Είναι ραγδαίες οι αλλαγές που εµφανίζονται στην ελληνική κοινωνία τελευταία, µε αφορµή την τραγωδία των Τεµπών. Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστηµίου Σ. Σεφεριάδης, σε συνέντευξή του στο Kontra Channel, µίλησε για «γνωστική απελευθέρωση», αναφερόµενος στη διαδικασία κατά την οποία οι άνθρωποι αλλάζουν αντιληπτική στάση. Ο Γ. Σακελλαρίδης, διευθυντής του Eteron-Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή, στο άρθρο του Οι Κινητοποιήσεις, η Νεολαία και ο Πολιτικός Αντίκτυπος, θέτει το ερώτηµα αν οι κινητοποιήσεις µπορούν να µετασχηµατίσουν την ελληνική κοινωνία και να αλλάξουν το πολιτικό σκηνικό. Και ως έναν σηµαντικό παράγοντα κινητοποίησης θεωρεί -µεταξύ άλλων- το συναίσθηµα.
«Παρατηρούµε τη µεγάλη επιστροφή του “συναισθήµατος” […] Η τραγικότητα του δυστυχήµατος σχετίζεται από τη µία µε το πλήθος των θυµάτων, την ηλικία τους […] και µε τα προφανή δοµικά και εγκληµατικά προβλήµατα του ελληνικού σιδηροδρόµου που επιτείνουν την οργή. Όποιος δεν αναγνωρίζει τη σηµασία του συναισθήµατος ως βασικό κίνητρο για την κοινωνική και πολιτική δράση και το απαξιώνει ως λαϊκιστικό κατάλοιπο, διαπράττει τεράστιο σφάλµα και αγνοεί τον τρόπο µε τον οποίο παράγονται κοινωνικές και πολιτικές τοµές». Το συναίσθηµα, λοιπόν, ζητάει τη θέση του στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι.
«Όταν µε καλούν να µιλήσω για το ψυχικό τραύµα και τη θεραπεία του, κάποιες φορές οι παρευρισκόµενοι µου ζητούν να αφήσω την πολιτική και να περιοριστώ αποκλειστικά στα νευροεπιστηµονικά δεδοµένα. Μακάρι να µπορούσα να διαχωρίσω το ψυχικό τραύµα από την πολιτική, αλλά όσο συνεχίζουµε να ζούµε στην άρνηση και να θεραπεύουµε µόνο το τραύµα, αγνοώντας τις αιτίες του, είµαστε καταδικασµένοι να αποτύχουµε», δήλωσε ο ψυχίατρος Βessel Van der Kolk, διευθυντής του Κέντρου Ψυχικού Τραύµατος στη Μασαχουσέτη.
Στο άρθρο Κατάθλιψη: Ένα Δηµόσιο Συναίσθηµα, γράφει η Χριστιάνα Στυλιανού: «H κατάθλιψη, ή οι εναλλακτικές ονοµασίες της, ουσιαστικά αποτελεί έναν τρόπο να περιγράψουµε τον νεοφιλελευθερισµό, την παγκοσµιοποίηση ή την τρέχουσα κατάσταση της πολιτικής οικονοµίας µε συναισθηµατικούς όρους. Έχουµε κατάθλιψη επειδή ζούµε σε έναν πατριαρχικό, καπιταλιστικό κόσµο. Έχουµε κατάθλιψη επειδή συνεχώς γύρω µας δολοφονούνται γυναίκες. Έχουµε κατάθλιψη επειδή το κράτος έχει δυσκολέψει την επιβίωσή µας. Έχουµε κατάθλιψη επειδή έχουµε υποστεί τραύµατα, τόσο στη δηµόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα. Έχουµε κατάθλιψη επειδή είµαστε άνεργοι, µόνοι, απογοητευµένοι, και από το 2008 κι έπειτα αντιµετωπίζουµε µια γενικευµένη αδυναµία κοινωνικής πραγµάτωσης».
