3 γυναίκες γράφουν στο ELLE για τη δύναμη του τέλους

Για να ξεκινήσει κάτι πρέπει να έχει τελειώσει. Τρεις γυναίκες που αγαπούν τα βιβλία γράφουν για το ELLE ιστορίες τέλους, προσκαλώντας τη νέα αρχή με μια σεμνή τελετή μικρών διηγημάτων.

Elle 15 Νοε. 20
3 γυναίκες γράφουν στο ELLE για τη δύναμη του τέλους
Φωτογράφιση: Scott Stevenson Hannah, Styling: Smith Sara

Διανύουµε το πιο παράξενο φθινόπωρο που έχουµε ζήσει ποτέ, το πιο αµήχανο. Συνήθως ήταν η εποχή που κάναµε σχέδια και όνειρα για µια νέα αρχή. Τίποτα από αυτά δεν µπορεί να συµβεί. Αυτό το νέο ξεκίνηµα σαν να µην µπορεί να πραγµατοποιηθεί. Πώς θα µπορούσε; Μια πανδηµία ταλανίζει ολόκληρο τον πλανήτη µολύνοντας κάθε σπιθαµή της ζωής µας. Δεν επιτίθεται µόνο στην υγεία µας και το υγειονοµικό µας σύστηµα, αλλά και σε ό,τι συνηθίζαµε να κάνουµε µέχρι σήµερα. Στον τρόπο που απολαµβάναµε τη ζωή, που διασκεδάζαµε, που τρώγαµε µε φίλους, που µετακινούµασταν στην πόλη, που κάναµε το καθετί. Άλλαξε ακόµη και τη συµπεριφορά µας από τη στιγµή που µπαίνουµε κάθε βράδυ µετά τη δουλειά στο σπίτι µας. Προσπαθώντας να καταλάβουµε τι είναι αυτό που πονάει περισσότερο από όλο αυτό που συµβαίνει, καταλήξαµε ότι είναι η δυσκολία να απαγκιστρωθούµε από την κανονικότητα που νοσταλγούµε, από τη δυστροπία µας να αλλάξουµε, ενώ όλα γύρω µας αλλάζουν δραµατικά. Αρνούµαστε να βάλουµε τέλος και να καταλάβουµε ότι βιώνουµε την απώλεια της γνώριµης καθηµερινότητάς µας. Ότι την έχουµε χάσει και πρέπει να πενθήσουµε γι’ αυτή, γιατί µόνο έτσι θα προχωρήσουµε και θα κοιτάξουµε πραγµατικά µπροστά. Αλλά για να το κάνουµε, θα πρέπει να αποδεχτούµε το τέλος που βιώνουµε. Να βάλουµε µια τελεία ή ένα κόµµα. Τέλος είναι και το κόµµα. Παύση και restart είναι κι αυτό. Δεν χρειάζεται να µας τροµάζει το τέλος. Σχεδόν πάντα το ακολουθεί µια αρχή. Άλλωστε ένα τέλος υπάρχει παντού. Είναι τα χωρίς. Τα δεν. Τα όχι. Είναι οι τελείες και τα κόµµατα. Οι άκρες και τα αδιέξοδα των δρόµων. Η στάθµη της θάλασσας. Η άκρη του ουρανού. Ο βυθός. Η κορυφή ενός βουνού. Η αρχή ενός λόφου. Οι ακτές. Οι άκρες των βράχων. Κάθε τελευταίο σκαλί. Ένα σφύριγµα µετά από έναν αγώνα δρόµου. Ένα ξυράφι. Ένα κλικ. Μια ηλιαχτίδα στις 7 παρά κάθε πρωί. Μια ηλιαχτίδα στις 7 και κάτι το απόγευµα. Ο Αύγουστος. Ο Δεκέµβριος. Είναι κάθε 30 ή 31 του µήνα. Μια κλειστή πόρτα. Ένα φερµουάρ. Ένα αµπαρωµένο παράθυρο. Ένας γκρεµός. Ένα ώριµο φρούτο που πέφτει στη γη και ανοίγει πηχτό για να γίνει λάσπη καθώς θα ενώνεται µε το νοτισµένο χώµα. Ένα µαύρο δάσος. Ένα αµπέλι τον Οκτώβριο. Είναι το µαύρο, αλλά ταυτόχρονα και το απόλυτο άσπρο. Για να προχωρήσουµε, λοιπόν, για να αλλάξουµε πραγµατικά εποχή, για να αφήσουµε χώρο στο καινούριο να γεννηθεί, για να δούµε τη νέα αρχή να ανατέλλει, αποφασίσαµε να χορέψουµε έναν τιµητικό, εξαγνιστικό, θεραπευτικό, παρηγορητικό χορό γύρω από το ίδιο το τέλος ως έννοια, ως ιδέα, ως γεγονός. Έναν χορό από λέξεις και ιστορίες. Λέξεις και ιστορίες που έγραψαν για εµάς τρεις γυναίκες που αγαπούν τα βιβλία, είτε επειδή τα γράφουν είτε επειδή τα διαβάζουν µανιωδώς.

