Cringe: Πότε έγιναν όλα τόσο άβολα;

Ο ψηφιακός και ο αναλογικός µας κόσµος γέµισαν µε νάρκες αµηχανίας. Τι έχει συµβεί και cringάρουµε όλο και περισσότερο και τι µας φανερώνει αυτό για την εποχή και την αυτογνωσία µας;

Φωτεινή Σίμου 25 Φεβ. 23
Cringe: Πότε έγιναν όλα τόσο άβολα;

Kάποια στιγµή µέσα στη προηγούµενη χρονιά, ένα tweet που έλεγε «γιατί µια ανάρτηση στο Instagram είναι πλέον τόσο ντροπιαστική;» απέσπασε σχεδόν 100.000 likes, 11.500 retweets και έναν κατακλυσµό από σχόλια χρηστών που αναρωτιόντουσαν και εκείνοι πώς φτάσαµε ως εδώ. Πώς έγινε η ζωή ξαφνικά αφόρητα αλλόκοτη, γεµάτη στιγµές αµηχανίας και αδεξιότητας; Επίσης, µέσα στο 2022, η Taylor Swift, στον λόγο που εκφώνησε παραλαµβάνοντας το διδακτορικό της από τη Σχολή Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήµιο της Νέας Υόρκης, µεταξύ άλλων είπε: «Να µάθετε να ζείτε µε το cringe. Όσο κι αν προσπαθείτε να µην είστε cringe, θα κοιτάτε τη ζωή σας στο παρελθόν και θα cringάρετε. Το cringe είναι αναπόφευκτο». Eίναι ένας όρος που τελευταία σέρνεται, πότε υποχθόνια και πότε µε αυτοπεποίθηση, όλο και πιο συχνά στις ψηφιακές στεριές αυτού του κόσµου. Μετράει τα posts µας στο Ιnstagram, µειδιά µπροστά στα stories µας, καγχάζει στο ατέρµονο scroll στο TikTok, ψάχνει παλιά µεθυσµένα tweets, διαβάζει σχόλια σε trash videos στο YouTube. Ας παραστήσουµε ότι κάποιος δεν έχει καταλάβει ακόµα τι σηµαίνει ακριβώς. Πρόκειται για τη συντοµογραφία του «cringey», το οποίο µε τη σειρά του είναι µια συντοµογραφία του «cringeworthy» και αναφέρεται στην αµηχανία που νιώθει κάποιος όταν γίνεται µάρτυρας σε κάτι άβολο που συµβαίνει, που βλέπει, που ακούει, που κάνει ή παθαίνει ο ίδιος.

Συναίσθηµα Ή εργαλείο;

