«Είμαι νέος, είκοσι χρονών. Κι όμως, από τη ζωή δεν γνώρισα παρά μόνο την απόγνωση, τον θάνατο, τον φόβο και μια ατέλειωτη αλυσίδα από παράλογες επιπολαιότητες και απύθμενο πόνο. Βλέπω τους λαούς να σέρνονται στους πολέμους και να σκοτώνονται σιωπηλοί, χωρίς να λένε τίποτα, χωρίς να έχουν συναίσθηση του κινδύνου, υπακούοντας στους αρχηγούς τους. Βλέπω τα πιο μεγάλα πνεύματα του κόσμου να σχεδιάζουν όπλα και λόγια και να τα ρίχνουν στη μάχη για να εμψυχώσουν τους φαντάρους. Και μαζί μ’ εμένα τα βλέπουν όλα αυτά και οι νέοι της ηλικίας μου, κι εδώ κι απέναντι, τα βλέπει μια ολόκληρη γενιά. Πώς θα μας αντικρίσουν οι πατεράδες μας σαν ξεσηκωθούμε μια μέρα και τους αναγκάσουμε να λογοδοτήσουν; Τι απαιτήσεις θα έχουν από εμάς σαν τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια τώρα δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να σκοτωνόμαστε. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα. Από τη ζωή δεν μάθαμε παρά μόνο πώς να σκοτώνουμε. Τι θα γίνει ύστερα από αυτά; Τι θα απογίνουμε;».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Πάουλ Μπάουμερ, ήρωα και αφηγητή του σπουδαίου αντιπολεμικού μυθιστορήματος, ίσως του σπουδαιότερου, Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο που εξέδωσε το 1929 ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. Το βιβλίο, που μεταφέρθηκε ξανά στον κινηματογράφο πέρσι, περιγράφει τη φρίκη του πολέμου, τη μοναξιά, τη θλίψη, τον θυμό, τον φόβο του θανάτου, την απελπισία της πείνας, τις κακουχίες στο μέτωπο, αλλά και τα αναπάντητα ερωτηματικά- «για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά;»- μέσα από τα μάτια ενός 19χρονου νέου που έχει καταταγεί στον στρατό και βιώνει τη φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όλον αυτό τον σχεδόν έναν αιώνα που έχει μεσολαβήσει από την έκδοσή του, το βιβλίο αυτό δυστυχώς είναι διαρκώς επίκαιρο. Είναι επίκαιρο και σήμερα που μιλάμε, με τον πόλεμο ανάμεσα στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη να μετράει χιλιάδες νεκρούς, θλίψη, πόνο και καταστροφές καθημερινά. Το Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο είναι επίκαιρο γιατί σε ολόκληρο τον πλανήτη υπάρχουν εκατομμύρια Πάουλ Μπάουμερ. Είναι εκείνοι που δεν έχουν σχέση με τις κυβερνήσεις και την εξουσία, δεν είναι οι δυνατοί, αλλά οι αδύναμοι, δεν επέλεξαν τον πόλεμο, δεν τον κήρυξαν, αλλά από μια στραβοτιμονιά της τύχης τους αναγκάστηκαν να τον βιώσουν ή τον βιώνουν.
Για οποιονδήποτε λόγο κι αν ξεσπά ένας πόλεμος, με οποιαδήποτε αιτία, αφορμή ή πρόσχημα, ως απάντηση σε οτιδήποτε, είναι πάντα πόλεμος. Είναι πόλεμος για τους άμαχους, είναι πόλεμος για τους λαούς, είναι πόλεμος γι’ αυτούς που δεν έχουν κανένα συμφέρον, δεν περιμένουν και δεν προσδοκούν τίποτα, αλλά πρέπει να ζήσουν με την ολέθρια πραγματικότητά του, τις καταστροφικές συνέπειές του και τις εφιαλτικές μνήμες του. Πληγωμένοι, κατεστραμμένοι άνθρωποι, απελπισμένες μάνες με μωρά στην αγκαλιά, στρατιώτες με άδειο βλέμμα, «σκιές» που χαζεύουν τα συντρίμμια των κτιρίων και της ζωής τους, λαοί με λαβωμένο μέλλον.
«Ο πόλεμος σμπαράλιασε το καθετί για εμάς», γράφει ο Ρεμάρκ με τη φωνή ενός άλλου χαρακτήρα του βιβλίου του, του Άλμπερτ. Και συνεχίζει με τη φωνή του Πάουλ: «Έχει δίκιο. Δεν είμαστε πια νέοι. Δεν θέλουμε να κατακτήσουμε τον κόσμο. Είμαστε φυγάδες. Τρέχουμε να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας. Από τη ζωή μας. Είμαστε δεκαοχτώ χρονών, ότι αρχίσαμε να αγαπάμε τη ζωή και τον κόσμο και μας ανάγκασαν να πυροβολούμε εναντίον τους. Η πρώτη οβίδα που έπεσε βρήκε την καρδιά μας. Είμαστε αποκομμένοι από τη δράση, τις προσπάθειες, την πρόοδο. Δεν πιστεύουμε σε αυτά. Μόνο στον πόλεμο πιστεύουμε».
Μετά την υγεία, βρισκόμαστε για άλλη μια φορά, με τον πιο σκληρό τρόπο, να ανακαλύπτουμε ότι ένα ακόμα δεδομένο, η ειρήνη, δεν είναι δεδομένο, δεν πρόκειται για άλλο ένα κλισέ που ανταλλάσσουμε ως ευχή σε γενέθλια και Πρωτοχρονιές. Η ειρήνη δεν είναι δεδομένη, με έναν πόλεμο να καίει στο πλευρό μας και έναν άλλο να μαίνεται πάνω από το κεφάλι μας για σχεδόν δύο χρόνια. Είναι άλλη μία επισφαλής έννοια σε έναν κόσμο που έχει γίνει πιο εύθραυστος από ποτέ.
Το μυθιστόρημα του Ρεμάρκ φτάνει στο τέλος του, παραμονές της ανακωχής του πολέμου, με τη φράση «ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο». Είναι το στρατιωτικό ανακοινωθέν της συγκεκριμένης ημέρας, μιας ημέρας ήσυχης που δεν είχε «νέα» και αυτά ήταν τα καλύτερα «νέα» που θα μπορούσαν να υπάρξουν.
Μακάρι σε αυτή την πινέζα του χάρτη που βρισκόμαστε, τα αυτονόητα αγαθά να παραμείνουν για πάντα δεδομένα και να μην υπάρξει ποτέ νεότερο, από κανένα μέτωπο.
Μαρία Πατούχα
mpatoucha@atticamedia.gr