Η γενιά «θα-πήγαινα-με-τον-Κασιδιάρη»

Xρησιμοποιώ πολύ συχνά ταξί. Μου έχει γίνει ρουτίνα να κάνω την ίδια μαζοχιστική κουβέντα με τους οδηγούς για το τι θα ψηφίσουν και σχεδόν πάντα να παίρνω την ίδια πληρωμένη απάντηση: «Μωρέ, Χρυσή Αυγή, για να τους στείλω αδιάβαστους». Τα ίδια ακούω παντού. Κάποιοι επιμένουν να τους στηρίζουν ακόμα και τώρα που οι μισοί νεοναζί […]

Elle 24 Ιαν. 14
Η γενιά «θα-πήγαινα-με-τον-Κασιδιάρη»
Xρησιμοποιώ πολύ συχνά ταξί. Μου έχει γίνει ρουτίνα να κάνω την ίδια μαζοχιστική κουβέντα με τους οδηγούς για το τι θα ψηφίσουν και σχεδόν πάντα να παίρνω την ίδια πληρωμένη απάντηση: «Μωρέ, Χρυσή Αυγή, για να τους στείλω αδιάβαστους». Τα ίδια ακούω παντού. Κάποιοι επιμένουν να τους στηρίζουν ακόμα και τώρα που οι μισοί νεοναζί βουλευτές είναι στη φυλακή. Παρόλο που φαίνεται ότι πρόκειται για μια κανονική εγκληματική οργάνωση, η οποία επανδρώνεται με μαχαιροβγάλτες που μασάνε αυτιά, παίζουν μπάλα με τα κεφάλια μεταναστών και σφάζουν. Σφάζουν!
          Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που τους επιλέγουν ή σκοπεύουν να το κάνουν; Είναι φασίστες κι εκείνοι; Κινούνται στον υπόκοσμο; Αν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στην ακτινογραφία της ψήφου που αφορά τη Χρυσή Αυγή, στις εκλογές του 2012 (πηγή: Public Issue), θα δούμε το αληθινό προφίλ των ψηφοφόρων της. Η πλειοψηφία των υποστηρικτών της ακροδεξιάς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, είναι άντρες, μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης, από 18 έως 54 ετών. Άνθρωποι που έχουν τελειώσει τουλάχιστον το λύκειο, μιλούν μια ξένη γλώσσα ή έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους σε κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα της χώρας ή του εξωτερικού. Άρα λογικά έχουν διδαχτεί Ιστορία, γνωρίζουν τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει οι ναζί κατά των παππούδων τους. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ηλικίας 18 έως 34 ετών. Τα παιδιά δηλαδή που μεγάλωσαν στα σχολεία του μονοτονικού συστήματος, μέσα στη σύγχυση της σαρωτικής απλοποίησης της γλώσσας, στα χρόνια της πλαστής ευημερίας με δανεικά, σε μια εποχή κατά την οποία η ελαφρότητα της ιδιωτικής τηλεόρασης και η αισθητική της μπουζουκοπόπ δεν ήταν απλώς κυρίαρχες, αλλά καθοριστικές. Εκείνα τα χρόνια ήταν ανιαρός όποιος μιλούσε για πολιτική. Όπως έγραψε ο μπλόγκερ Πιτσιρίκος σε μια ανάρτησή του με τίτλο Πώς Στρώθηκε ο Δρόμος για το Φασισμό, «αν μου ζητούσαν να επιλέξω μια φράση-κλειδί που ακουγόταν πολύ στην Ελλάδα τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, δεν θα είχα κανέναν ενδοιασμό: “Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική”». Ενδιέφερε μόνο η τηλεόραση. Και συνεχίζει ο Πιτσιρίκος: «Η τηλεόραση δεν έχει καμία σχέση με την παιδεία, τη γνώση και το πνεύμα. Είναι ένα μέσο που μπορεί κάποιες φορές -και υπό προϋποθέσεις- να είναι ενδιαφέρον και ψυχαγωγικό, αλλά στην Ελλάδα δεν συνέβη ούτε αυτό. Η ελληνική τηλεόραση απευθύνεται στα χαμηλά ένστικτα και -με ελάχιστες εξαιρέσεις- είναι ένας σκουπιδοτενεκές, με ξεπουλημένα λαμόγια, χαζογκόμενες, βιζιτούδες και διάφορους άλλους φελλούς».