Η Βρετανίδα ψυχολόγος δρ Tara Quinn-Cirillo οµολογεί ότι δεν είναι ακριβώς επιστηµονικός όρος. «Είναι µια λέξη που αναγνωρίζουµε και χρησιµοποιούµε για να περιγράψουµε τις συναισθηµατικές αντιδράσεις γύρω από άβολες ή ενοχλητικές καταστάσεις», λέει προσπαθώντας να το ορίσει. Το µεγάλο στοίχηµα για εκείνη είναι να αναγνωρίσουµε την ψυχολογία του cringe, ώστε αρχικά να µη µας περιορίζει και στη συνέχεια να µας βοηθήσει να γνωρίσουµε καλύτερα τον εαυτό µας. Πριν φτάσουµε όµως σε αυτό το σηµείο, ας παρατηρήσουµε λίγο περισσότερο τον µηχανισµό του. Πώς λειτουργεί; Τι ακριβώς είναι; Μόνο συναίσθηµα; Εργαλείο; Σύµπτωµα; Τιµωρία; Τρόπος αφύπνισης για το ότι µας ενοχλεί κάτι ή ένα µέσο αυτοπαρατήρησης; Τρόπος διασκέδασης ή ένα σύγχρονο σηµάδι ότι παραµένουµε ζωντανοί και ότι δεν καταναλώνουµε απλώς οτιδήποτε συµβαίνει εκεί έξω; Το cringe µπορεί να είναι όλα τα παραπάνω. Ερµηνεύοντας τα λόγια της Taylor Swift, θα µπορούσε να καταλάβει κανείς ότι η τραγουδίστρια το βλέπει σαν ένα µονοπάτι αυτογνωσίας και αυτοπαρατήρησης. Κάποιους, όµως, εκεί έξω, αυτή η έντονη αυτοπαρατήρηση τους µπλοκάρει, τους ταλαιπωρεί, τους στερεί τον αυθορµητισµό. Ωστόσο, το cringe ήταν πάντα εκεί. Όµως η εξάρτησή µας από το διαδίκτυο του επέτρεψε να αναπτυχθεί τόσο, που πλέον πιάνουµε τους εαυτούς µας από τη µια να συλλέγουµε και να καταναλώνουµε cringe στιγµές στις οθόνες µας και από την άλλη να τρέµουµε µήπως βρεθούµε να κάνουµε κάτι ιδιωτικά ή δηµόσια που θα µας cringάρει. «Πλέον, κάθε φορά που ανεβάζω κάτι στο Ιnstagram, το κοιτάω, το ξανακοιτάω. Σκέφτοµαι ένα εκατοµµύριο φορές µήπως να µην το ανεβάσω. Μήπως το κατεβάσω αν το έχω ήδη ανεβάσει. Έχω συνέχεια τον νου µου εκεί. Αναρωτιέµαι τι θα σκεφτούν για µένα. Και αφού καταλάβω πόσες σκέψεις και ενέργεια καταναλώνω από την υπερβολική ανάλυση, νιώθω και πάλι αµήχανα. Και όλα αυτά για κάτι που -ας το παραδεχτούµε- κανείς δεν νοιάζεται», λέει η Δέσποινα, που παλιότερα ήταν µια πολύ ενεργή instagrammer, γέννηµα θρέµµα της Gen Z. Πότε έγινε η ζωή µας αφόρητα αµήχανη, έτσι ώστε να µην την αντέχουµε; Χάθηκε αυτή η αθώα -όταν και όσο ήταν- γλυκιά ικανοποίηση του µοιράσµατος; Η αλήθεια είναι ότι πλέον είναι πολλοί από εµάς εκεί έξω που, υπό την επήρεια του cringe, υπάρχουν ως ανενεργοί χρήστες των social media, οι οποίοι προτιµούν να µένουν σιωπηλοί για να µην cringάρουν από κάτι που θα πουν ή θα ανεβάσουν, παραµένοντας, όµως, πιστοί στην καθηµερινή συνήθειά τους να έλκονται από τις αµήχανες, cringe στιγµές των άλλων ή της pop culture που τροφοδοτείται συνεχώς από αυτό. Η Melissa Dahl, συγγραφέας του Cringeworthy: How to Make the Most of Uncomfortable Situations (Cringeworthy: Πώς να αξιοποιήσετε στο έπακρο τις άβολες καταστάσεις, εκδ. Transworld Digital) πιστεύει ακράδαντα ότι ζούµε σε µια εποχή µεγαλόπρεπης αµηχανίας.

Έχουµε ξοδέψει τόσο πολύ χρόνο φτιάχνοντας τις διαδικτυακές µας προσωπικότητες, που τίποτα πλέον δεν µοιάζει αυθόρµητο. Η αποµάκρυνσή µας από τον αυθορµητισµό δηµιουργεί άφθονο χώρο για να προκύψουν αυτές οι άβολες στιγµές. Σύµφωνα µε την Dahl, το cringe προσεγγίζει την αδεξιότητα ως αίσθηση και συνδέεται στενά µε τον τρόπο που χρησιµοποιούµε τα social media. «Προκύπτει όταν µπορείς να αισθανθείς ότι η εκδοχή του εαυτού σου που προσπαθείς να παρουσιάσεις στους γύρω σου δεν είσαι πραγµατικά εσύ. Όταν υπάρχει αυτό το χάσµα ανάµεσα στο ποιος θέλεις να είσαι και στο πώς σε αντιλαµβάνεται ο κόσµος. Εκεί ακριβώς βρίσκει χώρο και αναπτύσσεται η αµηχανία του cringe», καταλήγει. Και τι συµπτώµατα έχει αυτή; Εκτός από την κοινωνική αδρανοποίηση, µπορεί να έχει και σωµατικά συµπτώµατα, διαφορετικά στον καθένα. Σύµφωνα µε τον Ty Tashiro, κοινωνιολόγο, διδάκτορα Ψυχολογίας και συγγραφέα του Awkward: The Science of Why We’re Socially Awkward & Why That’s Awesome (Αµηχανία: Η επιστήµη του γιατί είµαστε κοινωνικά αµήχανοι και γιατί αυτό είναι υπέροχο, εκδ. William Morrow): «Αυτές οι άβολες στιγµές είναι αποκλίσεις από τις κοινωνικές προσδοκίες που έχει ο καθένας µας. Έτσι, αν δεν εκπληρώνεται έστω και µία µικρή προσδοκία ή αν πιστεύουµε ότι έχουµε ξεπεράσει κάποιο όριο, δηµιουργείται αυτό το κύµα… αβολότητας. Επιπλέον, τα πρόσωπά µας µπορεί να κοκκινίσουν, ο καρδιακός µας ρυθµός να ανέβει, να αρχίσουµε να ιδρώνουµε. Και µετά υπάρχει αυτό το αίσθηµα πανικού ότι πρέπει να κάνουµε κάτι για να διορθώσουµε την κατάσταση ή -ακόµα χειρότερα- να τρέξουµε να κρυφτούµε».

