Νομίζαμε ότι τα ξέραμε όλα. Ότι μπορούσαμε να τα αντιμετωπίσουμε, να τα προβλέψουμε και να τα ελέγξουμε. Και ξαφνικά, στην αρχή της άνοιξης, ήρθε η ζωή να μας δείξει ότι πολλά από αυτά δεν μπορούμε. Αρχικά κληθήκαμε να πάρουμε στα σοβαρά έναν ιό που φάνταζε μακρινός και μετά έπρεπε να διαχειριστούμε το σοκ της σοβαρότητάς του, αλλά και όλα αυτά που θα μας κόστιζε. Έπειτα έπρεπε να δράσουμε και να τον πολεμήσουμε, θυσιάζοντας ελευθερίες που δεν είχαμε στερηθεί ποτέ και αναλαμβάνοντας ένα σωρό ευθύνες. Ατομικές, οικογενειακές, συλλογικές, κοινωνικές. Βρεθήκαμε να είμαστε αυτοί που κινδυνεύουν, αλλά και αυτοί που θα μπορούσαν να βάλουν σε κίνδυνο τους άλλους. Και μετά ήρθαν και άλλα. Μείναμε σπίτι. Σταματήσαμε να αναπνέουμε δίπλα σε ανθρώπους που μας προσπερνούσαν στον δρόμο. Διαλογιστήκαμε με την έννοια της απόστασης, σταματήσαμε να φιλιόμαστε και να αγκαλιαζόμαστε. Δεν αγγίζαμε ο ένας τον άλλο. Δεν πηγαίναμε τις Κυριακές στα σπίτια για να φάμε όλοι μαζί. Ξεχάσαμε πώς μύριζαν οι λαιμοί των ανθρώπων και παντού κυριαρχούσε το άρωμα του αντισηπτικού. Για να προστατεύσουμε τους γονείς μας, δεν τους βλέπαμε. Κρεμόμασταν από τα μπαλκόνια για να χαιρετίσουμε τους παππούδες μας ή κάναμε καντάδες στους φίλους μας. Σκεφτόμασταν με τύψεις, κάποιες φορές, ότι τελικά δεν είναι τόσο άσχημο να κάθεσαι σπίτι. Βάλαμε σε pause mode σχεδόν τα πάντα.
Άνοιξη στα χρόνια του κορονοϊού
Κάπως έτσι κύλησε η άνοιξη. Με ενοχές, φόβους, ευθύνες, αβεβαιότητα και ανάμεικτα συναισθήματα. Μια άνοιξη βουβή, η οποία ήρθε στη φύση, αλλά εμείς μείναμε αμήχανοι και ασυγχρόνιστοι μαζί της. Μια άνοιξη που δεν ξέραμε σε ποια άνθιση να ελπίσουμε. Σε αυτή της ψυχολογίας μας, της οικονομίας, της επιστήμης, της κοινωνικής πρόνοιας; Ελπίσαμε και ελπίζουμε για όλες.
Η ψυχοθεραπεύτρια Μαρόνη Γεωργοπούλου αναφέρει: «Έπειτα από αυτό που συνέβη αναγκαστήκαμε να βάλουμε τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις και αυτό μόνο καλό μπορεί να μας κάνει». Η ψυχίατρος και ψυχοθεραπεύτρια Αλεξία Κλεισούρα σημειώνει: «Οι άνθρωποι πάντα ονειρευόμαστε. Εξάλλου η ορμή προς τα εμπρός και η συνέχεια αποτελούν γνώρισμα της ζωής. Η ζωή έχει αυτή τη δύναμη να προχωρά, κάτι που η ανθρωπότητα μέσα στην ιστορία της διαρκώς το επιβεβαιώνει. Ίσως, όμως, αυτό που οι γονείς πασχίζουν να μας μάθουν από μικρά -να χαιρόμαστε γι’ αυτά που έχουμε και να μη στεκόμαστε στη λύπη μας γι’ αυτά που δεν έχουμε- να έχει σήμερα ακόμη μεγαλύτερη αξία».
Κάπως έτσι πρέπει να σκεφτούμε για να συνεχίσουμε τη ζωή μας. O Γιώργος, ιδιοκτήτης ενός café στο κέντρο της Αθήνας, πιστεύει ότι πρέπει να τα αναθεωρήσουμε όλα: «Να επαναπροσδιορίσουμε. Να αναρωτηθούμε τι έχει αυτή τη στιγμή ανάγκη ο καθένας μας», λέει. Το πρόσωπο της Δήμητρας, animation video creator, σκοτεινιάζει όταν σκέφτεται ότι δεν θα πάει σε όλες αυτές τις συναυλίες για τις οποίες είχε ήδη αγοράσει εισιτήρια. «Μπορεί να σας φαίνεται υπερβολικό, αλλά από τα πρώτα πράγματα που μου στοίχισαν είναι που δεν θα δω από την Πλατεία Νερού τα φώτα της Αθήνας και της Καστέλας να ανάβουν, όντας μέρος του κοινού στο Release ή το Ejekt Festival». Η Μυρσίνη, ιδιωτική υπάλληλος, αναγκάστηκε να δουλεύει κάποιες μέρες εκ περιτροπής: «Κανείς δεν ήξερε να μου πει πόσο θα χρειαστεί να το κάνω αυτό και πώς θα τα καταφέρω», λέει. Ωστόσο, υπάρχουν και οι ευχάριστες και ρομαντικές ιστορίες. Η Στέλλα μετακόμισε στο σπίτι του αγοριού της τις ημέρες της καραντίνας. Τι κατάλαβε; «Όσα κακά και να έχει η συγκατοίκηση, όλα εξαφανίζονται όταν ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί και αντικρίζεις έναν χαμογελαστό άνθρωπο να κοιμάται δίπλα σου. Όταν σου φέρνει κάποιος λίγο καφέ, χωρίς να τον έχεις ζητήσει. Όταν αντιλαμβάνεσαι πως μια δυάδα μπορεί να είναι γραμμικά ανεξάρτητη. Δεμένη, αλλά ασύζευκτη», λέει.
Η αγκαλιά της απόστασης
Ο καθένας μας μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση είχε τις δικές του ανησυχίες και μπροστά στο πρωτόγνωρο κανείς δεν μπορούσε να του δώσει διαβεβαιώσεις. Αλλά η Βρετανίδα συγγραφέας Tessa Hadley σε συνέντευξή της στο περιοδικό New Yorker το διατυπώνει ξεκάθαρα: «Δύο ερωτήσεις είναι οι πιο σημαντικές. Ξέρω ότι είναι μπανάλ και φαίνονται απλές αλλά πρέπει να διερωτηθούμε σοβαρά τι έγινε και τι θα γίνει στο μέλλον». Για το μέλλον, όμως, όλοι μιλούν για απόσταση και στο άκουσμα αυτής της λέξης οι άνθρωποι φοβούνται. Αλλά δεν χρειάζεται να τη φοβόμαστε. Η απόσταση είναι εκείνη η νοητή -ή και όχι- γραμμή που είτε συνδέει δύο σημεία ή τα κόβει σαν μαχαίρι. Μπορεί να είναι μακρινή και κοντινή ή μπορεί και τίποτα από τα δυο. Η απόσταση δεν προϋποθέτει την επαφή ούτε την αντικαθιστά. Είναι μια παράξενη μεταβλητή την οποία δεν μπορείς να μετρήσεις. Με άλλα λόγια, η απόσταση δεν σημαίνει απαραίτητα απομάκρυνση. Ο Χρήστος Παπαϊωάννου, ψυχολόγος στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, αναφέρει: «Η απόσταση που πρέπει να διατηρήσουμε από εδώ και πέρα και η “ησυχία” στους δρόμους και τους δημόσιους χώρους δεν πρέπει να μας τρομάζουν. Χρειάζεται να τις βλέπουμε σαν μια τεράστια συλλογική πράξη αγάπης – προς τους εαυτούς μας, τα αγαπημένα μας πρόσωπα, αλλά και όλους γύρω μας».
