«Η γυναικεία εµπειρία στο ελληνικό θέατρο δεν έχει υπάρξει αδιαµεσολάβητη και ισάξια. Σε καµία περίπτωση. Από πού να ξεκινήσω; Διαχρονικά νοµιµοποιούµασταν να είµαστε µούσες, αλλά όχι δηµιουργοί. Ήταν εύκολο µια γυναίκα να εµπνεύσει έναν άντρα. Αυτό, ξέρετε, έχει να κάνει και µε την παραδοσιακή αφήγηση του ροµαντικοποιηµένου έρωτα, η οποία θέλει τη γυναίκα να τρελαίνει έναν άντρα ή να τον κάνει πιο δηµιουργικό µέσω του έρωτα. Η ενέργεια, δηλαδή, να επιστρέφει σε αυτόν. Επίσης, υπάρχουν πολύ λιγότεροι σπουδαίοι γυναικείοι ρόλοι στο παγκόσµιο θέατρο από µια ηλικία και πάνω. Για να µη µιλήσω για την αντρική µατιά, µέσω της οποίας έχουµε συνηθίσει να αντιλαµβανόµαστε τα πάντα. Οι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες, επίσης είναι άντρες σε τραγικά µεγαλύτερο ποσοστό. Ακόµη και συγγραφείς-ογκόλιθοι όπως ο Μπέκετ περιγράφουν την αντρική εµπειρία ως κατώτερη της γυναικείας, επειδή δεν εµπεριέχει το σώµα, µε τρόπο που αυτό εµπεριέχεται στη γυναικεία φύση. Αυτό, όµως, έχει αποτέλεσµα ο άντρας να είναι το πνεύµα και η γυναίκα το σώµα. Ο άντρας να είναι αυτός που σκέφτεται και κοιτάει ψηλά και η γυναίκα αυτή που γεννάει και είναι πρακτική. Η διαστρέβλωση αυτή έχει κάνει πολύ µεγάλο κακό στο πώς η γυναίκα καταφέρνει να γίνει η ίδια δηµιουργός.
Στην κουβέντα µπορούµε να βάλουµε όλους τους µεγάλους πατέρες του θεάτρου, τον χώρο που πραγµατικά έχει δοθεί στη γυναικεία δηµιουργία µέσα στο θέατρο, το πόσες γυναίκες έχουν σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο, στον τόπο της µέγιστης καταξίωσης. Πόσες είναι οι διευθυντικές θέσεις που έχουν αναλάβει γυναίκες σε σχέση µε τους άντρες στους καλλιτεχνικούς θεσµούς. Εγώ η ίδια, ως προσωπικό βίωµα, όταν πέρασα από την υποκριτική στη σκηνοθεσία, τα πρώτα χρόνια που σκηνοθετούσα απέφευγα να φοράω φούστες και φορέµατα, γιατί θεωρούσα ότι µου στερούσαν από τη δύναµή µου. Ένιωθα ότι έπρεπε η δύναµή µου να έχει πιο ανδρόγυνη φιγούρα για να µπορέσει να επιβληθεί µέσα στην πρόβα. Ήταν δική µου προκατάληψη, αλλά από κάπου ξεκινούσε. Νοµίζω, ειδικά η σκηνοθεσία, που από πολλούς θεωρείται χώρος εξουσίας -που δεν είναι έτσι πραγµατικά- απευθύνεται στους άντρες. Οι γυναίκες, από την άλλη, καλούµαστε να αποδείξουµε εκατό φορές περισσότερο ότι είµαστε ικανές για να µας δοθεί η επιλογή, ακόµη και στην αποτυχία. Σε έναν άντρα εκχωρείται αυτό το δικαίωµα πολύ πιο εύκολα. Μια αποτυχηµένη παράσταση θεωρείται µέρος της διαδροµής, ενώ για τις γυναίκες καταγράφεται µε έναν πολύ διαφορετικό τρόπο.
Στην παράσταση Ο Άνδρας µου µεταφέρουµε στη σκηνή επτά από τα έντεκα διηγήµατα της Rumena Buzarovska. Πρόκειται για αφηγήσεις γυναικών σε πρώτο πρόσωπο. Ο κοινός τους άξονας είναι ότι είναι παντρεµένες και οι περισσότερες είναι και θυµωµένες. Οι ιστορίες τους έχουν µια αµεσότητα, µια λαϊκότητα που µου αρέσει, αλλά κυρίως αγάπησα την αδιαµεσολάβητη αφήγηση της συγγραφέα. Έχει µια απλή µιλητή γλώσσα για πράγµατα που λέγονται χωρίς φίλτρο. Πράγµατα που όλες µας τα ψελλίζουµε ή τα γνωρίζουµε, αλλά δεν τα λέµε καν. Ίσως επειδή µας έχουν κάνει να πιστεύουµε ότι ακούγονται συνηθισµένα και µπανάλ. Οι αφηγήσεις, όµως, του συγκεκριµένου κειµένου έχουν ταυτόχρονα το θάρρος και την απλότητα να προχωρήσουν σε κάποιες περιοχές που δεν είναι αυτονόητες. Αυτό που δεν λείπει, επίσης, είναι το χιούµορ που λειτουργεί µε απελευθερωτικό και λυτρωτικό τρόπο. Οι ηρωίδες αυτοσαρκάζονται, καθώς η συγγραφέας -άρα και η παράσταση- καταφέρνει εκ προθέσεως να µην τις θυµατοποιεί ούτε να τις ηρωοποιεί. Η γυναικεία εµπειρία τους καταγράφεται χωρίς ροµαντικοποίηση µέσα από τις ίδιες τις αντιφάσεις της. Δεν χαρτογραφείται η πατριαρχία µε γραµµικό τρόπο που να λέει ότι οι γυναίκες είναι οι καλές και οι άντρες οι κακοί. Αυτό είναι κάτι που δεν θα µε ενδιέφερε να το επεξεργαστώ. Ο σεξισµός και ο µισογυνισµός υπάρχει µέσα τους και µέσα µας σαν ένα φαινόµενο πολύ πιο πολύπλοκο και υπόγειο. Ενσωµατωµένο και εσωτερικευµένο και στις ίδιες τις γυναίκες, το οποίο κληροδοτείται από µάνα σε κόρη.
Υπάρχουν ηρωίδες που ακόµη και στρεβλά διεκδικούν τη φωνή τους. Κάποιες από αυτές δεν είναι politically correct. Μια απατηµένη σύζυγος, για παράδειγµα, αποκαλεί την ερωµένη του άντρα της “πουτανάκι”. Μια ηρωίδα σαν κι αυτή θεωρείται εκτός φεµινιστικού πλαισίου, αλλά ακόµη και µια γυναίκα σαν αυτή κάτι διεκδικεί και έχει σηµασία να ακούσουµε τη φωνή της. Αυτός είναι ο τρόπος της να γίνει ορατή, κάτι που δεν είναι αυτονόητο. Γίνεται µια φωνή απελπισίας για να βρει τη δική της φωνή. Αυτή η απελπισία του να ακουστούµε είναι συγκινητική. Τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή, χρειάζεται να βρούµε τις φωνές µας. Να υπάρχουµε. Αδιαµεσολάβητα. Αυθύπαρκτες».
Η Μαρία Μαγκανάρη σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην παράσταση Ο Άνδρας µου στο Θέατρο Θησείον.