Μετράω πολλά χρόνια ζωής ως παιδί της πόλης. Γεννήθηκα στο κέντρο της Αθήνας όπου, αν και το Πεδίον του Άρεως ήταν μια όαση πρασίνου σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι μου, ο θόρυβος της λεωφόρου, τα αυτοκίνητα που περνούσαν δαιμονισμένα όλο το 24ωρο, οι ρύποι τους σε συνδυασμό με το αττικό νέφος που έκανε την εμφάνισή του στην εφηβεία μου, με κάνει ένα καθαρόαιμο παιδί μιας -έστω- παρηκμασμένης και μπαρουτοκαπνισμένης Αθήνας των ‘80s.
Η φύση, για όλους εμάς της γενιάς μου και της ευρύτερης γειτονιάς μου, μεταφραζόταν σε σχολικές μονοήμερες εκδρομές κοντά σε κάποιο δάσος, στη Βραυρώνα, στον Άγιο Ανδρέα ή στην Πεντέλη και στην Πάρνηθα, το μακρινό ‘80, όταν η φύση τις είχε γεμίσει με άγρια δάση, πριν καούν για πρώτη φορά εκεί στα early ‘90s. Ωστόσο, είχα πάντα έναν άσο στο μανίκι μου: την καθημερινή ωριαία, περιπετειώδη ανάβασή μου στην Άνοιξη της Εκάλης με τα σχολικά λεωφορεία – από εκείνα με το τασάκι εμπρός, που μονίμως έχασκε από τσιχλόφουσκες. Λεωφορεία μες στα λαϊκά ακούσματα από την 7η πρωινή, που στιγμάτισαν όλη τη δική μου γενιά παιδιών που πήγαμε σε ιδιωτικά σχολεία.
Είχα το απίστευτο προνόμιο να βλέπω έξω από τη σχολική μου αίθουσα για 12 ολόκληρα χρόνια τα φουντωμένα πεύκα που σχεδόν ακουμπούσαν με τα κλαδιά τους τα θρανία μας έτσι και ανοίγαμε τα παράθυρα της τάξης, ενώ οι πευκοβελόνες έμπαιναν κρυφά με το αεράκι στις σχολικές μας τσάντες, ανάμεσα στα τετράδιά μας, ως πρωινά ενθύμια.
Ένας μικρός εθνικός δρυμός και στη μέση το ωραιότερο σχολείο του κόσμου: το Τοσίτσειο Αρσάκειο Εκάλης. Το απέραντο δάσος του που έφτανε τότε μέχρι το Καπανδρίτι ήταν το ιδανικό μέρος για να κρυφτείς όταν δεν ήθελες να σε βρει κανείς, ενώ οι μοσχοβολιές των γιασεμιών και των άγριων τριανταφυλλιών την άνοιξη σου έπαιρναν τα μυαλά ως άλλη Παπασταύρου στην ταινία Το Ξύλο Βγήκε απ’ τον Παράδεισο.
Τον χειμώνα, που ουκ ολίγες φορές χιόνιζε, το παρθένο τότε τοπίο της Άνοιξης Αττικής μεταμορφωνόταν σε ένα μικρό γερμανικό ορεινό χωριό με τα πέτρινα ακόμα σπιτάκια του, που δεν είχαν κατεδαφιστεί για να γίνουν βίλες ή ταβέρνες με πεϊνιρλί και φώτα αλά Βλάχικα Βάρης.
Κάθε μέρα, για 12 χρόνια, έζησα τόσο προνομιακά την αττική φύση, ώστε από μικρή ανέπτυξα μια άρνηση στο σχέδιο «μελλοντική κατοικία στο κέντρο της Αθήνας». Επεδίωξα να μεγαλώσω τα παιδιά μου κοντά στη φύση, σε ένα σπίτι σε πολύ κοντινή απόσταση από δάσος ή θάλασσα, έτσι ώστε να μπορέσει να εντυπωθεί το φυσικό στοιχείο στο άγραφο ασυνείδητό τους.
Ατέλειωτες οι οικογενειακές βόλτες μας στη φύση, τα ταξίδια μας μέσα στα δάση, ακόμη και σε τροπικά, σε άλλες χώρες, και σε θάλασσες κοντινές ή μακρινές. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αναζωογονητικό από το να ανοίγεις την πόρτα σου και να βυθίζεις τα πέλματά σου στο χώμα ή στο γρασίδι, να κοιτάζεις ψηλά και τίποτα να μην εμποδίζει την πρόσβαση των ματιών σου στον ουρανό ή -ακόμα καλύτερα- στον ουρανό και στο ατελείωτο, απέραντο ελληνικό γαλάζιο της θάλασσας. Αυτό είναι ο αληθινός πλούτος.
Ήμουν τόσο κοντά στη φύση κάθε μέρα, που όταν επέστρεφα απόγευμα σχεδόν, κατάκοπη στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος, πάθαινα πολιτισμικό σοκ ακούγοντας κόρνες και σούζες μέχρι το χάραμα. Συχνά παρακαλούσα τους γονείς μου να μετακομίσουμε στην Κηφισιά, στο Καστρί ή κοντά στο σχολείο μου. Αμετάπειστοι εραστές της Αθήνας και του τσιμέντου της εκείνοι, αφού κατηγορηματικά δήλωναν πως δεν ζούσαν χωρίς το καυσαέριο και τους θορύβους της μεγαλούπολης.