Ζούµε µια πανδηµία αβολότητας;

«Αυτή η αυξηµένη αίσθηση της συγκεκριµένης αµηχανίας ήταν ήδη σε εξέλιξη πριν από την πανδηµία, αλλά επιταχύνθηκε από τα lockdown λόγω Covid», λέει η Dahl. Mέσα από τη συνδιαλλαγή µας µε τον φόβο, το ότι βρεθήκαµε στα σπίτια µας αποκοµµένοι και νιώσαµε την ανάγκη της ένωσης, καταλήξαµε να υπερ-µοιραζόµαστε πράγµατα τα οποία, όταν ηρεµήσαµε και τα αξιολογήσαµε, δεν αισθανθήκαµε αρκετά άνετα. Και όχι µόνο αυτό. Κάποιοι από εµάς περάσαµε ώρες µπροστά σε µια οθόνη βλέποντας τον εαυτό µας στα zoom calls να δουλεύει, να κάνει γυµναστική, ψυχοθεραπεία. Ήρθαµε σε επαφή µε τις εκφράσεις µας, τις κινήσεις µας σε συνθήκες που πριν δεν γνωρίζαµε. Kοινοποιήσαµε αποτυχηµένα κέικ, λίστες µε µουσική που νοµίζαµε ότι ταιριάζουν στο πρωτόγνωρο που ζούσαµε, νιώσαµε σαν να θέλουµε να γίνουµε πιο δραµατικοί από εκείνο που συνέβαινε. Όταν όµως όλο αυτό πέρασε, τι απέγινε το δράµα; Η Αλίσια, προγραµµατίστρια που µένει στην Αθήνα αλλά δουλεύει εξ αποστάσεως σε µια ισπανική πολυεθνική, επισηµαίνει: «Σε κάθε zoom call, έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια, ακόµα αναρωτιέµαι πώς φαίνοµαι ή πώς µε βλέπουν. Με πιάνω να παρατηρώ το πρόσωπό µου στην κάµερα και να το αποφεύγω. Να προσπαθώ να µαντέψω αν κάποιος αντιλαµβάνεται τις γκριµάτσες µου». Ο Tashiro συµφωνεί µε έναν τρόπο: «Η κοινωνική απόσταση της πανδηµίας προφανώς διέκοψε τον τρόπο µε τον οποίο αλληλεπιδρούσαµε µεταξύ µας». Η Αλίσια λέει πως πλέον δεν ανεβάζει σέλφι. «Στην πραγµατικότητα, πολλές φορές δεν µπορώ καν να τραβήξω µία. Δεν µπορώ να µε κοιτάω στην οθόνη», λέει.

Η Gen Z µεγαλώνει και cringάρει µε το παρελθόν της

Ένας άλλος λόγος που µπορεί να έχει προκύψει αυτή η υπερβολική αµηχανία είναι ότι απλώς η Gen Z µεγάλωσε και πλέον έχει έρθει αντιµέτωπη µε ένα σωρό φωτογραφίες και στιγµές στα social media της από το παρελθόν, που την κάνουν να νιώθει άβολα και αµήχανα. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν έχει µεγάλη διαφορά από αυτό που νιώθουµε κι εµείς όταν βλέπουµε τις φωτογραφίες από τα παιδικά µας πάρτι µε τα αστεία πουλόβερ και τα αδιανόητα κουρέµατα. Ποια είναι όµως η µεγάλη διαφορά; Οι δικές µας φωτογραφίες δεν βγήκαν ποτέ σε κοινή θέα, δεν έχουν κριθεί µε like και, κυρίως, δεν έχουν διαµορφώσει την εικόνα που έχουν κάποιοι για εµάς σήµερα. Η Χρύσα, φανατική χρήστρια του twitter, βάζει στην κουβέντα και το κοινωνικό πλαίσιο. «Πλέον σκέφτοµαι πότε πρέπει να ανεβάσω κάτι. Υπάρχουν στιγµές που καίγεται ο κόσµος εκεί έξω. Υπάρχουν ένα σωρό προβλήµατα και εγώ θα ανεβάσω το αγαπηµένο µου τραγούδι, το γατί που παίζει, τι βλέπω στο Netflix ή το outfit of the day;», αναρωτιέται και συνεχίζει: «Νιώθω ότι αυτή η αθώα κοινοποίηση του οτιδήποτε, πλέον µπορεί να ερµηνευτεί ως κοινωνική απάθεια, κοινωνική απόσχιση. Οπότε, πριν ανεβάσω οτιδήποτε, το σκέφτοµαι µια και δυο φορές. Για να µην cringάρω µετά». Και έχει δίκιο. Ποιος δεν το έχει νιώσει; Ακόµη και εµείς εδώ, σε ένα περιοδικό µόδας, πολλές φορές νιώθουµε αµήχανα να παράγουµε περιεχόµενο παράλληλα µε τη δύσκολη επικαιρότητα που τρέχει και αυτό είναι κάτι που µόνο ως καλό µπορούµε να το αξιολογήσουµε.