          Σ’ αυτό το περιβάλλον, μέσα από τους ατμούς που έβγαιναν από τις κατσαρόλες των πρωινάδικων, τα κουτσομπολιά και το show off των αγράμματων celebrities, άρχισε σιγά σιγά να αναδύεται η νέα εθνικοφροσύνη. Τα λέει πολύ ωραία η Άννα Φραγκουδάκη, κοινωνιολόγος της εκπαίδευσης, ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο καινούριο της βιβλίο Ο Εθνικισμός και η Άνοδος της Ακροδεξιάς (εκδ. Αλεξάνδρεια): «H ελληνική ακροδεξιά βρήκε ανοιχτό το δρόμο προβολής των εκπροσώπων της από τα ΜΜΕ, δεν αντιμετώπισε ιδεολογική κριτική από τους πολιτικούς, δεν συνάντησε αντίθεση από τους θεσμούς, τέλος δεν εμποδίστηκε η καλλιέργεια ανοχής στη βία που προέβαλλε με το λόγο αλλά και εφάρμοζε στην πράξη. Έτσι, η ασήμαντη σε ποσοστά ακροδεξιά και οι με περιθωριακή πολιτική παρουσία εκπρόσωποί της θα έχουν επί χρόνια τη δυνατότητα να προβάλλουν ευρύτερα τις ακραίες θέσεις τους». Στη δεκαετία του ‘90 οι εκπρόσωποι της ακροδεξιάς έγιναν, κατά τη Φραγκουδάκη, «περιζήτητες τηλεπερσόνες». Ο Βορίδης, ο Πλεύρης, ο Μιχαλολιάκος «και τα άλλα παιδιά» καλούνταν ανελλιπώς από τα μεγάλα κανάλια για να αναλύσουν τα εθνικά θέματα. Όλοι αυτοί ήταν εμπορικοί με το λαϊκίστικο λόγο τους, την επιθετικότητα στις δημόσιες εμφανίσεις τους, που έφερναν την πολυπόθητη τηλεθέαση. Έτσι συντελέστηκε το «έγκλημα» και ο κόσμος σιγά σιγά εξοικειώθηκε με το φασισμό. Συμφωνεί σ’ αυτό και η αγγλική εφημερίδα Guardian σε άρθρο της, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την απήχηση της ακροδεξιάς: «Οι φασίστες δεν πολλαπλασιάζονται ξαφνικά στην Ελλάδα. Αντίθετα, οι ακροδεξιές ιδέες διείσδυσαν σταδιακά στη συνείδηση του κοινού και έγιναν mainstream τα τελευταία 20 χρόνια».  
          Κι έπειτα ήρθε η κρίση. Και ο καθένας μας έπρεπε να την αντιμετωπίσει με τα όπλα που διέθετε. Καθώς ο πολίτης-τηλεθεατής βρέθηκε ξυπόλυτος στ’ αγκάθια, απόλυτα αποπροσανατολισμένος, γιατί δεν είχε άλλα εφόδια πέρα από όσα αντλούσε από τη ρηχή τηλεοπτική κουλτούρα, αλώθηκε πανεύκολα από το «μεγαλείο» της Χρυσής Αυγής. Και ακόμα χειρότερα βρήκε τον ήρωά του στο πρόσωπο του Κασιδιάρη. Ενός τύπου που δέρνει γυναίκες, εκτοξεύει απειλές και ύβρεις από το βήμα της Βουλής λες και βρίσκεται στο πεζοδρόμιο και προπηλακίζει ρεπόρτερ και εικονολήπτες που τον ακολουθούν για μια δήλωση. Το στυλάκι του Κασιδιάρη πουλάει. Κάποιοι βλέπουν σ΄ εκείνον τον ξάδερφο-προστάτη που θα καθαρίσει γι΄ αυτούς, θα μπουκάρει στη Βουλή και θα μοιράσει χαστούκια στους πολιτικούς που τους έφεραν στο ναδίρ. Για να μη μιλήσω για κάτι ανεκδιήγητα κοριτσάκια που θεωρούν τον Κασιδιάρη πρότυπο αρσενικού: Μαγκιά-tattoo-σφαλιάρα. «Θα πήγαινα μαζί του» ακούς να λένε. Έλεος!