«Γνωρίζω το σώµα µου καλά. Γνωρίζω το σώµα του καλά. Φτιάξαµε µαζί ένα νέο σώµα. Το γνωρίζουµε καλά. Δεν γνωρίζαµε τι συµβαίνει εντός του.

Ο χρόνος που κυλά πριν από µια κρίσιµη απάντηση, σε ερώτηση που διατυπώθηκε µε όρους ιατρικούς, είναι µια άλλη διάσταση που δεν έχει µελετηθεί. Σε αυτή τη διάσταση, λοιπόν, τα αντικείµενα του σπιτιού, τα ίδια αντικείµενα που ήταν µάρτυρες της έως τότε πραγµατικότητας, αποκτούν µεγαλύτερη βαρύτητα, το σκηνικό της ζωής σου ζωντανεύει, σε παρακολουθεί. Κι εσύ νιώθεις µια κάποια ευθύνη απέναντί τους, να τα ενηµερώσεις, περιµένουν µαζί σας την κρίσιµη απάντηση.

Το πρόσωπο του άλλου, που νόµιζες ότι γνωρίζεις πολύ καλά, παίρνει εκφράσεις που δεν είχες ξαναδεί, τις αισθάνεσαι όµως καθρέφτη σου, ουρλιάζεις µε τη µατιά σου τι; τι;, για να σταµατήσουν, να έρθουν οι γνώριµες, οι ζεστές, οι ασφαλείς. Εκείνος δεν µπορεί. Δεν µπορώ, σου λέει. Δεν µπορεί.

Τις νύχτες, το µυαλό µπαίνει σε νάιτ µόουντ, µια κατάσταση εξαιρετικά ύπουλη που σπαταλά περισσότερη ψυχική µπαταρία. Κάθε πρωινό, η καινούρια µέρα ξυπνά πιο φωτεινές λειτουργίες. Σταδιακά χάνουν τη φωτεινότητά τους. Η χηµεία µπορεί να σε φορτίσει. Για λίγο.

Γύρω παντού, η ζωή συνεχίζεται και αυτό είναι ό,τι πιο παράλογο, ο χρόνος θα έπρεπε να σταµατήσει, τι µ******ς είναι αυτές, πώς γίνεται όλοι να κινούνται σαν να µη συµβαίνει τίποτα, τα αυτοκίνητα θα έπρεπε να µείνουν ακίνητα µε τα κλειδιά στη µίζα, τα γ******α πουλιά να πάψουν το τραγούδι, οι ήχοι να ντραπούν και να σιωπήσουν, τι σόι κόσµος είναι αυτός, περιµένουµε την κρίσιµη απάντηση, θέλουµε να δούµε αν υπάρχει κάτι που δεν θα έπρεπε στο κεφάλι του µικρού, βγάλτε όλοι το σκασµό γ**ώ την π*****α µου, γ**ώ το κέρατό µου, γ**ώ τη ζωή µου, γ**ώ την τύχη µου, γιατί σε εµάς αυτή η µαλακία;

Σιωπή.

Ησυχία.

Το σώµα σου είναι ζεστό, το εσωτερικό των µατιών σου κόκκινο, οι ήχοι έρχονται από µακριά και σταδιακά περνάνε στο µυαλό, διακριτικός εραστής της µιας βραδιάς ο ύπνος, ήρθε αβίαστα και µε την ίδια ευκολία σε άφησε. Ανοίγεις τα µάτια, στέκεσαι στους αγκώνες, τους βλέπεις µέσα στη θάλασσα αγκαλιασµένους να γελάνε, δύο σώµατα τόσο οικεία όσο το δικό σου.

Έχει τύχει ποτέ να σου χαριστεί ένα ριστάρτ;»

 

*H Intellectual Thighs είναι το κορίτσι πίσω από το book Instagram account @IntellectualThighs µε µότο «µπούτια και διανόηση». Διαβάζει άπειρα βιβλία, γράφει φανταστικές κουλ κριτικές-αποστάγµατα και σετάρει τα εξώφυλλά τους µε φούστες και φορέµατα.