Δυο άνθρωποι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ο ένας στον μεγαλύτερο Εθνικό Δρυμό της χώρας, αυτόν της Πίνδου, και η άλλη στον απέραντο κάμπο της Θεσσαλίας… Άβυσσος η ψυχή των γονέων μου, σκεφτόμουν, ενώ για χρόνια ζούσα ένα δράμα, με συγκάτοικους μια οικογένεια τόσο διαφορετική από εμένα. Καπνιστές αυτοί, αντικαπνίστρια φανατική εγώ. Κλειστά παράθυρα τον χειμώνα αυτοί, ανοιχτά για κρύο αέρα εγώ. Εραστές της αθηναϊκής πολυκατοικίας αυτοί, νοσταλγός της μονοκατοικίας εγώ.
Στην επιλογή ανάμεσα σε ένα σούπερ εντυπωσιακό, luxury διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας και σε ένα «ηλικιωμένο» σπίτι με ανοιχτό ορίζοντα στη φύση, σε δάσος ή -ακόμα καλύτερα- στη θάλασσα δεν έχω να σκεφτώ πολύ. Σαφώς προτιμάω το δεύτερο.
Αμέτρητοι οι μοναχικοί περίπατοί μου στη φύση, που ελπίζω να με συντροφεύει όσο θα μπορώ να περπατώ. Δύο εμπειρίες έχουν χαραχτεί, ωστόσο, ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Μια μεταμεσονύκτια μακρινή βόλτα σε κάποιο χιονισμένο δάσος της Αυστρίας, όπου μέσα στη νύχτα ο μοναδικός ήχος ήταν το κελάρυσμα του μικρού ποταμού που το διέσχιζε και το μόνο φως ήταν τα αστέρια στον ουρανό που προμήνυαν ένα κρύο, αλλά φωτεινό και ηλιόλουστο ξημέρωμα. Η δεύτερη ανάμνηση είναι σχετικά πρόσφατη: πριν από λίγα χρόνια, στην εξοχή της Αγγλίας, λίγο έξω από το Σάρεϊ, η βόλτα μου ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό μεσημέρι μέσα σε ένα πυκνό δάσος μού επιφύλαξε την πιο απρόσμενη συνάντηση της ζωής μου.
Καθώς περπατούσα σε ένα σκιερό από τα πυκνά κλαδιά μονοπάτι, αισθάνθηκα το βλέμμα κάποιου. Σταμάτησα απότομα, σήκωσα τα μάτια μου από το έδαφος και το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με τα πελώρια μάτια ενός ελαφιού. Αλληλοκοιταχτήκαμε, με αμφισβήτηση και υπεροχή αυτό, με αμηχανία, ακίνητη και κρατώντας την ανάσα μου εγώ! Όπως ήρθε ξαφνικά στη ζωή μου εκείνο το πρωινό, το ελάφι με τα μεγάλα υγρά μάτια του να με καρφώνουν εξεταστικά, έτσι γρήγορα εξαφανίστηκε, αφού δεν ήμουν απορίας άξια για εκείνο. Συνέχισα τη μέρα μου μουδιασμένη, περπατώντας χιλιόμετρα και σκεπτόμενη, αφενός, πόσο τυχερή ήμουν γι’ αυτή τη συνάντηση και, αφετέρου, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που σκοτώνουν εν ψυχρώ αυτά τα υπέροχα πλάσματα.
Κυνηγοί, λαθροκυνηγοί, που κυνηγούν ακόμα και σκοτώνουν σπάνια ζώα σε ειδικές αποστολές στην Αφρική και φανατικοί κρεατοφάγοι που ζητούν ιδιαίτερες κατηγορίες ζώων θεωρώντας τες γκουρμέ επιλογές… Ποτέ δεν μπόρεσα να συνεννοηθώ με όλους αυτούς και πιστεύω πως ζουν σε ένα δικό τους σύμπαν, ειδικά οι πρώτοι, τώρα που η φροντίδα όλων των απειλούμενων πλασμάτων της φύσης είναι έγνοια και άγχος όλων μας.
Το ελάφι μου το είδα από τότε άλλες δυο φορές στα όνειρά μου, αφού συχνά ονειρεύομαι ότι εξαφανίζομαι σε δάση μακρινά, πολλές φορές πετώντας, για να ξεφύγω από όλους και όλα όσα με καταδιώκουν. Ποτέ δεν με κοιτά απαξιωτικά, πάντα όμως το βλέμμα του κρύβει μια λύπη για εμένα, μάλλον επειδή θα επιστρέψω στην πόλη μετά από λίγο, θα μπω σε ένα αυτοκίνητο και θα κλειστώ σε κάποιους τοίχους με αλαφιασμένους δημοσιογράφους, στυλίστες, επιχειρηματίες, αγχωμένους ανθρώπους της τρελής μας πόλης. Και πιστέψτε με, μαζί τους δεν θα μιλήσω ποτέ για θέματα που αφορούν τη φύση…
Ε.Μ.
elenamakri@alphamag.gr