H φωτεινή και αστεία πλευρά της άβολης στιγµής

Όσο ενοχλητικό όµως και αν είναι το cringe, δεν είναι αποκλειστικά κακό. Τόσο η Dahl όσο και ο Tashiro συµφωνούν ότι αυτή η αµηχανία δεν είναι απαραίτητο να µας αποξενώσει βάζοντάς µας στις ψηφιακές µας ντουλάπες. Μπορεί, λένε, να µας φέρει πιο κοντά. Πώς; Με το να παραδεχτούµε ίσως την κοινή συνθήκη: ότι, δηλαδή, όλοι νιώθουµε άβολα. «Όσο κι αν µισούµε να νιώθουµε άβολα, είναι πραγµατικά πολύ χρήσιµο», λέει ο Tashiro και συνεχίζει: «Μοιάζει µε έναν υπερβολικά ευαίσθητο συναγερµό καπνού που όµως κατευθύνει συνεχώς την προσοχή µας προς το τι είναι λάθος και στο πώς να το διορθώσουµε». Στο cringe, επίσης, µπορεί να εντοπίσει κανείς ενσυναίσθηση. «Αν είστε κάποιος που τείνει να cringάρει πολύ, αυτό σηµαίνει ότι έχετε και την ικανότητα να είστε εξαιρετικά συµπονετικοί, και αυτό µπορεί να είναι πολύ καλό», επισηµαίνει. Έπειτα από όλα αυτά, ας µην ξεχνάµε και το γεγονός ότι η εποχή του cringe, στην πραγµατικότητα στηρίζεται στο χιούµορ. Είναι επιτακτική ανάγκη να διατηρήσουµε την ελαφράδα µας και την αστεία πλευρά των πραγµάτων. «Ο µόνος τρόπος να ελευθερωθείς αληθινά από όλο αυτό είναι απλώς να αρχίσεις να το θεωρείς κυρίως αστείο», µας συµβουλεύει η Dahl.

Οπότε, τι µπορούµε να κρατήσουµε από το cringe πριν το αφορίσουµε ολοκληρωτικά; Να σκεφτούµε, για παράδειγµα, ότι κάθε φορά που θέλουµε να αλλάξουµε κανάλι γιατί δεν αντέχουµε µια κακή ερµηνεία, κάθε φορά που δεν αντέχουµε κάποιον διάσηµο να επιδεικνύει ψεύτικα και επιδερµικά την κοινωνική του ευαισθησία, ίσως αυτό να είναι ένας τρόπος να επιβεβαιώσουµε -κυρίως στον ίδιο µας τον εαυτό- ότι έχουµε αισθητικό κριτήριο ή ότι αναγνωρίζουµε τι δεν θα θέλαµε να κάνουµε εµείς. Και όταν νιώθουµε άβολα µπροστά σε ένα παλιό post µας ή σε κάτι που έχουµε κάνει στο παρελθόν, να αντιλαµβανόµαστε το cringάρισµα ως ωριµότητα. Άρα υπάρχει τρόπος να «επιβιώσουµε» την εποχή του cringe και αυτός είναι η αποδοχή του. Άλλωστε, όπως είπε και η Taylor Swift στον περίφηµο λόγο της: «Ακόµη και η λέξη cringe ίσως κάποια µέρα να θεωρείται cringe».

Φωτογράφος: Karen Collins
Styling: Sasa Thomann

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!
MHT