Θεωρείται άραγε εντάξει που πλέον δεν περνάει ούτε μια μέρα που να μην τσεκάρουμε τον αριθμό των νέων κρουσμάτων; Που ακόμα δυσκολευόμαστε με τις χειραψίες; Που νιώθουμε ένα σφίξιμο στο στομάχι όταν βρισκόμαστε με πολλούς ανθρώπους σε ένα μέρος; Σε λίγες μέρες η Covid-19 κλείνει τα τρία της χρόνια. Έχουμε ζήσει όλο αυτό το διάστημα με συντριπτικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και σαρωτικές αλλαγές.
Η πανδημία έχει επηρεάσει όλες τις εκδοχές της καθημερινότητάς μας. Από τον τρόπο που δουλεύουμε, που γιορτάζουμε και διασκεδάζουμε μέχρι την εκπαίδευση, τις ατομικές ελευθερίες μας -το προφανές-, την υγεία μας, αλλά και την ψυχική μας ευημερία. Έπειτα από τόσους μήνες αβεβαιότητας, δεν αποτελεί πλέον μυστικό ότι η ψυχική μας υγεία έχει δεχτεί βαρύ πλήγμα. Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ αναφέρουν ότι το 40% των ενηλίκων στις ΗΠΑ αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, με το 31% να αναφέρει συμπτώματα, έντονου άγχους. Παρόμοιες ενδείξεις και έρευνες αποδεικνύουν το ίδιο και για τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι νωρίς, άραγε, να μιλήσουμε ανοιχτά για το τραύμα της πανδημίας;
Όταν το τραύμα γίνεται viral
Η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία περιγράφει το τραύμα ως «μια συναισθηματική απάντηση σε ένα τρομερό γεγονός, όπως ένα ατύχημα, μια κακοποιητική συμπεριφορά ή μια φυσική καταστροφή». Σε μεγαλύτερη κλίμακα, ένα τέτοιο γεγονός ή εμπειρία γίνεται μαζικό τραύμα. Ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, dr Tedros Adhanom Ghebreyesus, δηλώνει ότι η πανδημία είναι κάτι τέτοιο. Ο ψυχικός αντίκτυπος στην κοινότητα δεν είναι ακόμα πραγματικά αισθητός, αλλά αναμένεται να γίνει τα επόμενα χρόνια πιο έντονος και με πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά. Ο Alexander Haslam, καθηγητής Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Queensland της Αυστραλίας, ισχυρίζεται ότι αρχικά χρειάζεται η αναγνώριση όλου αυτού του πόνου: «Η οριοθέτηση του ότι βρισκόμαστε όλοι μαζί, αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή, σε αυτή την κατάσταση, είναι πολύ σημαντική προς το παρόν».
Ωστόσο, το τραύμα είναι μια πολύ λεπτή έννοια που λίγοι μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς. Δεν είναι απλώς μια λέξη για να περιγράψει κάτι αγχωτικό. Δεν προέρχεται πάντα από τραυματικά βιώματα, πολέμους, τρομοκρατικές επιθέσεις, ενώ δεν είναι ταυτόσημο με τη διαταραχή του μετατραυματικού στρες (PTSD) από την οποία υπέφεραν πολλοί στρατιώτες μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Αυτό που το διαχωρίζει από κάτι απλώς αγχωτικό είναι το πώς αυτό επηρεάζει βαθιά την ίδια μας την πεποίθηση, το νόημα που δίνουμε στα πράγματα και το πώς αντιδρούμε απέναντι σε αυτά. Το τραύμα μπορεί να γίνει κατανοητό ως ρήξη στη «δημιουργία νοήματος», λέει ο David Trickey, ψυχολόγος και εκπρόσωπος του Trauma Council της Μεγάλης Βρετανίας. «Ένα τραύμα μπορεί να αλλάξει τον ίδιο τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας, τον κόσμο και τους γύρω μας. Υπάρχει μια αίσθηση αποπροσανατολισμού. Ό,τι μπορεί να συμβεί σε ένα άτομο, μπορεί να συμβεί και σε μια ολόκληρη κοινότητα», εξηγεί ο Trickey.
Η διασπορά στην κοινότητα
Η ομάδα που θεωρείται ότι έχει πληγεί περισσότερο είναι, φυσικά, οι επαγγελματίες υγείας. «Αντιμετωπίζουν όχι μόνο το στρες και τη δυσαρέσκεια σε ό,τι αφορά την εργασία τους (επαγγελματική εξουθένωση), αλλά αντιμετωπίζουν και τα προσωπικά τους αισθήματα για τον άνθρωπο που πονάει και υποφέρει (δευτερογενές τραυματικό στρες/κόπωση συμπόνιας)», λέει η Πολυξένη Μαγγούλια, ΠΕ νοσηλεύτρια Ψυχικής Υγείας με ειδίκευση στη Διασυνδετική Ψυχιατρική. Έπειτα, υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που έχασαν κάποιους δικούς τους, στους οποίους ήταν εκείνοι που μετέδωσαν τον ιό.
Πώς μπορεί να συνεχίσει να ζει ήρεμα ένας άνθρωπος ο οποίος μετέδωσε τον ιό σε κάποιον άλλο που, τελικά, έχασε τη ζωή του; Ακόμη και για τους νοσούντες που τα κατάφεραν, οι μαρτυρίες σοκάρουν. «Στον θάλαμο που ήμουν εγώ, πέθαναν τέσσερις άνθρωποι. Στους τρεις από αυτούς άκουγα τον ήχο της διασωλήνωσης. Τους άκουγα να προσπαθούν να αναπνεύσουν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτούς τους ήχους. Κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω και εγώ δυσκολία. Ήμουν πεπεισμένη ότι θα πεθάνω. Πέρασα δύο 24ώρα λέγοντας από μέσα μου τα τελευταία μου λόγια στους αγαπημένους μου», λέει η Διονυσία που νόσησε τον προηγούμενο Μάρτιο. «Το να μην μπορεί να αναπνεύσει είναι το πιο τραυματικό γεγονός που βιώνει ένας άνθρωπος. Αυτή η αίσθηση ανικανότητας της βασικής λειτουργίας που σε κρατά στη ζωή, δεν μπορεί παρά να είναι τραυματική», λέει ο Metin Basoglu, καθηγητής και ιδρυτής του Τμήματος Τραύματος στο King’s College του Λονδίνου.
Τα παιδιά της πανδημίας
Ο David Trickey, ψυχολόγος και μέλος του UK Trauma Council, βάζει στην κουβέντα και τα παιδιά. «Εκείνα που γεννήθηκαν κοντά στην αρχή της πανδημίας ή μέσα σε αυτή, δεν ξέρουν πώς μοιάζει ένας ασφαλής κόσμος. Θα μπορούσαν να αναπτύξουν μια άποψη για τον κόσμο, που είναι αρκετά τρομακτική», λέει ο ειδικός και συνεχίζει: «Ως αίσθηση φανταστείτε ότι ρουφούν στην ευαίσθητη ψυχή τους την αίσθηση ενός ανασφαλούς περιβάλλοντος». Και αυτό μπορεί να οδηγήσει, αν δεν είμαστε προσεκτικοί μαζί τους, σε έναν μόνιμο χρωματισμό της άποψής τους για την ανθρωπότητα». Φαντάζεστε πόσο τρομακτικό μπορεί να είναι αυτό; Ένα συλλογικό άγχος μόνιμης αμφιβολίας και συνεχόμενου κινδύνου σε μια από τις επόμενες γενιές;
Το τραύμα μπορεί να έχει επιπτώσεις και στις πολιτικές του μέλλοντος. Μια μελέτη του School of Economics and Management του Πανεπιστημίου Tsinghua του Πεκίνου διαπίστωσε ότι οι πολίτες που κατάφεραν να επιβιώσουν της Covid-19, μείωσαν την πολιτική συμμετοχή και δραστηριότητά τους σε σχέση με την προ Covid περίοδο. Τι θα μπορούσε να προκαλέσει κάτι τέτοιο; «Μπορεί να δημιουργήσει πολιτικό κενό, ώστε να αναδυθούν απολυταρχικά καθεστώτα που βρίσκουν πάντα πρόσφορο έδαφος σε κατάσταση παρατεταμένου φόβου και μαζικής απογοήτευσης», λέει σε άρθρο του στο BBC ο Ed Prideaux.
Άλλωστε, πολλές φορές, όλους αυτούς τους μήνες γίναμε μάρτυρες καταστάσεων κατά τις οποίες η αντιμετώπιση της πανδημίας μάς στοίχισε πολλές προσωπικές μας ελευθερίες και δικαιώματα. Αυτό που κάνει το τραύμα της Covid-19 πραγματικά μαζικό, ωστόσο, είναι ο αντίκτυπός του σε ολόκληρο τον πληθυσμό – συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των ανθρώπων που δεν θα κολλήσουν ποτέ τον ιό ή που δεν θα τους επηρεάσει καθόλου ή ελάχιστα πρακτικά. Για πολλούς, η προοπτική και μόνο να κολλήσουν μια θανατηφόρα ασθένεια είναι προφανώς και εγγενώς τρομακτική. Το ίδιο και η διαβίωση σε μια διαρκή κατάσταση πένθους, απώλειας και αμφιβολίας για το μέλλον. Επίσης, υπάρχει και κάτι άλλο: Στο παρελθόν, σε αντίστοιχες περιπτώσεις μαζικού τραύματος μικρότερης κλίμακας, όπως μια τρομοκρατική επίθεση ή οικονομική κρίση, δεν χρειάστηκε να στερηθούμε ποτέ το «μαζί», τις συγκεντρώσεις, τις διαδηλώσεις, το «δίπλα», το χάδι, την επικοινωνία. Ξαφνικά, ένα χάδι ή ένα φιλί μετατράπηκε σε κάτι επικίνδυνο. Αυτό που μπορούσε στο παρελθόν να λειτουργήσει σαν καταπραϋντικό και παρηγοριά έγινε κίνδυνος.
Το κοινωνικό εμβόλιο
Πώς αντιμετωπίζεται άραγε ένα τέτοιο τραύμα; Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι χρειαζόμαστε, εκτός από το βιολογικό εμβόλιο, και ένα… κοινωνικό. «Η αντιμετώπιση του μαζικού τραύματος θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από την ψυχιατρική, υπάρχει ανάγκη και για κοινωνική αντιμετώπιση», λέει ο Metin Basoglu. Πολλά θέματα της καθημερινότητάς μας θα πρέπει να τα επανα-νοηματοδοτήσουμε και σε αυτό χρειαζόμαστε παραγωγή περιεχομένου, αλλά και έργου από πολλούς φορείς.
Όχι μόνο από την Ιατρική, αλλά και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα social media, το internet, τις κυβερνήσεις. «Σε ορισμένες περιπτώσεις μαζικού τραύματος, οι κοινωνικοί ιστοί της κοινότητας μπορούν να προσαρμοστούν και να το ξεπεράσουν. Εάν ένα μαζικό τραύμα συνδεθεί ρητά με την ομαδική ταυτότητα ενός συνόλου, μπορεί, έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα, να προσφέρει ένα αναντικατάστατο συστατικό για έναν νέο γύρο νοηματοδότησης που θα οδηγήσει στην ένωση της κοινότητας» συμπληρώνει στο άρθρο του στο cnn.com ο Ed Prideaux. Μπορεί, δηλαδή, με άλλα λόγια, η κοινότητα -σε ιδανικές συνθήκες- να ενωθεί, να ενδυναμωθεί και να αυτοϊαθεί. Η συνειδητοποίηση της συλλογικότητας αυτής είναι το πιο παρηγορητικό από όλα τη δεδομένη στιγμή.
Να μην ξεχάσουμε
Τι άλλο μπορεί να θεραπεύσει το τραύμα; Η μνήμη. Όταν ένα τραύμα παραμένει καταπιεσμένο συσσωρεύεται και καταλήγει να φουσκώνει κάτω από τις ρωγμές, θεριεύει, θρέφεται, έτοιμο να κινητοποιηθεί από ένα επόμενο χτύπημα. Οπότε, καλό είναι να το αντιμετωπίσουμε «χωρίς αποφυγή, απάθεια και παθητικότητα» και να μην το ξεχάσουμε. Αυτό θα ήταν λάθος, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό και συλλογικό επίπεδο.
Ο Martin Bayly, social scientist στο School of Economics του Λονδίνου υποστηρίζει: «Το να απομνημονεύσουμε όλες αυτές τις γνώσεις θα μπορούσε να μας βοηθήσει στην ετοιμότητά μας για μελλοντικές κρίσεις. Η αντιμετώπισή μας στην Covid-19 ίσως να ήταν καλύτερη αν είχαμε αξιοποιήσει παλιότερες τραυματικές, εμπειρίες, όπως εκείνη της ισπανικής γρίπης, για παράδειγμα, μνήμες οι οποίες παραμένουν στο σκοτάδι. Τέτοιες συλλογικές μνήμες, όμως, είναι πολύ σημαντικές. Γι’ αυτό πρέπει να γίνει προσπάθεια από όλους μας ώστε να μην ξεχαστεί όλο αυτό. Χρειάζονται αναμνήσεις, συναισθήματα, αφηγήσεις, έργα τέχνης, μαρτυρίες, ακόμη και μια επέτειος αφιερωμένη στους νεκρούς, σε όσους έχασαν τη ζωή τους», καταλήγει.
Στην Βρετανία, ήδη πολλοί σκέφτονται την καθιέρωση μιας τέτοιας ημέρας. Ημέρας μνήμης στους νεκρούς, στις απώλειες, στις αλλαγές, σε όλα όσα μας κοστίζει η Covid-19. Μια τέτοια επέτειος μπορεί να μην είναι αρκετή, αλλά είναι εύκολο να συμφωνήσει κανείς πως όλο αυτό που περνάμε είναι σημαντικό να κρατηθεί στη δημόσια συζήτηση, αλλά και να παραμείνει ζωντανό ως συλλογική εμπειρία, όχι με την αίσθηση του εκφοβισμού, αλλά με αυτή της υπενθύμισης, της αναγνώρισης του ίδιου του συλλογικού τραύματος. Ωστόσο, όλες οι πανδημίες τελειώνουν και το γεγονός ότι τις ξεχνάμε μπορεί να είναι ενδεικτικό της φύσης τους. Τελειώνουν και αυτές.
Έτσι, κάποια στιγμή, όλα αυτά θα είναι παρελθόν, αλλά ας μην ξεχάσουμε όσα σημαντικά διδαχτήκαμε, τις φορές που μείναμε μόνοι, τις φορές που δεν μπορούσαμε να δούμε τους αγαπημένους μας… Ας αναλογιστούμε τον συλλογικό πόνο, τη σημασία της αλληλεγγύης, της σύμπνοιας, της συνεργασίας. Ας θυμηθούμε τη χαρά των απλών στιγμών ουσιαστικής συνύπαρξης. Ας ποντάρουμε στη σπουδαιότητα του «μαζί», της φροντίδας, και ας αναλογιστούμε πως απέναντι στον ιό είμαστε όλοι ίσοι και γι’ αυτό επιβάλλεται απέναντί του να είμαστε μαζί. Πλάι ο ένας στον άλλο. Δυνατοί ταυτόχρονα. Ας είναι αυτό το δικό μας «εμβόλιο» εναντίον του.