Από τη Νάνσυ Καλλικλή
Mελετητές, επιστήµονες και ακαδηµαϊκοί σβήνουν από τον χάρτη των συναισθηµάτων τη λέξη «αρνητικά», µιλούν πλέον για «δύσκολα συναισθήµατα» και επισηµαίνουν ότι έχουν κι αυτά µια θετική όψη. Ο θυµός είναι καύσιµο για να κινητοποιηθούµε και ν’ αλλάξουµε όσα δεν µας ταιριάζουν, η απογοήτευση µας φανερώνει πόσο απέχουµε από τους στόχους µας, το άγχος µάς κάνει πιο δηµιουργικούς, η θλίψη πιο γενναιόδωρους και ευγνώµονες. Υπάρχει όµως ένα συναίσθηµα που για χρόνια κανείς δεν τολµούσε να αγγίξει στις έρευνές του. Ήρθε η ώρα να απενοχοποιήσουµε την ντροπή γιατί, απ’ ό,τι λένε οι ειδικοί, έχει πολλά να µας αποκαλύψει. Για εµάς τους ίδιους, την ανθρώπινη εµπειρία, αλλά και για την ευτυχία.
Ένα συναίσθηµα βαθιά ανθρώπινο, συνυφασµένο µε τη σύνδεση, κι όµως τόσο επίπονο…
«Οι µοναδικοί άνθρωποι που δεν νιώθουν ντροπή είναι όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα να συνδεθούν ή να αισθανθούν. Οπότε, ας ξεκινήσουµε από αυτό: είναι υγιές το να νιώθει κανείς ντροπή. Αλλιώς µιλάµε για παθολογία», επισηµαίνει η δρ Brené Brown, καθηγήτρια Kοινωνικών Eπιστηµών και ερευνήτρια στο Πανεπιστήµιο του Χιούστον, αλλά και συγγραφέας έξι βιβλίων που έχουν όλα κατακτήσει την κορυφή της λίστας µε τα µπεστ σέλερ των New York Times. Στην οµιλία της, που παραµένει σταθερά στο top-5 των TED µε τα περισσότερα views (κοντά 50 εκατοµµύρια), εξηγεί ότι «η ντροπή είναι απαίσιο θέµα – κανείς δεν θέλει να µιλάει γι’ αυτήν. Είναι ο βάλτος της ψυχής. Σκοπός µας δεν είναι, βέβαια, να µείνουµε εκεί, αλλά να φορέσουµε τις γαλότσες µας, να βρούµε έναν τρόπο να τον διασχίσουµε και να βγούµε πέρα από αυτόν».
Η ντροπή είναι, σηµειώνει η Brown, εκείνη η φωνή µέσα µας που µας λέει: «Δεν θα τα καταφέρεις», «δεν τελείωσες ποτέ το µεταπτυχιακό σου», «η γυναίκα σου σε άφησε», «ξέρω τι έχει συµβεί στη ζωή σου», «ξέρω πως πιστεύεις ότι δεν είσαι αρκετά όµορφος, αρκετά έξυπνη, αρκετά ταλαντούχ@, αρκετά δυνατ@». «Αυτή είναι η ντροπή. Αν δεν καταφέρουµε να την κάνουµε να σιγάσει και να προχωρήσουµε, λέγοντας στον εαυτό µας “θα το προσπαθήσω, θα το κάνω”, και κοιτάξουµε ποιος είναι αυτός ο κριτής που µας δείχνει µε το δάχτυλο και γελάει, θα δούµε ότι στο 99% των περιπτώσεων είναι ο ίδιος µας ο εαυτός. Η ντροπή παίζει στο µυαλό µας δύο κασέτες: “Δεν είσαι αρκετά ικανός” και -αν µπορέσουµε να τα βγάλουµε πέρα µε αυτό- “ποιος νοµίζεις ότι είσαι;”».
