νούμερα με τα τραγούδια του Λιν Μανουέλ Μιράντα, του ιδιοφυή δημιουργού του μπροντγουεϊκού  «Hamilton», αλλά μένει στα ανοιχτά και στην πορεία αφιερώνεται διδακτικά και ηθικά στο ανήλικο κοινό της. Αν και η ιστορία της ταινίας εμπνέεται από τα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού, το παγωμένο «Frozen» μας τα είχε πει με περισσότερη θέρμη. 

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT