Έχει συμβεί σε όλους μας. Ξυπνάμε το πρωί και πίνοντας το καφέ μας αρχίζουμε να σκεφτόμαστε: “Γιατί η διευθύντρια μου είναι θυμωμένη μαζί μου. Έκανα κάτι λάθος; Γιατί έκανα αυτό το χαζό αστείο όταν την είδα; Μήπως προσβλήθηκε; Ήξερα ότι με μισούσε. Ωχ, λες ν΄ απολυθώ;”
Αυτό, με λίγα λόγια, είναι η υπερ-ανάλυση. «Είναι σαν μια συνεχής αυτοεξέταση και είναι συνήθως αρνητικής φύσης», λέει η ψυχίατρος Maureen Sayres Van Niel, M.D., πρόεδρος του Γυναικείου Συνδέσμου της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας.
Γιατί υπερ-αναλύουμε τα πάντα;
“Η ανάλυση, η ανησυχία και το άγχος είναι συναισθήματα που νιώθουν όλοι”, λέει η Δρ Van Niel. Αλλά το να το κάνετε συνεχώς και με όλα αυτό είναι καταστροφικό. Μπορεί να αποστραγγίσει όλα τα αποθέματα της ψυχικής σας ενέργεια”.
Η υπερανάλυση συνήθως ξεκινάει από μία διάχυτη αίσθηση ανασφάλειας και φόβου. Ο φόβος ότι δεν έχουμε πλήρη έλεγχο του προσωπικού, ή συλλογικού μας περιβάλλοντος κινητοποιεί τον μηχανισμό της επίλυσης προβλημάτων μέσα από την διαδικασία της ανάλυσης μιας κατάστασης.
Συχνά, ακριβώς επειδή αυτού του είδους η υπερβολική ανάλυση των δεδομένων του νου μας, δεν είναι το αίτημα μιας υγιούς διαδικασίας, αλλά περισσότερο μιας ασταθούς ψυχικής κατάστασης το αίτημα της επίλυσης ενός προβλήματος, όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται, αλλά αντίθετα το προς επίλυση πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο!
Όταν όμως σκεφτόμαστε υπερβολικά και καταλήγουμε να αναλύουμε τις πράξεις, τα λόγια και τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων αλλά και του εαυτού μας τότε κινδυνεύουμε από κατάθλιψη και άγχος. Η υπερ-ανάλυση δεν είναι σχεδόν ποτέ υγιής συμπεριφορά. Χρειάζεται να ξέρουμε που να σταματάμε.