Είναι εκείνο το συναίσθηµα το οποίο συνδέεται ξεκάθαρα µε την αποδοχή από τους άλλους. Μας φρενάρει κάθε φορά που πάµε να τολµήσουµε κάτι νέο, είτε αυτό είναι να προσεγγίσουµε έναν σύντροφο είτε να αποκαλύψουµε στον άλλο µια δύσκολη πτυχή του εαυτού µας (την αλήθεια µας…) είτε να διεκδικήσουµε µια θέση που άνοιξε στη δουλειά. Γιατί βαθιά µέσα µας -είτε το συνειδητοποιούµε είτε όχι- πιστεύουµε ότι δεν αξίζουµε και τρέµουµε τον χλευασµό, τη γελοιοποίηση, την απόρριψη. «Ντροπή είναι ο φόβος της αποσύνδεσης», σύµφωνα µε την Brown. Και, µάλιστα, της αποσύνδεσης ολόκληρου του εαυτού. Σε αντιδιαστολή µε την ενοχή, που συνδέεται µε συγκεκριµένες συµπεριφορές ή πράξεις («έχω ενοχές για κάτι που έκανα»), η ντροπή επικεντρώνεται στον εαυτό («ντρέποµαι γι’ αυτό που είµαι»).
Ο πόνος της αποσύνδεσης είναι εξαιρετικά µεγάλος, σύµφωνα µε την ειδικό. «Πιστεύω ότι όλοι έχουµε έρθει σε αυτή τη ζωή για να συνδεθούµε µε τους άλλους ανθρώπους. Η σύνδεση δίνει σκοπό και νόηµα στη ζωή µας και αυτό έχει αποδειχθεί νευροβιολογικά». Μέσα από αυτό το πρίσµα, δεν είναι παράξενο που η ντροπή, ως αιτία και αποτέλεσµα της αποσύνδεσής µας από τους άλλους, «είναι συνυφασµένη µε την εξάρτηση, την κατάθλιψη, τη βία, την επιθετικότητα, τον εκφοβισµό, τις αυτοκτονικές τάσεις και τις διατροφικές διαταραχές», συµπληρώνει η ίδια.
Πιασµένες σε έναν ιστό από προσδοκίες
Αν και όλοι οι άνθρωποι αισθάνονται ντροπή, πρόκειται για ένα συναίσθηµα «απόλυτα συνδεδεµένο µε το φύλο», επισηµαίνει η ερευνήτρια. «Η ντροπή κάνει τις γυναίκες να προσπαθούν να τα κάνουν όλα, να τα καταφέρουν τέλεια και µε ευκολία. Κανείς δεν πρέπει να σε δει να δυσκολεύεσαι. Για τους άντρες, η ντροπή παίρνει µια συγκεκριµένη µορφή: να µη θεωρηθούν αδύναµοι. Για τις γυναίκες, η ντροπή είναι ένας ολόκληρος ιστός από άπιαστες, συγκεχυµένες και αντικρουόµενες προσδοκίες για το ποιες πρέπει να είµαστε. Και µη βιαστείτε να σκεφτείτε ότι όλες αυτές οι προσδοκίες προέρχονται µόνο από τους πατεράδες, τους δασκάλους και τους προπονητές µας. Στη δική µου ζωή, πιο σκληρές απέναντί µου έχουν υπάρξει οι γυναίκες», εξοµολογείται η Brown από τη σκηνή του TED σχολιάζοντας τον εσωτερικευµένο µισογυνισµό των γυναικών.