«Τώρα κάθοµαι κάτω από το παλιό µας διαµέρισµα και κοιτάζω µε διεστραµµένη έξαψη τις καινούριες σκιές που πηγαινoέρχονται πίσω από τις λευκές κουρτίνες µας. Θέατρο σκιών, βωβός κινηµατογράφος, εραστές, σκύλοι, άγνωστοι φίλοι, παιδιά, σακούλες σούπερ µάρκετ, συγγενείς που µπαινοβγαίνουν, φώτα και φωνές. Μπορεί αυτοί που µένουν τώρα στο διαµέρισµα να κάνουν έρωτα καλύτερα από εµάς, µπορεί να τρώνε ασταµάτητα, να γελάνε και να κλαίνε πιο δυνατά από εµάς. Μπορεί να έχουν τα δικά τους ζόρια. Ποιος ξέρει; Κάθε απόγευµα περπατάω πάνω κάτω στο πεζοδρόµιο σαν να κλοτσάω τα χρόνια που πέρασαν. Μια τανάλια σφίγγει το στοµάχι µου και ο χρόνος τσαλακώνεται, χαρτί προς τα πίσω.

Τι δουλειά έχω εδώ δεκαπέντε χρόνια µετά, πέρα από την επιδίωξη αυτής της διεστραµµένης αναστάτωσης; Η θέα αυτού που κάποτε πίστεψα ότι ήταν το πρώτο σκαλί στη µεγάλη κλί-µακα της ευτυχίας που µας περίµενε, το πρώτο κοινό µας σπίτι, µε αναστατώνει κάθε φορά που το πλησιάζω. Την υπόλοιπη µέρα στο καινούριο µου σπίτι, στο γραφείο, όταν ψωνίζω, την ώρα που µαγειρεύω, όταν διαβάζω, όταν χαζεύω στην τηλεόραση, δεν νιώθω τίποτα, αλλά µόλις στρίψω στο στενό πεζοδρόµιο, δέκα µέτρα από την είσοδο της παλιάς µας πολυκατοικίας, αρχίζει το γνωστό σφίξιµο και το τσαλάκωµα.

Έχω καταλήξει ότι το στοµάχι είναι µια δεύτερη καρδιά που χτυπάει όταν ατονεί η κανονική καρδιά. Το σώµα, όπως και τα σπίτια, έχει πολλά δωµάτια. Όταν το ένα δωµάτιο δεν κάνει τη δουλειά, αναλαµβάνει το άλλο. Συγκοινωνούντα δοχεία. Όταν η κρεβατοκάµαρα δεν µπορεί να φιλοξενήσει και τους δύο, αναλαµβάνει το σαλόνι και ούτω καθεξής. Ο ωραίος µηχανισµός της επιβίωσης. Θυµάσαι ότι τους τελευταίους µήνες κοιµόσουν στο σαλόνι;

Τώρα στο σαλόνι πηγαινοέρχεται ένα άλλο ζευγάρι. Περίπου στην ηλικία που είχαµε εµείς τότε. Με διαφορετικά σχέδια, σίγουρα, µε διαφορετικές επιδιώξεις. Με άλλα γούστα, άλλους φίλους. Άλλο τελείως πράγµα, ίσως και όχι τελείως άλλο. Ίσως να δουλεύουν περισσότερο από εµάς ή µπορεί να λιώνουν στις σειρές τα βράδια. Μόνο τις σκιές τους διακρίνω, τίποτα περισσότερο. Θέατρο σκιών και βωβός κινηµατογράφος. Δεν µπορώ να υπολογίσω αν τρώνε µαζί. Δεν ξέρω πώς τα πάνε µε τις καρδιές και τα στοµάχια τους, την κρεβατοκάµαρα και το σαλόνι τους.

Το απόγευµα συνεχίζεται.

Στρίβω από το στενό και πάω για τρέξιµο στον λόφο. Το στοµάχι µου παύει να χτυπάει.

Ο ωραίος µηχανισµός της επιβίωσης.

