Όταν, παρά τα 82 του χρόνια, ο Γούντι Άλεν κυκλοφορεί απαρεγκλίτως κάθε χρόνο και από μία καινούργια ταινία, το κάνει απλούστατα επειδή μπορεί. Όχι για να εξυπηρετήσει πλέον κάποια επείγουσα καλλιτεχνική εκτόνωση. Η πιο κρυφή από τις διάσημες νευρώσεις του ίσως τελικά να ήταν πάντα η παθολογική ανάγκη του να εμπλέκεται μονίμως στα γυρίσματα κάποιου φίλμ, άλλοτε σκαλίζοντας τα συρτάρια και ανασύροντας κάποιο παλιότερο σενάριό του και άλλοτε ολοκληρώνοντας κάτι νέο και σπρώχνοντάς το κατευθείαν στην παραγωγή, χωρίς ιδιαίτερη περίσκεψη και δίχως να χάνει χρόνο.
Ως αποτέλεσμα αυτής της εργασιομανίας και της απερισκεψίας, ένα μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας του παρουσιάζεται άνισο και σε μεμονωμένες περιπτώσεις εξαιρετικά μέτριο, ιδίως αν επιχειρήσει κανείς να το συγκρίνει με τις αληθινά σπουδαίες στιγμές για τις οποίες δικαίως μνημονεύεται ο Άλεν ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Ακόμη χειρότερα, την τελευταία δεκαπενταετία και με κάποιες μικρές εξαιρέσεις, οι ταινίες του δίνουν την εντύπωση ότι έχουν πραγματοποιηθεί χωρίς ιδιαίτερη φρόνηση και με σενάρια που αναμασούν τις ίδιες φιλοσοφικές ιδέες και θα είχαν οπωσδήποτε ωφεληθεί από ένα επιπλέον «χτένισμα».
Στο «Wonder Wheel» ο Γούντι Άλεν επιχειρεί τη δική του εκδοχή στις τεχνικολόρ υπερβάσεις και την ηθελημένη πλαστότητα των χολιγουντιανών μελοδραμάτων, αν υποθέταμε ότι αυτά διάλεγαν να μεταφέρουν στην οθόνη Τένεσι Γουίλιαμς. Επαναλαμβάνοντας για δεύτερη φορά (μετά το «Café Society») τη συνεργασία του με τον Βιτόριο Στοράρο, αφήνει τον βραβευμένο διευθυντή φωτογραφίας («Ο Κομφορμίστας») να επιδοθεί σε ένα απόγειο εξπρεσιονιστικών χρωμάτων και περίτεχνων κινήσεων της κάμερας στις οποίες ο σκηνοθέτης ουδέποτε μας είχε συνηθίσει.
Ο Στοράρο όχι μόνο μπερδεύει γλυκά την φαντασιοπληξία και την πραγματικότητα των ηρώων συχνά στο ίδιο πλάνο, όχι απλά προσδίδει κατά καιρούς στα δρώμενα μια ονειρική διάσταση, αλλά και μετατρέπει το Κόνι Άιλαντ της δεκαετίας του ’50, εκεί όπου εκτυλίσσεται το φιλμ, σε μια μαγική τοποθεσία που δεν ανταποκρίνεται στον αληθινό κόσμο όσο στην εξιδανικευμένη μνήμη και τη νοσταλγία του ίδιου του Άλεν.
Είτε από δημιουργική κόπωση είτε από καθαρή τεμπελιά ο Γούντι Άλεν δείχνει να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις τύχες των ηρώων του ή ολόκληρης της ταινίας του.
Γύρω από τον μυθικό τροχό του λούνα παρκ, που δεσπόζει γιγάντιος από τις αρχές του 20ού αιώνα στην προβλήτα του Κόνι Άιλαντ και εμπνέει τον τίτλο της ταινίας, περιστρέφονται ένας ρομαντικός νεαρός ναυαγοσώστης ο οποίος ονειρεύεται για τον εαυτό του καριέρα συγγραφέα και χρησιμεύει ως αφηγητής στο φιλμ, μια νευρωτική παντρεμένη γυναίκα που γίνεται ερωμένη του, γυρεύντας προσωρινή απόδραση από τον άχαρο γάμο και μια ζωή ανεκπλήρωτων επιθυμιών, και η θετή της κόρη την οποία έχουν βάλει ως στόχο και καταδιώκουν δυο πρωτοπαλλήκαρα του γκάνγκστερ πρώην άντρα της.
Μεταξύ των χαρακτήρων αυτών δημιουργούνται σταδιακά οι συνθήκες ενός ερωτικού τριγώνου και όλα θα ήταν φαινομενικά μια χαρά αν έστω και ένας από τους ήρωες γινόταν στο ελάχιστο πιστευτός. Δύσκολο να επιτευχθεί ένα τέτοιο ζητούμενο, ωστόσο, όταν ο Γούντι Άλεν θέλει να δεχτούμε ότι ο εξώφθαλμα φωτογενής Τζάστιν Τίμπερλεϊκ έχει διαβάσει τα πάντα, από Ευγένιο Ο’Νιλ μέχρι κλασικούς τραγωδούς, όταν η Κέιτ Γουίνσλετ πασχίζει ερμηνευτικά τόσο πολύ, και με τέτοια επιδειξιομανία, στο ρόλο μιας άλλης Μπλανς Ντιμπουά ώστε χάνει το μέτρο και όταν καλούμαστε να παραβλέψουμε απιθανότητες όπως αυτή που θέλει την Τζούνο Τεμπλ να βρίσκει ιδανικό κρησφύγετο από τους κακοποιούς που την κυνηγούν (και δουλειά σε εστιατόριο!) στην ευρύτερη περιοχή του Μπρούκλιν όπου ούτως ή άλλως διέμενε.
Οι ηθοποιοί δεν έχουν να αντιμετωπίσουν, ωστόσο, τις μικρές ατυχίες του κάστινγκ ή ενός σεναρίου που μοιάζει να μην έχει δουλευτεί όσο έπρεπε, αλλά και τον ίδιο τον σκηνοθέτη: Είτε από δημιουργική κόπωση είτε από καθαρή τεμπελιά ο Γούντι Άλεν δείχνει να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις τύχες των ηρώων του ή ολόκληρης της ταινίας του η οποία, παρά τις τεχνικές της αρετές, μοιάζει να έχει στηθεί με τις μειωμένες απαιτήσεις συνοικιακής παράστασης.
Αν όμως προβληματικές περιπτώσεις όπως το «Wonder Wheel» είναι το αποτέλεσμα της επιθυμίας μας να βλέπουμε οπωσδήποτε ενεργό σκηνοθετικά τον Γούντι Άλεν, και με σταθερή ετήσια παρουσία στις αίθουσες, τότε από εδώ και στο εξής θα πρέπει να αναθεωρήσουμε σοβαρά το τι ευχόμαστε.