Μία ακόµα ερευνήτρια έβαλε την ντροπή στο µικροσκόπιο τη χρονιά που διανύουµε. Η Cathy O’Neil είναι µια βραβευµένη µαθηµατικός που, έπειτα από το διδακτορικό της στο Harvard και χρόνια διδασκαλίας στο MIT, άφησε την ακαδηµαϊκή της καριέρα και δούλεψε σε µεγάλα χρηµατοοικονοµικά ιδρύµατα. Βλέποντας την κοινωνική ανισότητα ολοένα και πιο καθαρά, σύντοµα στράφηκε στον πολιτικό ακτιβισµό, ενώ συµµετείχε ενεργά στο κίνηµα Occupy Wall Street το 2011, το οποίο είχε βρει τότε υποστηρικτές σηµαντικές προσωπικότητες, όπως οι Noam Chomsky, Judith Butler, Susan Sarandon και Michael Moore. Νωρίτερα φέτος κυκλοφόρησε το βιβλίο της The Shame Machine: Who Profits in the New Age of Humiliation (Η µηχανή της ντροπής: ποιος επωφελείται στην εποχή του εξευτελισµού, εκδ. Crown). Στις σελίδες του ξεσκεπάζει τη «βιοµηχανία της ντροπής», όπως την ονοµάζει. Κολοσσοί της οικονοµίας και ολόκληροι εµπορικοί τοµείς χτίζουν στρατηγικές και επενδύουν τεράστια budget σε καµπάνιες που στοχεύουν στην επιθυµία των καταναλωτών να ανταποκριθούν σε συγκεκριµένα πρότυπα. Εκείνοι, επιφορτισµένοι µε 4 ντροπή σε περίπτωση που δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στις εκάστοτε κοινωνικές νόρµες, καταναλώνουν αγαθά και υπηρεσίες, θέλοντας απλά και ξεκάθαρα να ανήκουν κάπου. Το αποτέλεσµα είναι οι εισπράξεις και τα κέρδη να επιστρέφουν την αρχική επένδυση πολλαπλασιασµένη. Η O’Neil, όπως και η Brown, επισηµαίνει ότι κύριος στόχος είναι οι φαινοµενικά πιο ευάλωτες κοινωνικά οµάδες. Η ίδια υποστηρίζει πως είναι σαν τα υπόγεια µηνύµατα που λαµβάνουν οι γυναίκες παγκοσµίως να τους λένε: «Από τη στιγµή που έχεις στη διάθεσή σου τόσα προϊόντα κατά της γήρανσης του δέρµατος και τόσες αισθητικές τεχνικές, αν δεν έχεις αψεγάδιαστη επιδερµίδα, φταις εσύ και µόνο εσύ». «Πρόκειται για µια καταπληκτική µηχανή κέρδους», τονίζει η O’Neil και έχει ενδιαφέρον το ότι «σχεδόν πάντα στοχεύει σε κοινωνικά ευάλωτες οµάδες. Είναι σαν ένα κλειστό κύκλωµα εξουσίας που λέει υπογείως “θα σε φορτώσουµε µε τόνους ντροπής για να σε κρατήσουµε στη θέση σου, θα συνεχίσεις να νιώθεις απειλούµενος, στερηµένος από λόγο και φωνή. Η ντροπή κοινωνικά έχει τη δύναµη να αποδυναµώνει. Αν θέλεις να ανήκεις στο σύνολο, πρέπει να συµµορφώνεσαι µε τα πρότυπά του. Εσύ ανήκεις µεν στο σύνολο, αλλά εµείς θέλουµε να παραµείνεις στη γωνία, εκεί που σε έχουµε τοποθετήσει».
Αρένες στηµένες µε αλγόριθµους
Τα social media, φυσικά, δεν θα µπορούσαν να λείπουν από µια συζήτηση µε θέµα την ντροπή. Το «βρόµικο µυστικό της ντροπής», λέει η O’Neil, είναι ότι νιώθουµε ωραία όταν ντροπιάζουµε κάποιον άλλο και ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο οι πλατφόρµες κοινωνικής δικτύωσης συχνά καταλήγουν να µετατρέπονται σε αρένες. Πρόσφατα, όταν κλήθηκε να µιλήσει στην αµερικανική Γερουσία για την επίδραση των αλγορίθµων του Facebook σε ηλικιακά γκρουπ όπως τα έφηβα κορίτσια, και συγκεκριµένα για ζητήµατα όπως η αυτοεικόνα τους, αποφάνθηκε ότι είναι αδύνατο να ελεγχθούν οι αλγόριθµοι των social. «Είναι φτιαγµένοι µε τέτοιον τρόπο, ώστε δεν είµαστε σε θέση να ελέγξουµε τι συµβαίνει τώρα ούτε τι µπορεί να γίνει στο µέλλον, αλλά αυτό διαγράφεται µάλλον χαοτικό. Όσον αφορά την ντροπή, ο αλγόριθµος είναι σε γενικές γραµµές βελτιστοποιηµένος ώστε να µας θέτει σε αντιπαράθεση. Χρειάζεται να δούµε τα ζητήµατα ένα προς ένα και να ζητηθεί από τις εταιρείες των κοινωνικών δικτύων να επιληφθούν όλων τους. Μπορεί να ακούγεται αδύνατο, αλλά δεν είναι. Αυτές οι πλατφόρµες δεν λειτουργούν ως καταλύτες, αλλά ως καύσιµο για την ντροπή».
