Ανάμεσα στην κριτική που πιστεύει ακράδαντα στην αντικειμενικότητά της και τα μετρήσιμα της ποιότητας μιας ταινίας κι εκείνη που αφήνει κατά μέρος την όποια γνωστικότητα κι επιδίδεται σε υποκειμενικά σλάλομ, υπάρχει κι ένα ενδιάμεσο ρεύμα που όσο πιστεύει πως οι ταινίες δεν μπορεί να εναπόκεινται κριτικά σε αίολα προσωπικά γούστα άλλο τόσο ενστερνίζεται τη ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ πως ο ρόλος του κριτικού είναι να μεταφράζει σ’ ένα άλλο μέσο, μ’ έναν άλλο τρόπο, την εντύπωση που του προκαλεί ένα έργο τέχνης. Αυτό που χρειάζεται νευραλγικά, ούτως ώστε να μην πέσουμε σε μια από τις πολλές παγίδες αυταρέσκειας λέγοντας επί πληρωμή τη γνώμη μας, είναι η χρεία μιας τεκμηρίωσης. Η αξιολόγηση της οποίας από τον αναγνώστη είναι που δίνει ή αφαιρεί (υποκειμενικό ξανά) κύρος από τον γράφοντα.
Έχοντας πει αυτά, οφείλω να ομολογήσω πως παρότι το «Kodachrome» μου μίλησε σε προσωπικό επίπεδο, δεν παύει να μου επιτρέπει να βλέπω πως σπαταλά σημαντικό μέρος του χρόνου του εξασκούμενο πάνω σε κλισέ. Τα κλισέ βέβαια έχουν τη σοφία τους, γι΄αυτό και, κάποτε, ωριμάζουν επαναλαμβανόμενα. Έτσι, η ιστορία της αποξενωμένης σχέσης πατέρα-γιου και πολυαφηγημένη είναι και μεγάλος μέρος του το έργο δαπανά στην ανασκαφή της.
Καθώς όμως περνά ο χρόνος του φιλμ, διαπιστώνεις πως υπάρχει μια σοβαρότητα, μια ειλικρίνεια στην ανάπτυξη του θέματος, στοιχεία αμφότερα εκφρασμένα στους ολοένα αργότερους (αλλά ποτέ άρρυθμους) στιγματισμούς του έργου, στην απροθυμία του να ικανοποιήσει με εύκολη δραματουργία (μετάνοιες, εξομολογήσεις, on camera επεξηγήσεις) τον βιαστικό θεατή. Αντίθετα, με όπλο της μια τίμια αντιπαράθεση γιου (επαρκής ο Σουντέικις) και πατέρα (μετρημένος και στην «οσκαρική» του σκηνή πολύ συγκινητικός ο ΄Εντ Χάρις), το φιλμ του Ρέιζο κινείται σχεδόν ελεγειακά – για ευθυτενή americana – προς την δική του κάθαρση. Που θα συμβεί προβλέψιμα, αλλά όπως θα ήλπιζες προβλέψιμα, όχι όπως θα φοβόσουν: Μέσα σε βουβή αναμέτρηση με το παρελθόν. Που κι αν δεν αλλάζει, δοθείσης ευκαιρίας, φωτίζει αλλιώτικα το παρόν και τη συνέχεια.
Σε μια ιστορία τυλιγμένη στην αγαπητική της, προσεκτικά νοσταλγική προσέγγιση του παρελθόντος, τότε που οι σχέσεις ήταν εξίσου δύσκολες κι οι αμαρτίες των γονέων εξίσου αβάσταχτες, ο Ρέιζο βάζει στην καρδιά του φιλμ το ίδιο το …φιλμ, το φωτογραφικό φιλμ, το Kodachrome, που οι λίγο μεγαλύτεροι μεγαλώσαμε, απεικονιστήκαμε ως παιδιά, παίξαμε μαζί του σαν ερασιτέχνες. Μέσω αυτού θα ζωγραφίσει, σε κείνο το έντονο συναισθηματικό της kodacolor (που ξεθώριαζε στα χρόνια, αλλά ακόμα και σήμερα πιάνεται στο χέρι, ενώ οι ψηφιακές αποτυπώσεις είναι αέρας, εξαφανίζουν το παρόν), μια εποχή αμετάκλητη παρεκτός όταν τη θωρούμε από(και εκ)τυπωμένη. Μέσα της μπορεί να υπάρχει μια γλυκύτητα κι ένας ιπποτισμός που δεν μοιάζει να επιτρέπεται και τόσο πια (δες αυτή τη θαυμάσια σκηνή με τους φωτογράφους και τις υψωμένες μηχανές), καθώς και μια δεύτερη ευκαιρία, έστω κι αν πολλές φορές δεν θα μπορέσει καν να εξασκηθεί. Αρκεί η περιρρέουσα συγχώρεση που αποπνέει το γλυκό φινάλε. Και το σμίξιμο δυο ανθρώπων που μπορεί να ξορκίσει ακόμα και το χειρότερο παρελθόν.