Από το 2000, τότε που ο Μπράιαν Σίνγκερ («Συνήθεις Ύποπτοι») σύστησε το σύμπαν των «X-Men» ως μία κινηματογραφική παραβολή που περιλάμβανε νέα πρόσωπα, ευρηματική δράση και ένα ουσιαστικό σχόλιο για την κοινωνική ταυτότητα των απανταχού διαφορετικών, έχουν αλλάξει πολλά.
Η επέλαση της Marvel, η ασφυκτική χρήση των ψηφιακών εφέ, ο τρισδιάστατος πονοκέφαλος, το (σχεδόν) μηνιαίο ραντεβού των χάρτινων ηρώων στις αίθουσες, η ανελέητη τριπλέτα των reboot/ sequel/ remakes, το ειδικο βάρος των celebrities σε χάρτινους ρόλους, οι ατέρμονες «εμφύλιες» συγκρούσεις των υπερηρώων…όλα ακολουθούν ένα μεθοδευμένο πλάνο εμπορικής στόχευσης, που αφήνουν λίγα περιθώρια δημιουργικής εκτόνωσης. Ακόμα και οι διάρκειες αυτών των ταινιών έχουν γίνει πλέον εξοντωτικές!
Στο «X-Men: Απόκαλιψ», ο Σίνγκερ επιστρέφει μετά το «Ημέρες Ενός Ξεχασμένου Μέλλοντος» για να φέρει την «Πρώτη Τάξη» των μεταλλαγμένων αντιμέτωπη με τον ισχυρότερο του είδους, τον αθάνατο και ανίκητο Apocalypse (Όσκαρ Άιζακ). Με αφορμή την ιστορία του πρώτου μεταλλαγμένου που έχει την ικανότητα να συγκεντρώνει τις δυνάμεις όλων των άλλων, το «Απόκαλιψ» συγκεντρώνει με τη σειρά του όλα τα ελαττώματα των ταινιών που βασίζονται σε κόμικς και ξεσκεπάζει «αποκαλυπτικά» την αδυναμία του Σίνγκερ να ελέγξει το γιγαντωμένο franchise.
Στα 144 λεπτά της ταινίας, το πρώτο μισό αναλώνεται σε επεισοδιακές σεκάνς των διασκορπισμένων υπερηρώων, που καταστρατηγούν αφηγηματικά τον φιλμικό χρόνο με άτσαλες συνδέσεις στο μοντάζ, ενώ το δεύτερο μισό και ειδικά το φινάλε, αναλαμβάνει (αναμενόμενα) το ψηφιακό όργιο που δεν προκαλεί πια θαυμασμό, αλλά βλεφαρόπτωση.
Αν και σκηνοθέτης που έχει βασίσει την φιλμογραφία του στις εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων του, το μεγαλύτερο ελάττωμα αυτών των «X-Men» είναι ότι ο Σίνγκερ δεν εξελίσσει τίποτα. Τα ηθικά διλήμματα των ηρώων παραμένουν προβλέψιμα, τόσο όσο και τα πισωγυρίσματά τους. Έχουμε περάσει τόσο καιρό με αυτούς τους χαρακτήρες, που το στοιχείο της έκπληξης έχει εκλείψει και κανείς, προφανώς, από τη δημιουργική ομάδα (παραγωγοί, σεναριογράφοι, σκηνοθέτης) δεν μπαίνει στον κόπο να τους ανανεώσει.
Η χιουμοριστική σκηνή του Quicksilver (Έβαν Πίτερς) και οι ρετρό αναφορές στη δεκαετία του ‘80 δεν στέκουν ικανές να σώσουν την ταινία και οι νιτσεϊκών αποχρώσεων ατάκες του Απόκαλιψ δεν προσφέρουν ιδεολογικό άλλοθι. Από την άλλη η μαγνητική παρουσία του Φασμπέντερ, η νεανική ορμή της Λόρενς, η ερμηνευτική στιβαρότητα του ΜακΑβόι παραμένουν, αλλά η εμπιστοσύνη των δημιουργών στη σύνδεση του κοινού με τους συγκεκριμένους χαρακτήρες εγκλώβισε τους «X-Men» και το κάποτε διασκεδαστικό γονιδίωμα της σειράς, έγινε ένας βαρετός φαινότυπος.
Τελικά το νέο «X-Men» προσφέρει μία μεγάλη αποκάλυψη: ο Μπράιαν Σίνγκερ μεταλλάχθηκε.