Η Βικτόρια, μια Ισπανίδα γύρω στα 20 που ζει και δουλεύει εδώ και λίγους μήνες στο Βερολίνο, έχοντας ξενυχτήσει μόνη σε ένα κλαμπ, ετοιμάζεται να φύγει με το ποδήλατό της. Μέχρι που πιάνει κουβέντα με μια παρέα τεσσάρων μισομεθυσμένων αντρών μπροστά στην πόρτα, δέχεται να τους ακολουθήσει σε μια ταράτσα πολυκατοικίας που την έχουν σαν στέκι και αποκτά οικειότητα με έναν από αυτούς, πριν προσφερθεί να τον κεράσει ρόφημα στη γειτονική καφετέρια όπου εργάζεται και πρέπει σε λίγες ώρες να ανοίξει.
Τα παραπάνω, και πάρα πολλά ακόμα, σε μια ιστορία που εξελίσσεται σε ερωτικό δράμα, θρίλερ αγωνίας και ληστρική περιπέτεια καταδίωξης, συγχρόνως και κυριολεκτικά λεπτό με το λεπτό, μιας και μιλάμε για πραγματικό χρόνο που ξετυλίγεται σε ένα μονοπλάνο 2,5 σχεδόν ωρών!
Όμως δεν είναι απλά ένα τεχνικό επίτευγμα το φιλμ του Σεμπάστιαν Σίπερ (ταινίες-μονοπλάνα έχουμε ξαναδεί πολλάκις στο σινεμά). Είναι φόρμα που γίνεται περιεχόμενο, ως καθρέφτης του ψυχισμού μιας παρέας αυθεντικών ή επίδοξων λούμπεν που έχουν κάνει τη νύχτα μέρα, και μετρητής θαρρείς της αδρεναλίνης τους.
Θα ομολογήσουμε πως τούτη η «μέτρηση» φαλτσάρει σε ο, τι αφορά τα κίνητρα της Βικτόρια, που ακολουθεί με χαρακτηριστική ευκολία και μέχρι συνεργίας την άγνωστη παρέα στη νυχτερινή της οδύσσεια (δύο μονάχα σκηνές, η εναρκτήρια στο κλαμπ και εκείνη της εξομολόγησής της αφού παίζει ένα κομμάτι στο πιάνο, δεν αρκούν να δικαιολογήσουν δραματικά τη δίψα της για διαφυγή από τη μοναξιά και την αδράνεια).
Ωστόσο, όσο κυλούν τα δευτερόλεπτα και περιπλέκεται ο ιστός, τόσο πιο αβίαστα δέχεσαι το πραγματολογικό πταίσμα, τόσο περισσότερο βιώνεις στο πετσί σου τούτο το αδυσώπητο ταξίδι της νύχτας μέσα στη μέρα. Εμπειρία σωματική, πράγματι.