Στο The Shame Machine καταγράφει ένα χαρακτηριστικό περιστατικό αυτού του «βρόµικου µυστικού της ντροπής». Λίγους µήνες πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου, µια γυναίκα είχε βγάλει τον σκύλο της βόλτα στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης. Όταν τον άφησε χωρίς λουρί, ένας Αφροαµερικανός που βρισκόταν στο πάρκο µε µια οµάδα παρατήρησης πουλιών την πλησίασε και της ζήτησε να ξαναφορέσει στο σκυλί το λουρί, γιατί το αντίθετο δεν επιτρεπόταν, αλλά και γιατί τάραζε τα πουλιά. Η απάντησή της προκάλεσε µια αλυσιδωτή αντίδραση που κανείς δεν είχε φανταστεί. Κάλεσε την αστυνοµία ισχυριζόµενη ότι ο άντρας έδειξε σηµάδια επιθετικότητας, όσοι ήταν κοντά ανέβασαν τη σκηνή στο ίντερνετ και το θέµα πήρε τεράστιες διαστάσεις, αφού θα µπορούσε εύκολα να ξεφύγει η κατάσταση και να καταλήξει σε ένα ακόµα περιστατικό αστυνοµικής βίας και φυλετικών διακρίσεων. «Η κατακραυγή και ο εξευτελισµός ήταν τεράστια, την απέλυσαν από τη δουλειά της και η ζωή της έκτοτε έχει πληγεί σηµαντικά. Φυσικά δεν συµφωνώ καθόλου µε την πράξη της, έκανε ένα τεράστιο ρατσιστικό λάθος, αλλά η ντροπή που της επιβλήθηκε σε καµία περίπτωση δεν τη βοήθησε να µην είναι ρατσίστρια», δηλώνει η συγγραφέας. «Ο διασυρµός στα social media θα έπρεπε να στοχεύει όχι στην κοπέλα, αλλά στη βία της αστυνοµίας την οποία θα µπορούσε να έχει υποστεί ο άντρας (κάτι που ευτυχώς δεν συνέβη). Αν θέλει κάποιος να θίξει το ζήτηµα του ρατσισµού, πρέπει να µη στέκεται στην επιφάνεια, τα µεµονωµένα περιστατικά, αλλά να στοχεύσει βαθύτερα, π.χ. στο γιατί η αστυνοµική βία -ακόµη και σήµερα- είναι πιο έντονη απέναντι σε ευάλωτες κοινωνικά οµάδες».
Έχει η ντροπή θετικό πρόσωπο;
Παρά τη δυσάρεστη (και εντέλει άκαρπη) εξέλιξη του συγκεκριµένου περιστατικού, αυτό αποκαλύπτει ότι η ντροπή έχει έναν θετικό κοινωνικό χαρακτήρα. Όταν γινόµαστε µάρτυρες µιας µεγάλης κοινωνικής αδικίας, είναι η ντροπή που µας κινητοποιεί να αντιδράσουµε. Βλέποντας ολόκληρες κοινωνικές οµάδες να περιθωριοπούνται ή να υφίστανται βία, αποκλεισµό και στέρηση βασικών δικαιωµάτων, ξεσηκωνόµαστε για να τους εξασφαλίσουµε ότι θα πάρουν πίσω αυτά που δικαιωµατικά τους ανήκουν: τη φωνή, την αξιοπρέπεια και την ισότητα µε όλους τους υπόλοιπους. Μέσα από ακριβώς αυτή τη διαδικασία γεννήθηκε το κίνηµα του #metoo, επισηµαίνει η O’Neil. Ο αποτροπιασµός που νιώθουµε µπροστά σε µεγάλες κοινωνικές αδικίες, που έρχονται κόντρα στο σύστηµα αξιών µας, µας κινητοποιεί να βγούµε από τον µικρόκοσµό µας και να δράσουµε για το καλό του συνόλου. Όταν οι κοινωνικές δοµές αποδεικνύεται πως αφήνουν τραγικά κενά και 4 παραλείψεις, όπως στη δική µας περίπτωση της 12χρονης στον Κολωνό, η ντροπή που νιώθουµε µας ωθεί να επισηµάνουµε αυτά τα κενά και τις παραλείψεις και να πιέσουµε να γίνουν οι αλλαγές που -ξεκάθαρα πια- χρειάζεται να γίνουν. Αρκεί, σύµφωνα