Αυτό υποστηρίζει και η Ann Cvetkovich στο βιβλίο της Depression: A Public Feeling (Κατάθλιψη: ένα δηµόσιο συναίσθηµα, εκδ. Duke University Press) στο οποίο εξετάζει την κατάθλιψη ως πολιτισµικό και πολιτικό φαινόµενο, ως µια έκφραση απογοήτευσης και δυσαρέσκειας που αντανακλά και παράγεται από τις µορφές της σύγχρονης κοινωνίας και του ύστερου καπιταλισµού.
Στο Για Μια Πολιτική της Τρυφερότητας, ένα από τα ωραιότερα κείµενα που διάβασα τον τελευταίο χρόνο, η Δανάη Κολτσίδα, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, αναφέρεται στην επιστροφή του συναισθήµατος που τόσο έντονα εκφράστηκε πρόσφατα από τη νέα γενιά. «Αν υπάρχει µια γενιά που έχει βιώσει πιο έντονα την παρακµή της εποχής µας, είναι η “γενιά της κρίσης”, που πολιτικοποιήθηκε µε τις δολοφονίες του Α. Γρηγορόπουλου, του Π. Φύσσα, του Ζ. Κωστόπουλου. Είναι η γενιά που έκανε σύνθηµά της το “εγώ αδερφή µου σε πιστεύω” όταν το κίνηµα #MeToo εµφανίστηκε και στη χώρα µας. Που έτρεξε µαζικά να εµβολιαστεί, από έγνοια για τους γύρω της. Που πρωτοστάτησε τα προηγούµενα χρόνια στην οργάνωση της αλληλεγγύης προς τους µετανάστες και τους πρόσφυγες.
Που αγανακτεί και θλίβεται µπροστά σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής αδικίας και ταυτόχρονα στηρίζει µαζικά την προοπτική µιας ανοιχτής κοινωνίας µε περισσότερα δικαιώµατα για όλες και όλους. Ένα από τα χαρακτηριστικά της πολιτικοποίησης αυτής της γενιάς είναι ακριβώς η προσωπική της διάσταση. Το πολιτικό και το προσωπικό συγχέονται, αλληλοδιαπλέκονται και, τελικά, αλληλοτροφοδοτούνται δηµιουργικά. Είναι αυτό που εδώ επιλέγεται να περιγραφεί ως “πολιτική της τρυφερότητας”. Είναι η απάντηση των “από κάτω” στο “ξύλο” που τρώνε σε κάθε πτυχή της ζωής τους. Είναι η άρνηση να γίνουν όµοιοι µε τους “από πάνω”, µε εκείνους που ευθύνονται για το “ξύλο” – πολιτικοί, αφεντικά, ο σεξιστής γείτονας, ο οµοφοβικός συνάδελφος, ο κακοποιητικός σύντροφος. Είναι το έµπρακτο αντιπαράδειγµά τους. Είναι η γενιά που µπορεί να παλέψει για µια “πολιτική της τρυφερότητας“, µιας πολιτικής προσαρµοσµένης στα µέτρα των ανθρώπων. Είναι επείγον να στραφούµε προς µια οικονοµία των ανθρώπινων αναγκών.
Σήµερα, αν εξακολουθούµε να πιστεύουµε το τρίπτυχο της δηµοκρατικής πολιτικής –”από τον λαό, µε τον λαό και για τον λαό”– πρέπει να ξαναπάρουµε την πολιτική από τα χέρια των επαγγελµατιών της και να την ξαναδώσουµε στους “καθηµερινούς” ανθρώπους. Σήµερα, ο λαός δεν είναι (µόνο) τα µπλε και πράσινα καφενεία. Είναι και τα κορίτσια και τα αγόρια που διαδηλώνουν. Δεν είναι µόνο τα λαµπερά πρότυπα των νέων, όµορφων, υγιών και επιτυχηµένων. Είναι και άνθρωποι ταλαιπωρηµένοι, άτυχοι, τσακισµένοι από τη ζωή. Σε αυτές και αυτούς πρέπει να κάνουµε χώρο», καταλήγει η κα Κολτσίδα. «Μην υποτιµάτε την ευαισθησία θεωρώντας τη κάτι εύθραυστο», έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκις. «Γίνεται η πιο σκληρή δύναµη του κόσµου, που µε αυτήν τον κατακτάς».
Φλώρα Τζηµάκα
ftzimaka@atticamedia.gr