Ξέρεις όµως κάτι;

Σήµερα το βράδυ θα επιστρέψω, θα χρησιµοποιήσω το παλιό κλειδί της εξώπορτας, θα πάρω το ασανσέρ και θα ανέβω. Θα χτυπήσω το κουδούνι µας και θα τρυπώσω στο διαµέρισµά µας. Θα καθίσω για φαγητό µε αυτό το νέο ζευγάρι και, παρ’ όλο που γνωρίζω πως κάθε λέξη που θα λέω, αντί να τους φέρει πιο κοντά θα τους αποµακρύνει, θα τους πω όλα όσα προηγήθηκαν, όλα όσα συνέβησαν σε αυτό το διαµέρισµα που το αγοράσαµε καινούριο, που το στολίσαµε σύµφωνα µε το γούστο µας, που το φέραµε στα δικά µας µέτρα. Θα τους πω τα πάντα. Για τότε που έχασες τον έλεγχο και άρχισες να µε χτυπάς και αντί µετά να ζητήσεις συγγνώµη, το έκανες γαργάρα και πήγες και ξάπλωσες στο σαλόνι. Θα τους πω ότι µε έκανες τόπι στο ξύλο και ότι µάζεψα τα πράγµατά µου κι έφυγα και µετά ξαναγύρισα. Θα τους πω γιατί έφυγα, θα τους πω και γιατί εξακολουθώ να γυρίζω, για την ιστορία µε την καρδιά και το στοµάχι µου και θα δω τι θα µου πουν κι αυτοί.

Θα δω τι στοµάχια έχουν αυτοί που αντέχουν να ζουν ακόµη στο διαµέρισµα που φτιάξαµε στα δικά µας µέτρα, γιατί τελευταία πιστεύω πως αυτοί, ναι, αυτοί, οι σκιές πίσω από τις λευκές κουρτίνες είµαστε εµείς. Θέατρο σκιών και βωβός κινηµατογράφος µαζί, για να µας κοιτάζει κάθε απόγευµα αυτή που στέκεται στο πεζοδρόµιο».

 

*Η Ευτυχία Γιαννάκη είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο της Η Νόσος του Μικρού Θεού.

Μισώ τον Αύγουστο. Όλα γίνονται ένας χυλός από κουραστικά µεγάλες µέρες και υπερβολική ζέστη, εσωστρεφή, κλειστά παράθυρα και κατσαρίδες στο κέντρο της πόλης, που µε κάνουν να νιώθω ακριβώς τόσο ευάλωτη όσο είµαι. Αλλά πιο πολύ µε πειράζει αυτή η καταπίεση της υποχρεωτικής ευτυχίας. Να πάω κάπου. Να κάνω κάτι. Να δείξω πόσο κουλ και εφευρετική µπορώ να γίνω στην αναζήτηση προορισµών. Να δω το νησί που θα επιλέξω σαν κάτι που λέει πράγµατα για το τι είδους άνθρωπος είµαι. Να πω αυτό το θριαµβευτικό «φεύγω» στα µούτρα κάποιου άλλου που πρέπει να κολλήσει στη δουλειά, µέχρι να βγάλει τους λογαριασµούς του, και να έχω µια ιστορία να διηγηθώ όταν γυρίσω.

Το καρπούζι συνοψίζει για µένα µε ακρίβεια το καλοκαίρι: κολλώδη ζουµιά στο πάτωµα και κουκούτσια στους νεροχύτες για λίγες δροσιστικές µπουκιές ζαχαρούχων ζουµιών. Κούραση.

Υπάρχουν βράδια του Αυγούστου που απλώς κάνω ένα κρύο ντους, ξαπλώνω κάτω απ’ το κλιµατιστικό και βλέπω ντοκιµαντέρ απ’ την Αλάσκα ή µια χαζή εκποµπή -λίγο ριάλιτι λίγο έρευνα- που έπαιζε η αµερικανική τηλεόραση πριν χρόνια για τη ζωή σε χαµηλές θερµοκρασίες. Μερικές φορές νιώθω πως άνετα θα έφτανα στη Φιλανδία ή στη Νορβηγία για να γλιτώσω απ’ τον ελληνικό Αύγουστο. Θα χουχούλιαζα πανευτυχής µ’ ένα φλιτζάνι τσάι ή κακάο σε κάποια καλύβα στα φιόρδ, διαβάζοντας ποιήµατα ή δοκίµια ή και τα δύο, φορώντας κάποιο κίτρινο πουλόβερ και τρίβοντας τα πατουσάκια µου στις κάλτσες τους, γλυκοκοιτάζοντας τη σόµπα ή κάποιο χίπστερ τζάκι που θα έµοιαζε µε την ψηστιέρα της γιαγιάς µου. Θα άκουγα τους ήχους της βροχής ή τον άνεµο να µουγκρίζει, θα είχα αυτές τις κουβέρτες που παίρνεις αγκαλιά για να διαβάσεις ή να δεις ταινία, τα τοπία γύρω µου θα ήταν οµιχλώδη και µια ρουφηξιά παγωµένου αέρα το πρωί θ’ αρκούσε για να µε πείσει ότι όλα ξεκινάνε διαρκώς. Θα άκουγα εκποµπές κλασικής µουσικής µε τίτλο Ανταρκτική ή Η Οµορφιά των Βουνών και θα είχα γλιτώσει από έναν Αύγουστο που θα µε ρώταγε διαρκώς αν περνάω επιτέλους τέλεια ή αν παραµένω ξινή κι αχάριστη, χυδαία αµέτοχη στο δώρο της ζωής.