Ο εμφύλιος της ευθύνης
Ένας άλλος κίνδυνος που μπορεί να υπάρξει είναι ο διαχωρισμός των ανθρώπων ανάλογα με τη συμπεριφορά τους. Φανταστείτε να χωριστούμε σε αυτούς που συνεχίζουμε να αγκαλιαζόμαστε και σε αυτούς που δεν. Θα είμαστε οι αυστηροί και οι λιγότερο αυστηροί. Θα χωριστούμε σε στρατόπεδα ευθύνης και θα μαλώνουμε για το ποιος έχει περισσότερη. Ίσως χρειαστεί να αποκτήσουμε νέες συνήθειες, να φτιάξουμε ακόμη και νέες πόλεις. Σε αυτό βασίστηκε και ένα από τα τελευταία εξώφυλλα του New Yorker, το οποίο υπέγραψε ο καλλιτέχνης Pascal Campion, και αναπαριστά μια σκοτεινή, άδεια πόλη. «Ένιωσα απαισιοδοξία και φόβο, αλλά παρ’ όλα αυτά φαντάστηκα μια καινούρια πόλη», δήλωσε. Πώς θα μπορούσε να είναι αυτή; Ο καθένας μπορεί να φανταστεί τη δική του. Εκείνη που θα τον κάνει να νιώσει ασφαλής. Μια πόλη όπου η αγάπη και το νοιάξιμο μπορεί να εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους από αυτούς που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Ίσως χρειαστεί να φτιάξουμε μια νέα αισιοδοξία. Η Αλεξία Κλεισούρα, ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια, υποστηρίζει: «Η λύπη γι’ αυτά που στερούμαστε και δεν έχουμε, προς το παρόν πρέπει να γίνει η πρώτη ύλη για τα όνειρά μας. Δεν ωφελεί στο άμεσο μέλλον μας, π.χ., να πενθούμε για το ταξίδι που είχαμε προ ιού σχεδιάσει. Τα όνειρά μας χρειάζονται επαναδιατύπωση και επαναπροσδιορισμό, γιατί τώρα τα έχουμε ακόμη περισσότερο ανάγκη. Για φέτος, και μόνο η ελπίδα ότι θα ανταμώσουμε με αγαπημένους ανθρώπους που στερηθήκαμε λόγω καραντίνας, μας φτάνει».
Θα τα ομορφύνουμε όλα ξανά
Όσο δύσκολη όμως και να ήταν αυτή η άνοιξη, ο χρόνος δεν θα σταματήσει. Νομοτελειακά μας έφερε στο καλοκαίρι που και αυτό θα είναι διαφορετικό. Δεν ξέρουμε πότε θα ξαναμπούμε σε αεροπλάνο, πώς θα πάμε διακοπές, πώς θα κυλήσουν οι επόμενοι μήνες. Δεν γνωρίζουμε τίποτα από όλα αυτά. Αλλά, πλέον, ξέρουμε άλλα. Μάθαμε ότι απόσταση δεν σημαίνει απομόνωση. Γνωρίζουμε καλύτερα τι σημαίνει σπίτι και ασφαλές μέρος. Καταλάβαμε ποιος μας έλειψε περισσότερο. Μάθαμε πόσο πολύτιμη είναι η δημόσια υγεία και τα κοινωνικά αγαθά. Διαπιστώσαμε πόσο σημαντική είναι η αφή, τα χέρια, οι μυρωδιές των ανθρώπων, οι αγκαλιές, η ανεμπόδιστη δημόσια στοργή στους δρόμους. Είδαμε πόσο σημαντικοί είναι στην αλυσίδα της ύπαρξης όλων μας κάποιοι επαγγελματίες που συνηθίζουμε να τους αποκαλούμε “αφανείς”. Συνειδητοποιήσαμε πόσο σημαντικά είναι τα χαμόγελα των φίλων μας χωρίς τα pixel των smart phones. Και κάπως έτσι θα υποδεχτούμε το καλοκαίρι.
Η Μαρία, υπεύθυνη ασφαλείας σε μεγάλο σούπερ μάρκετ, με αφορμή τις μίνι συνεντεύξεις που πάρθηκαν γι’ αυτό το άρθρο του ELLE, έγραψε ένα ποίημα για το πώς φαντάζεται αυτό το καλοκαίρι:
«Και θα αγκαλιαζόμαστε με τα χέρια και τα πόδια
τα πιο πολύπλοκα σωθικά μας θα ξετεντωθούν για να αγκαλιάσουν τα ακούρευτα μαλλιά των άλλων
θα εφεύρουμε ένα σωρό αγκαλιές και γέφυρες και τρόπους
θα σιδερώνουμε ο ένας τον άλλο με αγκαλιές
ακόμη και η ίδια η λέξη αγκαλιά θα αγκαλιάζει κι αυτή
δεν θα λέγεται, δεν θα γράφεται, θα αγκαλιάζει».
Με άλλα λόγια, θα τα καταφέρουμε.