µε την άποψη της Αµερικανίδας ειδικού, να µη σταθούµε σε µεµονωµένα πρόσωπα, αλλά να στρέψουµε την προσοχή µας προς τις δοµές και τα πλαίσια που θα έπρεπε να µην έχουν επιτρέψει να συµβαίνουν τέτοια περιστατικά. Προς το παρόν, βρισκόµαστε στα έγκατα του «βάλτου της ψυχής» που λέει η Brené Brown. Έχουµε φορέσει τις γαλότσες µας και όλοι ελπίζουµε ως κοινωνία να καταφέρουµε να τον διασχίσουµε και να βγούµε πέρα από αυτόν…
Η Brown έχει εντοπίσει ακόµα µία παράµετρο στο συναίσθηµα της ντροπής, όχι σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά σε προσωπικό. Αναλύοντας το πόσο δύσκολο είναι να νιώθει κανείς ντροπή, εξηγεί ότι, σύµφωνα µε τη µελέτη της, ο µηχανισµός άµυνας που αναπτύσσουµε είναι να µουδιάζουµε το συγκεκριµένο συναίσθηµα. «Απόδειξη; Είµαστε η πιο χρεωµένη, παχύσαρκη, εθισµένη σε ουσίες και φαρµακευτικές αγωγές οµάδα ενηλίκων στην ιστορία της Αµερικής (σ.σ.: και της ανθρωπότητας). Το πρόβληµα είναι ότι δεν µπορούµε να µουδιάσουµε επιλεκτικά το συναίσθηµά µας. Δεν µπορεί κανείς να πει “δεν θέλω να νιώθω τα άσχηµα συναισθήµατα, την ευαλωτότητα, τον θρήνο, την ντροπή, τον φόβο, την απογοήτευση” και να τα µουδιάσει, χωρίς να κάνει ταυτόχρονα το ίδιο και σε όλα τα υπόλοιπα. Μουδιάζοντας το συναίσθηµα, κλέβουµε από τον εαυτό µας και τη δυνατότητα να βιώσει χαρά, ευγνωµοσύνη, ευτυχία. Δεν είναι να απορεί κανείς που τότε φτάνουµε να είµαστε δυστυχισµένοι, χωρίς σκοπό και νόηµα στη ζωή µας».
H «Ανατοµία» ενός ευτυχισµένου ανθρώπου
Η Brown δεν ξεκίνησε να µελετά την ντροπή αυτή καθαυτή. Το συγκεκριµένο συναίσθηµα προέκυψε µέσα από την πολυετή έρευνά της για την ευαλωτότητα, τον τοµέα των κοινωνικών επιστηµών στον οποίο αναγνωρίζεται η µεγάλη συνεισφορά της. Έπειτα από έξι χρόνια έρευνας, χιλιάδες συνεντεύξεις και επιστηµονικές δηµοσιεύσεις, η ίδια θυµάται στην οµιλία της τη στιγµή που εντόπισε πως όσοι άνθρωποι είναι ευτυχισµένοι παρουσιάζουν όλοι τους κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Όλοι οι ευτυχισµένοι άνθρωποι, όπως λέει, ζουν «ολόψυχα», έχουν δηλαδή το θάρρος να είναι ειλικρινείς µε τον εαυτό τους και τους άλλους, έχοντας αποδεχτεί τόσο τα καλά τους στοιχεία όσο και τα πιο δύσκολα. Έχουν το θάρρος να είναι ευάλωτοι και αυθεντικοί, έχουν αγκαλιάσει τα ελαττώµατά τους, αυτά που ενδεχοµένως τους κάνουν να νιώθουν και ντροπή, ανάµεσα σε άλλα. Το δεύτερο χαρακτηριστικό που µοιράζονται οι ευτυχισµένοι άνθρωποι είναι ότι προσεγγίζουν τόσο τον εαυτό τους όσο και τους άλλους µε συµπόνια. Το τρίτο, ότι ακριβώς επειδή είναι ειλικρινείς µε τους ίδιους και τους άλλους, έχουν αληθινή σύνδεση µε αυτούς και εαυτούς. Τέλος, έχουν καταφέρει να αγκαλιάσουν την ευαλωτότητά τους σε τέτοιο βάθος, ώστε αντιλαµβάνονται πως τα στοιχεία που τους καθιστούν ευάλωτους είναι ακριβώς εκείνα που δίνουν στον καθένα και τη δική του, µοναδική οµορφιά.
«Οι ευτυχισµένοι άνθρωποι είναι», λέει η Brown, «εκείνοι που λένε πρώτοι “σ’ αγαπώ”, που είναι διατεθειµένοι να τολµήσουν ακόµη κι όταν δεν υπάρχουν εγγυήσεις, που είναι πρόθυµοι να επενδύσουν σε µια σχέση, χωρίς να ξέρουν αν θα πάει καλά ή όχι. Είναι εκείνοι που συνεχίζουν να αναπνέουν ήρεµα όσο περιµένουν τα αποτελέσµατα της µαστογραφίας τους. Που έχουν νιώσει ευάλωτοι όταν απολύθηκαν ή όταν έπρεπε να απολύσουν έναν συνεργάτη. Εντέλει, είναι εκείνοι που επιτρέπουν στον εαυτό τους να ζει ολόψυχα. Μπορεί η ευαλωτότητα να είναι ο πυρήνας της ντροπής, του φόβου και του αγώνα µας να αξίζουµε, αλλά ταυτόχρονα είναι και η κοιτίδα της χαράς, της δηµιουργικότητας, της σύνδεσης και της αγάπης. Όταν ξέρουµε πως είµαστε ευάλωτοι αλλά αρκετοί, τότε έρχεται η στιγµή που σταµατάµε να ουρλιάζουµε και αρχίζουµε να ακούµε. Εµάς και τους άλλους».
Η βιοχημεία της ντροπής
Όταν νιώθουμε ντροπή, ο εγκέφαλός μας αντιδρά όπως όταν βρισκόμαστε σε κίνδυνο. «Η ντροπή γεννιέται στο λιμβικό ή μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου και από εκεί στέλνονται σήματα ενεργοποιώντας το αυτόνομο νευρικό σύστημα», σύμφωνα με τη Melissa Stouffer του Τμήματος Νευροεπιστήμης του Αυστριακού Ινστιτούτου Επιστήμης και Τεχνολογίας. Το συμπαθητικό νευρικό σύστημα αυξάνει τους παλμούς της καρδιάς, στέλνει περισσότερο αίμα σε σημεία όπως οι μύες και λιγότερο σε άλλα, π.χ. στο δέρμα, ενώ ενεργοποιεί την αντίδραση για «πάλη, φυγή ή πάγωμα» (fight/flight/freeze). Έτσι, είτε αντιδρούμε φωνάζοντας, π.χ. επιθετικά στο άτομο που μας έχει ντροπιάσει, είτε απομονωνόμαστε και μας κατακλύζει αυτή η αίσθηση που «θέλουμε να εξαφανιστούμε», είτε παγώνουμε, νιώθοντας παγιδευμένοι και ανίσχυροι. Ειδικά η τρίτη αντίδραση εμποδίζει την ικανότητά μας να σκεφτούμε καθαρά και συχνά καταλήγουμε να θεωρήσουμε πως ό,τι έχει συμβεί οφείλεται αποκλειστικά σε δικό μας φταίξιμο. Στο βιβλίο του Healing the Shame that Binds You (Θεραπεύοντας την ντροπή που σας κρατά αιχμάλωτους, αναθ. έκδ. Health Communications Inc) ο Αμερικανός ψυχολόγος και πρωτοπόρος στον τομέα της αυτοβοήθειας John Bradshaw διαχωρίζει την «καλή» ντροπή από την «κακή» -όπως ακριβώς διαχωρίζουμε και την καλή από την κακή χοληστερόλη- και ονομάζει ανάλογα την πρώτη «HDL ντροπή». Όσον αφορά όμως την τοξική ντροπή, επισημαίνει ότι «το παρατεταμένο αίσθημα ντροπής στα πρώτα στάδια της ζωής μπορεί να προκαλέσει μόνιμες νοητικές δυσλειτουργίες. Συχνά αυτά τα άτομα εμφανίζουν χρόνιο στρες, κατάθλιψη και τελειομανία».
Φωτογραφία: Sam Hendel
Styling: Anne Marrie Brouilet