          Κακά τα ψέματα, για να διαχειριστείς λογικά την οργή σου και τη δίκαιη αγανάκτησή σου, χρειάζεται να έχεις παιδεία. Κι όταν μιλάμε για παιδεία, δεν εννοούμε εκπαίδευση, γιατί και οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής, όπως φάνηκε από την ακτινογραφία ψήφου της Public Issue, είναι απόφοιτοι μέσης ή ανώτερης. Ωστόσο αυτό δεν τους εμποδίζει να στηρίζουν μια εγκληματική οργάνωση, να συνωμοσιολογούν, να συμμαχούν με το χειρότερο χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες. Ακόμα κι αυτό δείχνει την ουσιαστική αδιαφορία τους για τα κοινά: χρησιμοποιούν το εκλογικό τους δικαίωμα σαν τιμωρία και όχι για να αλλάξουν κάτι. Εκδικούνται ψηφίζοντας, όπως κάποτε έκαναν ζάπινγκ έξαλλοι όταν αυτό που έβλεπαν στην τηλεόραση τους έβγαζε από τα ρούχα τους. Το έχει πει ο Μπρεχτ: «Ο χειρότερος αγράμματος είναι ο πολιτικά αγράμματος. Δεν ακούει τίποτα, δεν βλέπει τίποτα, δεν μετέχει στην πολιτική ζωή. Νιώθει ακόμα και περήφανος για την πολιτική του αμορφωσιά, φουσκώνει το στήθος και λέει πως μισεί την πολιτική. Δεν γνωρίζει, ο ηλίθιος, πως απ’ την έλλειψη συμμετοχής του στα κοινά προέρχεται η ύπαρξη της πόρνης, το παρατημένο παιδί, ο κλέφτης και χειρότερα οι διεφθαρμένοι αξιωματούχοι…». Αυτοί δηλαδή που του έκλεψαν τα λεφτά και υποβάθμισαν τη ζωή του. Κλείνοντας θα κρατήσω μια φράση από το άρθρο του Πιτσιρίκου που προανέφερα: «Οι πολίτες έχουν χρέος να φροντίζουν την ψυχή τους και το μυαλό τους, να επιζητούν τη γνώση και να αποφεύγουν τα σκουπίδια. “Μας πρόδωσαν οι πολιτικοί” λένε οι πολίτες. Ναι, αλλά πολύ πριν οι πολίτες είχαν προδώσει τους εαυτούς τους. Το πρώτο δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε συμβεί το δεύτερο». Αν κάτι δείχνει το προφίλ του ψηφοφόρου της Χρυσής Αυγής, αυτό είναι το πόσο προβληματικό, βαθιά ανεπαρκές και -όπως αποδείχτηκε- επικίνδυνο είναι το εκπαιδευτικό σύστημα. Αντί να δημιουργεί σκεπτόμενους πολίτες, δημιουργεί πρόθυμα θύματα, στην πλάτη των οποίων στήνει ο καθένας το μικρομάγαζό του: είτε μιλάμε για πάρτι διασπάθισης δημοσίου χρήματος, που έκαναν υπουργοί βασισμένοι στην απολιτική στάση τους όλα αυτά τα χρόνια, είτε για ένα εθνικιστικό κόμμα με μαφιόζικη δράση που τώρα στηρίζεται στην αγανάκτησή τους.

Φλώρα Τζημάκα
ftzimaka@pegasus.gr

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT