Μία ιστορία φαντασμάτων που «εμπνέεται από αληθινά γεγονότα» με θέμα το «πιο στοιχειωμένο σπίτι στην ιστορία», αποτελεί πιασάρικο αφηγηματικό βατήρα, τουλάχιστον για εκείνους που αρέσκονται στον τρόμο. Πολύ περισσότερο όταν, στην περίπτωση του «Winchester» των αδερφών Σπίρινγκ, οι δύο σκηνοθέτες φροντίζουν να συμπεριλάβουν πλάνα «αντικειμενικά» ως προς την ύπαρξη του μεταφυσικού τρόμου. Πλάνα δηλαδή μέσα από τα οποία η κάμερα «επιβεβαιώνει» την παρουσία μιας απόκοσμης οντότητας, ακριβώς επειδή αυτή εμφανίζεται τη στιγμή που οι χαρακτήρες που μετέχουν στη σκηνή δεν την έχουν «πιάσει», παραχωρώντας έτσι απευθείας στον θεατή το «πειστήριο».
Η πρακτική αυτή μπορεί να δίνει υπό προϋποθέσεις μια κάποια έξτρα ανατριχίλα, αποτελεί ωστόσο μια απόδειξη ότι οι σκηνοθέτες του τελευταίου «Saw» επιλέγουν να δώσουν το προβάδισμα στην πίστη έναντι της λογικής και της επιστήμης, παίρνοντας θέση επί της ουσίας στο πάνω στο ερώτημα αν υπάρχουν ή όχι φαντάσματα.
Ό,τι πιθανό κι απίθανο jump scare μπορεί να φανταστεί κανείς είναι εκεί, καραδοκώντας για την πιο αναμενόμενη στιγμή προκειμένου να ξεπεταχτεί.
Ως προς το ζήτημα αυτό αντιπαρατίθενται οι δύο βασικοί χαρακτήρες της ταινίας με ιστορικό φόντο το Σαν Φρανσίσκο των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Από τη μία η Σάρα Γουίντσεστερ (Έλεν Μίρεν), μια Αμερικανίδα χήρα που έχει στα χέρια της τις τύχες του ομώνυμου κολοσσού κατασκευαστή όπλων, αλλά μαζί και τις τύψεις για τις ζωές που έχουν αφαιρέσει τα τουφέκια της εταιρείας της. Για το λόγο αυτό αποφασίζει να χτίζει νυχθημερόν μια δαιδαλώδη έπαυλη-άσυλο για όσα πνεύματα έχουν αφήσει, εξαιτίας της, ανοιχτούς λογαριασμούς στον κόσμο των ζωντανών. Στον αντίποδα βρίσκεται ο γιατρός Έρικ Πράις (Τζέισον Κλαρκ), ένας άνθρωπος της επιστήμης που δεν πιστεύει σε φαντάσματα (εκδικητικά ή μη) και ο οποίος, κατ’ εντολή του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, αναλαμβάνει την ψυχολογική αξιολόγηση της Σάρα για το κατά πόσο έχει σώας τας φρένας.
Όλα υποτίθεται πως πατούν στην πραγματική υπόθεση της Σάρα Γουίντσεστερ και της «στοιχειωμένης» της έπαυλης. Όμως πέραν των όποιων αληθινών αναφορών, δεν υπάρχει κλισέ που τα αδέρφια Σπίρινγκ να έχουν αφήσει εκτός της πολύ άσχημα και κοινότοπα εκτελεσμένης συνταγής τους. Ό,τι πιθανό κι απίθανο jump scare μπορεί να φανταστεί κανείς είναι εκεί, καραδοκώντας για την πιο αναμενόμενη στιγμή προκειμένου να ξεπεταχτεί. Επίσης, χωρίς εξίσου καμία έκπληξη, ο γιατρός «οδηγείται» απρόθυμα στην αποστολή του επειδή (τι άλλο;) έχει χρέη, ενώ ακόμα και η ορθή -θεωρητικά- κρίση του θολώνει επίσης βολικά, από τη στιγμή που είναι εθισμένος στο λάβδανο, δίνοντας έτσι και στο κοινό μια φτηνή δικαιολογία προκειμένου να καταπιεί για την περισσότερη δυνατή ώρα το βαρετό ερώτημα που λαϊκά καταλήγει στο «φάντασμα ήταν αυτό ή φαντάσματα κάνουν τα μάτια μου;». Και, φυσικά, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως τα όποια τραυματικά βιώματα κουβαλά ο γιατρός περιμένουν να τον στοιχειώσουν, τη στιγμή που θα πατήσει το πόδι του στη λαβυρινθώδη βίλα.
Αν τα παραπάνω δεν προκαλούν εντύπωση στη λογική μιας κακής ταινίας μεταφυσικού τρόμου που επιχειρεί να χωρέσει τα πάντα, από στοιχειωμένα σπίτια και δαιμονισμό μέχρι ζητήματα πένθους και ενοχής, μεγαλύτερη απορία προξενεί η ατυχής παρουσία της Έλεν Μίρεν στον πρωταγωνιστικό. Η οποία, για την περισσότερη ώρα περιφέρεται σαν την μαυροφορεμένη άδικη κατάρα (ή μάλλον σαν την ενσάρκωση ενός άτυπου πρίκουελ της «Γυναίκας με τα Μαύρα»), έχοντάς τα μισοχαμένα, μέχρις ώτου οι καταστάσεις έρθουν να δικαιώσουν την εμμονική πίστη της στο μεταφυσικό.
Όμως αν τελικά μας υπενθυμίζει κάτι το «Winchester» είναι πως η συνήθης κινηματογραφική εκδοχή στοιχειωμένων σπιτιών και εκδικητικών πνευμάτων είναι μια τρομερά τυποποιημένη διαδικασία φτηνών ξαφνιασμάτων.