Cover photo: Delphine Achard
Πέρασα περίπου δύο µήνες χωρίς να βγω από το σπίτι, χωρίς να απαντώ στα τηλέφωνα των δικών µου ανθρώπων. Ο τότε σύντροφός µου έστειλε µέσω facebook στους γονείς µου βίντεο µε σεξουαλικό περιεχόµενο, όταν του ανακοίνωσα ότι θα γυρίσω στο πατρικό µου, φεύγοντας από την πόλη όπου ήµουν φοιτήτρια. Χρειάστηκε ένα πολύ τρυφερό µήνυµα της µητέρας µου, ώρες αποµόνωσης, αµέτρητα δάκρυα για να πω στον εαυτό µου: “Είσαι θύµα, έχεις βιαστεί, πρέπει ο θύτης να τιµωρηθεί, οι γονείς σου καταλαβαίνουν. Η ντροπή δεν σου αξίζει”», λέει η Ελευθερία που έχει κάνει ήδη καταγγελία για ψηφιακή κακοποίηση. Η Ελευθερία έχει µια πολύ υποστηρικτική οικογένεια και βρήκε τη δύναµη να σταθεί απέναντι στην αλήθεια του τι πραγµατικά είναι το revenge porn, πολύ πριν ο όρος κυριαρχήσει στα ελληνικά µέσα µαζικής ενηµέρωσης µε τη γνωστή υπόθεση του τηλεοπτικού παρουσιαστή που είδε το φως της δηµοσιότητας.
Ο όρος «revenge porn», γνωστός και ως «cyber rape» (ψηφιακός βιασµός), δεν είναι καινούριος. Αφορά τη διανοµή εικόνων ή βίντεο σεξουαλικού περιεχοµένου ατόµων χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Ως φαινόµενο γνωρίζει έξαρση τα τελευταία χρόνια και θεωρείται µία από τις εκδοχές της έµφυλης βίας, µιας και πλήττει λόγω φύλου περισσότερο τις γυναίκες. Τα στατιστικά αναφέρουν πως το ποσοστό µε θύµατα γυναίκες πλησιάζει το 90%, µε την ηλικιακή οµάδα αυτών να κινείται συνήθως ανάµεσα στα 16 µε 30 έτη. Αν και η διαδικτυακή βία µπορεί να επηρεάσει τόσο τις γυναίκες όσο και τους άντρες, οι γυναίκες και τα ανήλικα κορίτσια αντιµετωπίζουν διαφορετικές και πιο τραυµατικές µορφές βίας στον κυβερνοχώρο. Η υπόθεση του τηλεπαρουσιαστή υπήρξε η αφορµή για να δούµε κατάµατα τα σοκαριστικά στοιχεία της αύξησης των θυµάτων, να αντιληφθούµε την έκταση του φαινοµένου, τις επιπτώσεις και να ζητήσουµε την τιµωρία των θυτών, την προστασία των θυµάτων και την αντιµετώπιση της διαδικτυακής βίας ως έγκληµα. Φυσικά, όλα αυτά θα τα εξετάσουµε χωρίς να εισβάλουµε σε πιο σκοτεινά µονοπάτια, που έχουν να κάνουν µε τη διασπορά σεξουαλικού περιεχοµένου γυναικών θυµάτων trafficking.
Η έξαρση της πανδημίας του cyber rape
Η εκδικητική πορνογραφία αποτελεί παγκόσµιο φαινόµενο, το οποίο διογκώθηκε σηµαντικά κατά τη διάρκεια του lockdown. Τα ζευγάρια που απομακρύνθηκιαν και απέφευγαν λόγω των περιορισµών τη δια ζώσης επαφή, αύξησαν το online sexting, το online sex, πολλοί σύντροφοι, εραστές µετέφεραν την ερωτική ζωή τους στα tabs των social media, έκλεισαν ραντεβού πίσω από κάµερες, αντάλλαξαν φωτογραφίες αντί για φιλιά. Αυτό θα ήταν ωραίο, µετα-ροµαντικό, αν κάποιοι άντρες δεν έβρισκαν την ευκαιρία να πληµµυρίσουν τις πλατφόρµες πορνογραφικού υλικού µε φωτογραφίες και βίντεο από τις συντρόφους τους. Μόνο το 2021, η αύξηση των καταγγελιών στην Ελλάδα ήταν της τάξης του 66% σε σχέση µε το 2020, σύµφωνα µε στοιχεία της Safeline, µίας από τις δράσεις του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου που στόχο έχει την καταπολέµηση κάθε είδους παράνοµου περιεχοµένου στο ίντερνετ. Αλλά και εκτός Ελλάδας τα στοιχεία είναι εξίσου σοκαριστικά. Ενδεικτικά, η µητροπολιτική αστυνοµία του Λονδίνου ανακοίνωσε ότι µέσα στην πανδηµία (τους τελευταίες 13 µήνες) αυξήθηκαν κατά 329% τα πορνογραφικά αδικήµατα.