Προτιµώ το φθινόπωρο. Ο Οκτώβρης λιώνει τον ψυχαναγκασµό των ανθρώπων να παραστήσουν τους πανευτυχείς, µονίµως «σε αρµονία µε τη φύση» απολαµβάνοντας ακόµα και το έγκαυµα απ’ τον ήλιο. Δεν ήµουν ποτέ οικολόγος ή ιδιαίτερα «πράσινη», αλλά τα καλοκαίρια γίνοµαι µέσα σ’ αυτή την πνιγηρή κόλαση από ζέστες. Η ιδέα ότι οι προηγούµενες γενιές κάνανε τη γη αποπνικτική µε πείθει πια. Φαντάζοµαι τον κόσµο σ’ έναν ατέλειωτο αυγουστιάτικο λήθαργο, να ψήνεται στο ανεξάντλητο φλογερό φως, τα ζώα να πεθαίνουν σκασµένα απ’ τον υπαίθριο φούρνο που θα τους έχουµε στήσει, τη χλόη να γίνεται ξέρα και όλα να είναι ένα ατέλειωτο, υποχρεωτικό καλοκαίρι, όπου θα παριστάνουµε τους ευτυχείς καταναλώνοντας ακόµα περισσότερους πόρους, µολύνοντας ακόµα πιο πολύ µε τα υποχρεωτικά κουλ ταξίδια µας και αφήνοντας παντού ακόµα περισσότερα σκουπίδια.

Το φθινόπωρο µου φαίνεται καθησυχαστικό. Με ηρεµεί ο ήχος που κάνουν τα ξερά κλαδιά όταν χτυπάνε ή αυτή η αίσθηση εξωπραγµατικής γαλήνης που έχεις όταν πεζοπορείς σε µουσκεµένα δάση ή πάρκα και τα λιωµένα φύλλα κολλάνε στα παπούτσια ή στο κεφάλι σου σαν κίτρινες, πορτοκαλί, καφέ φλούδες απ’ τα σώµατα των δέντρων. Μου αρέσουν οι σκοτεινοί δρόµοι πολύ πρωί και τα λίγα καφέ που ανοίγουν νωρίς. Μυρίζουν ζύµη, βρασµένο γάλα και µπισκότα. Επιπλέουν σαν φωτεινές σηµαδούρες στο χάος των υγρών πεζοδροµίων. Θυµίζουν κουκούλια στο κέντρο της πόλης που περιθάλπουν όσους θέλουν λίγο να κρυφτούν πριν ξεκινήσει η µέρα. Ακόµα κι η κίνηση στους δρόµους, αν θολώσεις το τζάµι, γίνεται απλώς κόκκινα φώτα.

Οι συγκινήσεις του φθινοπώρου είναι ήσυχες. Το πρωινό ξύπνηµα σε δωµάτια που µυρίζουν καφέ ήδη πριν ξηµερώσει. Ο αέρας που θυµίζει χώµα και ξύλο κι η ιδέα ότι όλα ξεκινούν όταν ο αέρας µυρίζει έτσι. Μ’ αρέσει όταν ο κόσµος σκοτεινιάζει και κανείς δεν µε ψάχνει, γιατί έξω βρέχει, κι άρα δεν χρειάζεται να υποκριθώ πως θα ‘θελα να βγω, να είµαι κάπου, να µιλώ, να ανταλλάσσω νέα, να παίζω µ’ άλλους µπερδεµένους νέους τους ενήλικες. Δεν τρελαίνοµαι για τα φθινοπωρινά φρούτα. Οι αγαπηµένοι µου καρποί είναι όταν πέφτουνε τα φύλλα. Η ελαφρότητά τους µε παρηγορεί. Κίτρινες και πορτοκαλί στιγµές από την καθηµερινή ζωή των δέντρων αιωρούνται λίγο, στριφογυρίζουν χαµηλά και µετά χάνονται, δεν είναι πια εδώ.

 

*Η Βίβιαν Στεργίου είναι συγγραφέας. To  βιβλίο της Μπλε Υγρό κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT