«Φταίει πάντα ο βιαστής» λέει η δικηγόρος Ιωάννα Στεντούμη

Το να είσαι θηλυκότητα μπορεί να γίνει γιορτή. Για να συμβεί, όμως, αυτό, πρέπει να μπορεί να γίνει για όλες μας. Μέχρι να συμβεί αυτό, θα είμαστε εδώ στο ELLE πολλές φωνές ενωμένες. Μαζί σαν μία φωνή, μια χώρα, μια καταγωγή, μια αγκαλιά. Σαν μια αλυσίδα από θηλυκότητες που θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να νικήσουμε τον σεξισμό, την πατριαρχία, την έμφυλη βία και ό,τι άλλο μας πληγώνει. Η Ιωάννα Στεντούμη είναι μια τέτοια φωνή. #ΤοΜελλονΕιναιΓυναικα

Elle 30 Μαρ. 21
«Φταίει πάντα ο βιαστής» λέει η δικηγόρος Ιωάννα Στεντούμη

«Οι καταγγελίες του τελευταίου χρονικού διαστήματος έχουν ανοίξει με τρόπο καθολικό το ζήτημα της έμφυλης ανισότητας και της ευαλωτότητας που πολλές φορές αυτή συνεπάγεται για εμάς, τη δουλειά μας, την αυτοπεποίθησή μας, τις σχέσεις μας. Υπερασπιζόμενες τα θύματα έμφυλης και σεξουαλικής βίας και διεκδικώντας την τιμωρία των δραστών, επαναδιεκδικούμε στον δημόσιο λόγο εκείνον το χώρο που στερηθήκαμε επειδή είμαστε γυναίκες, επειδή είμαστε λιγότερο ορατές, επειδή η καθημερινότητά μας είναι ένας αγώνας να φτάσουμε όλες στο σπίτι μας ασφαλείς.
Σε αυτό το χρονικό σημείο, είναι κρίσιμο να θέσουμε τα σωστά ερωτήματα και να συγκροτήσουμε τα δίκτυα αυτά που θα προστατέψουν τα θύματα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο πλήγμα για μια γυναίκα, κορίτσι, θηλυκότητα, από την παραβίαση της σεξουαλικής της αυτονομίας και αυτοδιάθεσης. Ανεξαρτήτως ηλικίας, κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου, εργασιακής συνθήκης, τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων υφίστανται μακροχρόνιες συνέπειες στη ζωή τους και επανατραυματίζονται κάθε φορά που αιωρείται το μόνιμο ερώτημα “και εσύ τι έκανες για να το αποτρέψεις/για να μην το προκαλέσεις;”.
Υπάρχει μια σειρά επιχειρημάτων που προσπαθούν να αποδομήσουν τις μαρτυρίες των θυμάτων και αυτό είναι το πιο βαθιά στερεοτυπικό και σεξιστικό. Αποτελεί τμήμα της ίδιας σεξιστικής αντίληψης που απαξιώνει τον λόγο των γυναικών ως υπερβολικό, συναισθηματικό ή απλά ως ψευδή. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ τα εγκλήματα τα οποία τελούνται ενώπιον δύο προσώπων μόνο -και άρα χωρίς μάρτυρες- είναι πολλά (εξύβριση, συκοφαντική δυσφήμιση, εκβίαση, κλοπή κ.λπ.), η έμφυλη βία είναι η μόνη περίπτωση που ακούγεται μονίμως το επιχείρημα περί ψευδών καταγγελιών. Αυτό από μόνο του ενσωματώνει μια έμφυλη διάκριση, ενώ δεν υποστηρίζεται από επιστημονικά και ερευνητικά δεδομένα. Ταυτόχρονα, ενώ ένα θύμα έμφυλου εγκλήματος θα αμφισβητηθεί σκληρά για τις συνθήκες υπό τις οποίες το ίδιο κινήθηκε και “συνέβαλε” στη θυματοποίησή του, για το ίδιο θύμα μη έμφυλου όμως εγκλήματος (π.