Όλη μου τη ζωή την έχω περάσει στο κέντρο της Αθήνας. Ζω λίγο πιο «επαρχιακά», ανάμεσα σε Παγκράτι και Νέο Κόσμο, αλλά όλα μου τα ξενύχτια, όλες μου οι έξοδοι έχουν γίνει στο κέντρο. Είμαι πια 31 ετών. Έχω περάσει από φάσεις που είχα σιχαθεί το κέντρο κι από άλλες που δεν ήθελα να σκεφτώ πως δε θα βγω εκεί για ποτό ή φαγητό. Κι όμως, παρά το ότι κάποιος θα περίμενε ότι το έχω φάει με το κουτάλι, κάθε χρόνο νιώθω ότι έχει να μου αποκαλύψει ένα σημείο που είναι σαν να μην το έχω ξαναδεί στην Αθήνα.
Μέσα σε αυτή τη διετία του κορωνοϊού, έχασα λίγο επαφή με τις εξόδους και με την Αθήνα. Γι΄αυτό τώρα είναι μια συναρπαστική ανακάλυψη για εμένα το κέντρο, τα Εξάρχεια, η Ομόνοια, το Μοναστηράκι, η Πλατεία Καρύτση, η Κολοκοτρώνη, η Αιόλου, η Αγίας Ειρήνης και η Πραξιτέλους.
Όλα αυτά είναι στέκια που τα έχω περπατήσει πολύ, τα έχω ζήσει, έχω αναμνήσεις κι όμως αισθάνομαι να μου ξανασυστήνονται. Ειδικά όμως με τα Εξάρχεια, έπαθα ένα ευχάριστο σοκ πριν από μερικές εβδομάδες που έτυχε να ανέβω την Εμμανουήλ Μπενάκη μέχρι πάνω από την πλατεία.
Εκεί και στη Θεμιστοκλέους από τη Σταδίου μέχρι τέρμα πάνω, κάθε 4-5 τετράγωνα είναι κι ένα νέο στέκι. Μεζεδοπωλεία άφθονα, μπαράκια με πολύ ωραία cocktails, άπειρες επιλογές σε street food. Και σε όλα αυτά, βλέπεις κόσμο τόσο όμορφο, ειδικά το καλοκαίρι που η χαλαρότητα αυξάνει την ομορφιά της αύρας των ανθρώπων, που θες να φλερτάρεις μέχρι εκεί που δεν πάει και χωρίς απαραίτητα να υπάρχει μια κατάληξη με σεξ ή οτιδήποτε. Αν προκύψει, καλώς να ορίσει, αλλά δεν είναι αυτός ο αντικειμενικός σκοπός.