ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΊΑ ΤΑΙΝΊΑ του Γιώργου Λάνθιμου, Kinds of Kindness, στην πρώτη ιστορία, παρακολουθούμε τον κεντρικό ήρωα να προσπαθεί με τους πιο ακραίους τρόπους να αποδείξει την πίστη και τη αφοσίωσή του στον προϊστάμενό του και στη συνέχεια να παλεύει να ξεφύγει από τον τυραννικό έλεγχο και την αρρωστημένη εξάρτηση στην οποία έχει συναινέσει (;), για να παραδοθεί στο τέλος ολοκληρωτικά σε αυτή την ίδια την επιβολή που του έχει γίνει πια εμμονική συνήθεια, ένα είδος μολυσμένου οξυγόνου. Η κινηματογραφική οθόνη, βέβαια, μεγεθύνει συμπεριφορές και αντιδράσεις, υπερβάλλει για να προκαλέσει και σοκάρει για να ξυπνήσει ιδέες και συναισθήματα. Με πιο καθημερινούς όρους και σε πιο φυσιολογικά μέτρα, σε αυτή την πρώτη ιστορία του Έλληνα σκηνοθέτη, κάποιοι από εμάς ίσως να εντόπισαν τους εαυτούς τους εγκλωβισμένους σε δουλειές, σε σχέσεις, σε μοτίβα και συνήθειες που τους απομυζούν ενέργεια, τους περιορίζουν συναισθηματικά και πνευματικά, τους κρατούν στάσιμους ή τους εξαντλούν. Ίσως, μάλιστα, να μην υπάρχει και καθόλου ένα άλλο πρόσωπο σε αυτή την εξίσωση, ένας «προϊστάμενος». Ίσως αυτή η «εξάρτηση» να έχει να κάνει μόνο με τον εαυτό μας και την ανάγκη μας να μένουμε περιχαρακωμένοι στον προστατευμένο χώρο που έχουμε δημιουργήσει συνειδητά ή ασυνείδητα για εμάς, στην comfort zone μας.
Κάποιοι, μέσα στον δυστοπικό ρεαλισμό του Λάνθιμου, ίσως να εντόπισαν και τους Millennials (άλλη μια ταλαιπωρημένη και αδικημένη γενιά, Μια Γενιά Σε Κρίση {διαβάστε το σχετικό άρθρο που φιλοξενούμε σε στο τεύχος Ιουλίου}), τους ανθρώπους που ερχόμενοι αντιμέτωποι με τις απανωτές ματαιώσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας επέλεξαν ανόρεχτα να μείνουν στην comfort zone τους, γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή, ή αναγκάστηκαν βίαια να βγουν από αυτή, πάλι γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή (ένα είδος εγκλωβισμού δεν είναι και αυτό;).
Η comfort zone μας, η περιοχή ελεγχόμενου ή και μηδενικού ρίσκου στην οποία ξέρουμε πώς να λειτουργήσουμε και να φερθούμε, η περιοχή που στερείται ιδιαίτερης έμπνευσης, ενδιαφέροντος και ανατροπών, αλλά μας κάνει να αισθανόμαστε οικειότητα, η «ζώνη άνεσης» στα ελληνικά, δεν είναι από τις πιο καινούριες έννοιες στον τομέα της ψυχολογίας και της προσωπικής ανάπτυξης. Εντοπίζεται για πρώτη φορά το 1908 στην έρευνα των ψυχολόγων Robert M. Yerkes και Jonh Dillingham Dodson, οι οποίοι ανέπτυξαν μια αρχή, σύμφωνα με την οποία η αύξηση του στρες οδηγεί σε αύξηση της επίδοσης και το αντίθετο. Με απλά λόγια, όσο απομακρύνεσαι από το εύκολο και το οικείο, γεγονός που φυσιολογικά σου προκαλεί άγχος, τόσο πιο παραγωγικός γίνεσαι. Οι ίδιοι, βέβαια, έβαλαν σε αυτή τη θεωρία και έναν αστερίσκο: όταν τα επίπεδα αυτού του στρες είναι πολύ υψηλά ή πολύ χαμηλά, τότε η επίδοση αντί να βελτιώνεται, χειροτερεύει. Επομένως, η αλήθεια και πάλι είναι κάπου στη μέση. Ίσως να βρίσκεται πιο κοντά στη θεωρία της Ζώνης Εγγύτερης Ανάπτυξης (Zone of Proximal Development) του Ρώσου ψυχολόγου Lev Vygotsky. Σύμφωνα με αυτήν, η μάθηση και η ανάπτυξη εντοπίζονται στην περιοχή ανάμεσα στη ζώνη ασφάλειας και τη ζώνη που σου προκαλεί ταραχή και εκνευρισμό, εκεί όπου κάθε σημείο αναφοράς και σιγουριάς έχει χαθεί. Η περιοχή του Vygotsky είναι το σημείο που για να πας παρακάτω χρειάζεσαι βοήθεια από κάποιον τρίτο, αλλά και σκληρή προσωπική δουλειά. Είναι το σημείο που αγκαλιάζεις τις αλλαγές και αποδέχεσαι τις προκλήσεις, αφού όμως έχεις υπολογίσει με προσοχή τις κινήσεις και τις δυνάμεις σου. Οπότε, το τσιτάτο του Instagram και του TikTok «η ζωή αρχίζει έξω από την comfort zone σου» ισχύει τελικά; Ναι, αν αυτό που θεωρούμε ασφαλές, δεδομένο και εύκολο είναι επί της ουσίας αυτό που μας κατατρώει, υπονομεύει την ανεξαρτησία μας και παίζει με τα νεύρα και την ηρεμία μας. Δύσκολο να το διακρίνεις, να το νιώσεις και να το αποδεχθείς. Από την άλλη, αν αυτή η comfort zone δεν μας στερεί τίποτα από τα παραπάνω, δεν μας πάει εμφανώς παρακάτω, αλλά μας κρατά ήρεμους και ασφαλείς, ίσως αυτή είναι που χρειαζόμαστε τη δεδομένη στιγμή. Η life coach Melody Wilding περιγράφει αυτό το τελευταίο ιδανικά σε άρθρο της στο Anxy Magazine που αναδημοσιεύτηκε στον Guardian: «Σε έναν κόσμο που απαιτεί όλο και περισσότερο τον χρόνο και την προσοχή μας, οι comfort zones μας είναι οι προβλέψιμες περιοχές που κατέχουμε, εκεί που θα βρούμε καταφύγιο όταν το στρες γίνεται υπερβολικό. Λειτουργούν σαν δεξαμενές αυτοπεποίθησης, μας παρέχουν ορμή, μας βοηθούν να σκεφτούμε καθαρά. Όταν σπαταλάμε λιγότερο χρόνο για να διαχειριστούμε την ταλαιπωρία, μπορούμε να επικεντρωθούμε σε αυτά που έχουν μεγαλύτερη αξία. Αν εκείνοι που συνεχώς πιέζουν τους εαυτούς τους να βγουν από τη ζώνη ασφάλειάς τους μοιάζουν μεταφορικά με ανθρώπους που κάνουν ελεύθερη πτώση από αεροπλάνο, εμείς που επιλέξαμε να λειτουργούμε μέσα στη ζώνη ασφάλειάς μας, είμαστε εκείνοι που ήρεμα βάζουμε το ένα τούβλο πάνω στο άλλο, χτίζοντας ένα σπίτι μέσα στο οποίο μπορούμε να θριαμβεύσουμε».
Τελικά, ίσως η ζώνη που ταιριάζει στον καθένα να είναι αυτή που τον κάνει να αισθάνεται ήρεμος και ήσυχος. Και αυτή η ηρεμία έχει διαφορετικά πρόσωπα και είδη. Αν βρούμε το δικό μας είδος, ενδεχομένως να βρούμε και τη δική μας ζώνη. Ή και το αντίστροφο.
Μαρία Πατούχα
mpatoucha@atticamedia.gr
* Τα είδη της ηρεμίας