χ. ληστεία), υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, δεν θα αμφισβητηθεί ο λόγος του – όσο “αφελώς” και “απρόσεκτα” και αν φέρθηκε, κανένα άτομο δεν θα τολμήσει να αρθρώσει επιχειρηματολογία της “ατομικής ευθύνης” του θύματος που έθεσε εαυτό σε κίνδυνο “προκαλώντας” τον δράστη. Αυτού του τύπου η επιχειρηματολογία, δυστυχώς, και αρθρώνεται σταθερά και δομημένα και βρίσκει ευήκοα ώτα, για όλες τις περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων. Άλλωστε, το 32% των Ελλήνων πιστεύει ότι η σεξουαλική συνεύρεση χωρίς συναίνεση μπορεί να είναι δικαιολογημένη αν η γυναίκα βρίσκεται υπό την επήρεια μέθης ή ουσιών, φορά προκλητικά ρούχα, συνοδεύεται με τη θέλησή της στο σπίτι μετά από πάρτι, περπατά μόνη της τη νύχτα ή έχει πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους.
Όλο αυτό το κοινωνικό πλαίσιο ενοχοποίησης του θύματος λειτουργεί αποτρεπτικά για τις καταγγελίες και, δυστυχώς, διαπερνά κάθετα και τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Τα θύματα, ιδίως αυτά που δεν έχουν εμφανέστατα σημάδια βίας, έχουν ήδη από την προδικασία να αντιμετωπίσουν πολύ μεγάλες δυσκολίες. Είναι ούτως ή άλλως εξαιρετικά επίπονη η διαδικασία της καταγγελίας του συμβάντος, ενώ υπάρχει εξαρχής ο κίνδυνος το θύμα να βρεθεί κατηγορούμενο ή εναγόμενο για αποζημιώσεις. Σπάνια υπάρχει νομική ή ψυχολογική υποστήριξη των θυμάτων, ενώ δεν παρέχεται διερμηνεία αλλά ούτε και επαρκείς ιατροδικαστικές υπηρεσίες. Είναι σύνηθες το φαινόμενο να πρέπει το θύμα να παραμείνει με τα “ίχνη” του εγκλήματος, μέχρι να μπορέσει να δει ιατροδικαστή, ακόμη και δύο μέρες. Συχνά δε, τα θύματα αντιμετωπίζουν την αποτροπή από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή και την ευθεία αμφισβήτησή τους όταν προσπαθούν να καταθέσουν, όπως επίσης και ερωτήσεις που τα φέρουν στη θέση του απολογούμενου, με ερωτήσεις για το αν το ντύσιμό τους ή η συμπεριφορά τους προκάλεσε και αν είναι σίγουρο ότι δεν συναίνεσαν. Όλες αυτές οι πρακτικές δυσκολίες, αστοχίες ή και η ευθεία παραβίαση των ποινικών διατάξεων, συμβαίνουν καθημερινά. Η δε ακροαματική διαδικασία, όπου το θύμα καταθέτει ενώπιον του δράστη, περιστρέφεται γύρω από τον πρότερο βίο του θύματος, τη σεξουαλική του ζωή, τις συνήθειές του, τα οποία αντιπαραβάλλονται με τις συνήθειες, τον πρότερο βίο και τον χαρακτήρα του δράστη. Αυτό είναι άλλωστε και το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων υπεράσπισης: εξευτελισμός του θύματος, ακόμη και κριτική στην εμφάνισή του, η οποία δεν δικαιολογεί μια σεξουαλική επίθεση, και ενίσχυση του προφίλ του “ανθρώπου της διπλανής πόρτας” που συνιστά ο δράστης.
Κατόπιν αυτών, οι βιασμοί σπανίως καταγγέλλονται, ενώ πάντα αντιμετωπίζουμε τον φόβο των θυμάτων ότι δεν θα γίνουν πιστευτά. Είναι αλήθεια ότι σε αυτές τις συνθήκες απαιτείται τεράστια δύναμη ψυχής, θάρρος και αποφασιστικότητα για να καταγγείλει ένα θύμα τον βιασμό του. Είναι ώρα, λοιπόν, να διεκδικήσουμε το αυτονόητο: να μην απαιτείται το θύμα να έχει τεράστια δύναμη ψυχής, θάρρος και αποφασιστικότητα για να καταγγείλει, αλλά να υπάρχουν οι αναγκαίες δομές υποστήριξης, το θεσμικό και νομικό πλαίσιο που να το προστατεύει και, κυρίως, η κοινωνική αντίληψη ότι φταίει πάντα ο βιαστής».

 

Διαβάστε όλες τις φωνές εδώ.

 

 

 

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα: