«Το όνοµα ELLE έχει χαρακτηρίσει τη ζωή και τις παιδικές µου µνήµες, καθώς ο παππούς µου, ο Tάκης Μαλτέζος, άνοιξε το 1954 µία από τις πρώτες µπουτίκ ρούχων στην Αθήνα µε την ονοµασία ELLE. Θυµάµαι ακόµη το συγκεκριµένο λογότυπο πάνω στις σακούλες και τις ετικέτες των ρούχων. Συγκινούµαι όταν θυµάµαι τον ίδιο τον παππού µου και τις συµβουλές που µου έδινε σχετικά µε τον κόσµο της µόδας. Λόγω της οικογενειακής επιχείρησης, οι παιδικές αναµνήσεις µου κατακλύζονται από πολύχρωµα τόπια υφασµάτων, πρόβες ρούχων, ραπτοµηχανές, κούκλες βιτρίνας και περιοδικά µόδας. Για πολλά χρόνια, κάθε Σάββατο, η µητέρα µου µε έπαιρνε µαζί της στο κατάστηµα της οδού Σταδίου, όπου, αν και µικρό παιδί, ιδιαίτερα ντροπαλό και εσωστρεφές, είχα λόγο και άποψη σε σχέση µε τις πελάτισσες, δείχνοντάς τους ρούχα που πίστευα ότι τους ταιριάζουν. Ήταν λες και γινόµουν ένα άλλο πλάσµα µέσα σε εκείνους τους τοίχους, σαν ένα µπουµπούκι που ανοίγει µεµιάς τα πέταλά του. Ένιωθα ο εαυτός µου περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Έχοντας, λοιπόν, στις αποσκευές µου αυτά τα βιώµατα, η ενασχόλησή µου επαγγελµατικά µε τον κόσµο των ρούχων, θα έλεγα πως προέκυψε εντελώς αυθόρµητα και αβίαστα.
Ήταν µια φυσική εξέλιξη για εκείνο το κοριτσάκι που περιεργαζόταν και ζούσε µε τόσο θαυµασµό και πάθος κάθε του στιγµή µέσα στη µόδα. Έχοντας δουλέψει ήδη αρκετά χρόνια στον τοµέα της µόδας, ένιωθα πολύ έντονα πως το γυναικείο ένδυµα είχε κορεσθεί. Τόσο λόγω του φαινοµένου του fast fashion όσο και εξαιτίας του γεγονότος ότι ξεπηδούσαν διαρκώς καινούρια γυναικεία brands, δίχως κάποια συγκεκριµένη έµπνευση, µε µοναδικό ”όπλο” ένα διάσηµο πρόσωπο να τα αντιπροσωπεύει.
Αυτή η κατάσταση των πραγµάτων µού προξενούσε µια απογοήτευση, η οποία όλο και κλιµακωνόταν µέσα µου, καθώς παρέκκλινε εντελώς από ό,τι εγώ είχα να προσφέρω επαγγελµατικά. Αυτή η απογοήτευση, λοιπόν, µου έδωσε και την έµπνευση να στραφώ προς έναν τοµέα ο οποίος, ποιοτικά και σχεδιαστικά, βρισκόταν στα σπάργανα. Έτσι, επανέκτησα τον ενθουσιασµό και τη σχεδιαστική µου φλόγα, δηµιουργώντας ρούχα για εργαζόµενους ανθρώπους, οι οποίοι άξιζαν περισσότερο από τον καθένα να είναι καλοραµµένοι και προσεγµένοι. Τα ρούχα για τους εργαζόµενους είναι µια δύσκολη υπόθεση, διότι πρέπει κανείς να υπολογίσει και να συνδυάσει σχεδιαστικά και κατασκευαστικά πολλούς παράγοντες. Και αυτό γιατί µιλάµε για ρούχα τα οποία φοριούνται το λιγότερο οκτώ ώρες την ηµέρα, σε καθηµερινή βάση και σε ταχείς, συνεχείς ρυθµούς.
Εποµένως, ένα καλοραµµένο και καλοσχεδιασµένο ρούχο προσφέρει στον εργαζόµενο άνεση κινήσεων, σωστή θερµοκρασία, έλλειψη δυσάρεστων οσµών, εύκολο καθάρισµα και αντοχή στον χρόνο. Φυσικά, αξίζει να λάβουµε υπόψη και τον ψυχολογικό παράγοντα, που παίζει µεγάλο ρόλο σε µια όµορφη στολή εργασίας. Ένας εργαζόµενος που νιώθει άνετα µέσα σε αυτό που φοράει, που αισθάνεται όµορφος, που εισπράττει εκτίµηση από τον εργοδότη του -ο οποίος έχει φροντίσει να του προσφέρει ένα ρούχο υψηλής ποιότητας, αποκλειστικά σχεδιασµένο γι’ αυτόν και όχι κάτι έτοιµο από τον σωρό- κάνει µε άλλη όρεξη και µεράκι τη δουλειά του. Σαν έννοια, η λέξη “στολή” χρησιµεύει για να διακρίνονται από τρίτους αλλά και µεταξύ τους τα µέλη οµάδων. Η σηµασία αυτής της λέξης, ήδη από τα αρχαία χρόνια είχε, πέρα από την πρακτικότητα, εµβληµατικό χαρακτήρα. Από τη λέξη “στολή”, άλλωστε, βγαίνει και το ρήµα “στολίζω”.
Για εµένα, αυτή η λέξη έχει αξιοσήµαντο και αξιοσέβαστο χαρακτήρα, είτε πρόκειται για στολή πατριάρχη είτε για στολή σερβιτόρου. Και αυτό διότι η στολή είναι ένας πολύ δυνατός συµβολισµός, ο οποίος πρέπει να λαµβάνεται σοβαρά υπόψη, καθώς εκπροσωπεί ένα κοινωνικό status που επηρεάζει ψυχολογικά τον πολίτη ή τον πελάτη που έχει απέναντί του ο εργαζόµενος. Στις µέρες µας, η λέξη “στολή” δεν έχει παρεξηγηθεί από τον εργαζόµενο, αλλά από την κακή διαχείριση που έκαναν οι µεγάλες επιχειρήσεις στοχεύοντας στην αγορά φθηνών στολών εργασίας, δίχως έµπνευση και ποιότητα. Σε ένα ιδανικό σενάριο, θα ήθελα να σχεδιάσω στολές για όλους τους αφανείς ήρωες που εργάζονται στην καθαριότητα των δήµων.
Αν έπρεπε να ντύσω το 2021 θα το έντυνα µε ένα χρώµα το οποίο άργησα πολύ να εκτιµήσω. Θα το έντυνα, λοιπόν, µε το κίτρινο, µιας και είναι το χρώµα της χαράς και της ενέργειας. Θα του πρότεινα, µάλιστα, να φορέσει κάτι ελαφρύ, για να κινείται µε άνεση και ροή µέσα στον χρόνο και, επίσης, να µην είναι πολύ καλυµµένο, καθώς ήρθε η στιγµή να πετάξουµε ό,τι κουκουλώνει τις ψυχές µας, να αφήσουµε τον ήλιο να µπει από τις χαραµάδες µας και να φωτίσει το µέσα µας. Προσωπικά για το 2021 αναµένω να ανοίξουν τα σύνορα της Αµερικής, ώστε να µπορέσω να συνεχίσω κάποιες σηµαντικές συνεργασίες οι οποίες, λόγω της κατάστασης, έµειναν στη µέση». Info: marianalalaouni.gr