«Γιαννάκη άκου αυτό το τραγούδι τι ωραίο!» του είπα και πάτησα το play όσο εκείνος έπαιζε με τα καινούρια του τουβλάκια. «Κυρά Δασκάλα το λένε. Είναι δημοτικό. Και δεν μου λες, μιας και είπα δημοτικό… Εσύ τι προτιμάς να έχεις φέτος; Δασκάλα ή δάσκαλο;»
Μια ανάσα πριν την επιστροφή στα θρανία, προσπαθούσα να κρύψω την αγωνία μου εν όψει του νέου ξεκινήματος. Πρώτη χρονιά Δημοτικό. Πρωτάκι! Ποιος, ο Γιαννάκης! Που σαν χθες ακόμη του κόβαμε τον ομφάλιο λώρο, του αλλάζαμε τις πάνες και τον νανουρίζαμε να κοιμηθεί. Είναι δυνατόν να έχουν περάσει κιόλας 6 ολόκληρα χρόνια; Είναι δυνατόν να έχει έρθει ο καιρός να πάρει μια σάκα ίσαμε το μπόι του και να πάει σχολείο να μάθει γράμματα;
«Λοιπόν; Τι λες; Δασκάλα ή δάσκαλο;» επέμεινα ακόμη πιο ανυπόμονη αυτή τη φορά για την απάντηση. Μα εκείνος συνέχισε απτόητος να στοιβάζει τα τουβλάκια του και μου απάντησε με μια αφοπλιστική φυσικότητα και διδακτική ηρεμία: «Δάσκαλο, δασκάλα… Τι σημασία έχει βρε μαμά;».
«Τι σημασία έχει κυρά Βικτώρια;» επανέλαβα νοερά την ερώτηση στον εαυτό μου. Εδώ που τα λέμε, δεν έχει. Αλλά να, είναι δύσκολο να παραδεχτείς κάποιες φορές πως το να βλέπεις τα παιδιά σου να μεγαλώνουν είναι από μόνο του τόσο σημαντικό, που ξαφνικά όλα όσα σχετίζονται με αυτή την αυταπόδεικτη αλήθεια – ότι τα παιδιά μεγαλώνουν, αποκτούν μια σπουδαιότητα πιο μεγάλη από αυτήν που θα έπρεπε.
Αθάνατη Ελληνίδα μάνα! Αυτό που πάντα κορόιδευα, αυτό έγινα. Που νομίζεις πως έχει χτυπήσει το κουδούνι για το σχολείο και τελικά είναι η δική σου καρδιά που χτυπάει σαν τρελή. Τικ τοκ τικ τοκ! Θεέ μου, πόσα χρόνια ακόμη μέχρι να μου ζητήσει κινητό και να κάνει TikΤok; Και αν έπειτα δεν ξεκολλάει από την οθόνη και είναι σαν την έφηβη την κόρη της κυρίας Μαρίας από κάτω, που όλη μέρα σκρολάρει και τσατάρει; Αχ, πώς θα ζήσω να τα ζήσω και αυτά;
Αλλά έτσι είναι, μου τα έλεγε η μάνα μου παλιά. Και την χλεύαζα. Όσοι δεν έχουν παιδί, μου έλεγε, έχουν μόνο μια έγνοια: πώς θα ήταν άραγε η ζωή τους αν είχαν; Μα όσοι έχουν παιδί, μαζί του κουβαλούν και όλες τις έγνοιες του κόσμου. Και δεν είναι μόνο αν θα πάρει ζακέτα το λατρευτό σου πρωτάκι. Ούτε αν θα φάει το τραγανό σουσαμένιο κουλουράκι που του πήρες από τα Lidl πρωί-πρωί στον δρόμο για το σχολείο. Είναι και τόσα άλλα. Ειδικά σε αυτούς τους καιρούς που διανύουμε. Που πέρα από τη σάκα, τα βιβλία, τις κασετίνες, τα τετράδια, το κολατσιό, το παγουρίνο, τη ζακέτα (ε ναι λοιπόν, παντού κολλάει αυτή η ζακέτα), έχουμε και άλλο challenge. Μάσκα! Και εδώ μπαίνει για μια ακόμη φορά το μεγάλο ερώτημα: υφασμάτινες, που είναι και φιλικές προς το περιβάλλον ή μιας χρήσεως, που είναι εύκολες, πρακτικές και θα με βγάλουν από την ανάγκη να απολυμαίνω και να σιδερώνω καθημερινά;
Και τις δραστηριότητες… πού τις πας; Πρωτάκι λέμε. Να μην μάθει το κατιτίς του; Να μην γραφτεί και αυτό σε ένα club ποδοσφαίρου, μια ξένη γλώσσα, ένα ωδείο, μια ρομποτική; Έτσι ξύλο απελέκητο θα το αφήσουμε το παιδί; Μα θα μου πεις είναι μόνο έξι χρόνων. Μα θα σου πω είναι ήδη 6 χρονών! Θα ορκιζόμουν ότι πριν μια στιγμή ήταν στην κοιλιά μου. Ώσπου να παίξω τα μάτια μου θα γίνει δώδεκα. Δεκαοκτώ. Ενήλικας! Ο Γιαννάκης μου. Θα φύγει. Θα πάει να σπουδάσει. Θα αδειάσει το σπίτι. Τι θα κάνουμε όταν φύγει;;;
«Ωραίο είναι, έχει ζωηρό ρυθμό!» με επανέφερε στο τώρα η φωνή του. Τον κοίταξα με απορία, χαμένη ακόμη στο χάος των σκέψεών μου. «Το τραγούδι…» με προσγείωσε, «αυτό το… δημοτικό. Και γιατί το λένε έτσι; Σχολείο είναι;»
Γέλασα. Ε, αν το καλοσκεφτείς, σχολείο είναι και το δημοτικό τραγούδι. Και μάλιστα μεγάλο. Να ‘ναι καλά τα Lidl που, πέρα από τα αμέτρητα καλούδια που μας προσφέρουν καθημερινά, φέτος, με την επετειακή συλλογή 200 χρόνια Δημοτικό Τραγούδι μας το θύμισαν και αυτό. Γιατί, όσα χρόνια και αν περάσουν, κάποιες αξίες δεν αλλάζουν ποτέ. Αθάνατες και οι μουσικές μας ρίζες, σαν την Ελληνίδα μάνα.
Ο Γιαννάκης μου, πρωτάκι. Απίστευτο.