Για να κατανοήσει κανείς καλύτερα αυτό το μυστηριώδες φιλμ, και πριν ακόμη αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες για την εξαιρετική (όσο και απρόβλητη στη χώρα μας) σκηνοθέτιδά του, θα πρέπει να ανατρέξει στις λογοτεχνικές ρίζες του. Το 1956 ο Αργεντινός συγγραφέας Αντόνιο Ντι Μπενεντέτο κυκλοφόρησε το ομότιτλο (και πρώτο του) μυθιστόρημα πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, ένα βιβλίο το οποίο μέσα στις επόμενες δεκαετίες θα εισέπραττε (με αρκετή καθυστέρηση) τον χαρακτηρισμό ενός από τα κορυφαία έργα στα χρονικά των λατινοαμερικανικών γραμμάτων.
Όχι και τόσο μακρινός συγγενής του Αλμπέρ Καμί, του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι και του Φραντς Κάφκα, ο Αντόνιο Ντι Μπενεντέτο παρακολουθεί στο μυθιστόρημά του τη σταδιακή ψυχολογική και σωματική συντριβή του Ντον Ντιέγκο ντε Ζάμα, ενός περήφανου αξιωματικού του Ισπανικού Στέμματος, σταθμευμένου κατά το τέλος του 18ου αιώνα στην απομονωμένη πρωτεύουσα της Παραγουάης, ο οποίος μάταια περιμένει την πολυπόθητη μετάθεσή του προς μια καλύτερη τοποθεσία και τη δυνατότητα ίσως να βρεθεί πλησιέστερα στην οικογένειά του.
Καθώς το ένα αίτημά του απορρίπτεται μετά το άλλο, ο Ζάμα είναι καταδικασμένος να παραμένει επ’ αόριστον ξένος σε έναν κόσμο στον οποίο δεν επιθυμεί ή δεν δύναται να ενσωματωθεί και να συνειδητοποιεί, μέρα με τη μέρα, την ασημαντότητά του μέσα στο ευρύτερο σχήμα πραγμάτων το οποίο ο ίδιος με στόμφο υπηρετεί. Όταν, όμως, αποφασίζει να ηγηθεί μιας στρατιώτικης επιχείρησης κύρους, με σκοπό την ανεύρεση και σύλληψη ενός μυθικού παρανόμου, η ζούγκλα θα αποκτήσει τη μορφή καθαρτηρίου και η ιδέα της απόδρασης και της λύτρωσης από ένα επίγειο μαρτύριο θα πάρει μεταφυσικές διαστάσεις για τον ήρωα.
Μια σπουδή πάνω στην αδράνεια και την απραξία, την τυραννία των προσδοκιών, την αγωνία του χρόνου και τον φόβο της απώλειας του εαυτού
Η Λουκρέσια Μαρτέλ, δίκαια αγαπημένη πολλών κριτικών του εξωτερικού, φιλοξενούμενη των μεγάλων κινηματογραφικών φεστιβαλ από το πρώτο της κιόλας φιλμ, το εξαιρετικό «La Cienaga» του 2002, και προστατευόμενη του Πέδρο Αλμοδόβαρ και της εταιρείας παραγωγής του, έχει καταστήσει σαφές με τις τρεις προηγούμενες ταινίες της ότι την ενδιαφέρει να εξερευνήσει την έννοια της παρεκτροπής και του αποπροσανατολισμού για χαρακτήρες οι οποίοι είτε δυσκολεύονται να συμβαδίσουν με τον κόσμο που τους περιβάλλει, είτε χάνουν το δεσμό με την πραγματικότητα γύρω τους.
Αφαιρώντας λεπτομέρειες οι οποίες ήταν σαφείς και καθοριστικές στο βιβλίο, όπως οι συγκεκριμένες χωροχρονικές συντεταγμένες της περιπέτειας του ήρωα ή η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, που έδινε στον αναγνώστη την εντύπωση ότι διάβαζε σελίδες από το προσωπικό ημερολόγιο ενός ντελιριακού μυαλού, η Μαρτέλ εξακολουθεί να υπηρετεί στο «Ζάμα» την επιθυμία της για ένα ελλειπτικό σινεμά το οποίο μαθαίνει τον θεατή να το παρακολουθεί την στιγμή που αυτό εκτυλίσσεται επί οθόνης.
Οι ρυθμοί απαιτούν υπομονή, η πλοκή διατηρεί τα αινίγματά της, τα πλάνα αιφνιδιάζουν πότε με την ομορφιά και πότε με την ιδιορρυθμία τους και το ζητούμενο είναι η επίτευξη μιας οπτικοακουστικής εμπειρίας που να μεταφέρει το κοινό σε ένα ξεχασμένο παρελθόν το οποίο εδώ προσεγγίζεται όχι με ακρίβεια ιστορική, αλλά με την αφαίρεση ενός φιλμ επιστημονικής φαντασίας.
Θυμίζοντας σε σημεία τις παραισθησιογόνες κινηματογραφικές περιπλανήσεις του Βέρνερ Χέρτζογκ στις ζούγκλες του «Αγκίρε» και του «Φιτζκαράλντο», η ταινία της Μαρτέλ, όπως και προηγουμένως το βιβλίο στο οποίο βασίζεται, αποτελεί αφενός έναν αφορισμό της αποικιοκρατίας, στην ουσία όμως πρόκειται για την υπαρξιακή οδύσσεια ενός ανθρωπου παγιδευμένου στον χρόνο και στην εξουσία που αγόγγυστα εκπροσωπεί.
Επειδή όμως βρισκόμαστε πολύ μακριά από μια χολιγουντιανή εξωτική περιπέτεια ή ένα συμβατικό ιστορικό δράμα, η δημιουργία της Μαρτέλ κατοικεί σε ένα δικό της, μοναδικό σύμπαν, συγκεντρώνοντας τους τριγμούς ενός άντρα σε κατακόρυφη πτώση σε μια σπουδή πάνω στην αδράνεια και την απραξία, την τυραννία των προσδοκιών, την αγωνία του χρόνου και τον φόβο της απώλειας του εαυτού. Ο θεατής που θα ακολουθήσει το παράξενο ταξίδι του «Ζάμα» είναι προορισμένος, ωστόσο, να ανταμειφθεί. Ακόμη και μετά το τέλος της προβολής του, το φιλμ εξακολουθεί να αναπτύσσεται και να κατοικεί στο μυαλό, σαν κομμάτι ενός αλλόκοτου ονείρου που όσο προσπαθείς να εκλογικεύσεις, άλλο τόσο εκείνο ξεγλιστρά.