Η ψυχολογία του θύματος
Ο Ορέστης Γιωτάκος, ψυχίατρος, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και ιδρυτής της ΑΜΚΕ «Οµπρέλα – Νευροεπιστήµες και Ψυχική Υγεία», µας δίνει συµβουλές για τα θύµατα, αλλά και για την αντιµετώπισή τους ατοµικά και συλλογικά. «Καταρχάς, αν κάποιος αντιληφθεί ότι έχει υπάρξει θύµα ψηφιακού βιασµού, θα πρέπει να διατηρήσει την ψυχραιµία του. Σίγουρα θα πρέπει να καταγγείλει άµεσα το γεγονός στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήµατος. Επίσης, καλό είναι να ανοιχτεί και να συζητήσει το θέµα µε άτοµα εµπιστοσύνης. Να νιώσει ότι περιστοιχίζεται από ανθρώπους που θα το υποστηρίξουν έµπρακτα. Η πρώτη αίσθηση του θύµατος είναι ότι βρίσκεται εκτεθειµένο στο βλέµµα όλων. Το κυριεύει ένα αίσθηµα αδυναµίας και ντροπής απέναντι σε όλους, µια ανάγκη να δικαιολογηθεί, να αµυνθεί, να λογοδοτήσει. Από τη θέση αυτή του ανίσχυρου, ιδιαίτερα αν δεν έχει δίπλα του κάποιο στήριγµα, µπορεί να καταφύγει σε σκέψεις φυγής, εξαφάνισης ή και αυτοκτονίας. Σηµαντικό ρόλο στη φάση αυτή θα παίξει η προσωπικότητα του θύµατος. Άτοµα, για παράδειγµα, µε χαµηλή αυτοεκτίμηση, θα περιπέσουν σε µια δίνη ηττοπαθών σκέψεων και εγκατάλειψης, ενώ άτοµα µε δοµηµένη προσωπικότητα θα αναπτύξουν σύντοµα µια αξιόλογη προσπάθεια επιδίωξης της αλήθειας και της τιµωρίας του δράστη. Η ψυχολογία της κοινότητας είναι συχνά αµφιθυµική απέναντι σε τέτοιες περιπτώσεις. Συνήθως τείνει να σχηµατίζει µια γρήγορη εικόνα για το γεγονός, βασιζόµενη στα πρώτα στοιχεία που βλέπουν το φως της δηµοσιότητας. Παρακολουθούµε να καταγράφονται ποικίλες αντικρουόµενες απόψεις, που σχετίζονται µε έναν συνδυασµό πολιτισµικών, ιδεολογικών και προσωπικών επιρροών. Η στήριξη ενός τέτοιου θύµατος θα πρέπει να βασίζεται στις ξεχωριστές ανάγκες που έχει τη δεδοµένη στιγµή. Σηµαντική είναι η ανάπτυξη ενός κλίµατος ασφάλειας, που θα περιλαµβάνει την εξασφάλιση της εξαφάνισης του σχετικού υλικού από το διαδίκτυο, την ανεύρεση των υπαίτιων πηγών και δραστών και τη συναισθηµατική αλλά και υλική στήριξη. Να µην τα εγκαταλείπουµε, επίσης, όταν ο θόρυβος του θέµατος έχει κοπάσει, γιατί οι ψυχολογικές συνέπειες ενδέχεται να είναι µακροχρόνιες και οι πραγµατικές ανάγκες να προκύψουν πολύ αργότερα».
Το (κενό) νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα
Στη χώρα µας ο όρος είναι σχετικά καινούριος. Η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήµατος άρχισε να καταχωρεί καταγγελίες ως revenge porn µόλις το 2020, όταν ο αριθµός των περιστατικών άρχισε να αυξάνεται δραµατικά, κυρίως λόγω της πανδηµίας και των lockdown. Αντίθετα, σε άλλα κράτη έχει προστεθεί στους νόµους για τα σεξουαλικά εγκλήµατα. Στην Ελλάδα δεν συµπεριλήφθηκε στη σειρά των αλλαγών που έγιναν στον νέο Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας. Για παράδειγµα, στο Ηνωµένο Βασίλειο, από το 2015, η µη συναινετική κοινοποίηση προσωπικών φωτογραφιών ή βίντεο µε σεξουαλικό περιεχόµενο επισύρει ποινή φυλάκισης έως δύο ετών.
Αναζητώντας ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο. Η δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη μας εξηγεί:
«Νομικό πλαίσιο αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Πώς μπορεί να δημιουργηθεί; Οι θεσμοί πάντα έπονται ασθμαίνοντας των αλλαγών που πραγματοποιούνται στην κοινωνία. Η δικαιοσύνη είναι ένας τέτοιος θεσμός και μπορεί να αφυπνιστεί μόνο με κοινωνική αναταραχή. Για να έχουμε νίκες υπέρ των αδυνάτων σε ένα βαθιά ταξικό και πατριαρχικό, δυστυχώς, σύστημα όπως η δικαιοσύνη, πρέπει να υπάρξει έντονη κοινωνική ταραχή και συλλογική επαγρύπνηση. Όλες εμείς πρέπει ενωμένες να γίνουμε η κοινωνική αναταραχή. Εμείς πρέπει να κλυδωνίσουμε την κοινωνία.
Είναι απειροελάχιστες οι περιπτώσεις που φτάνουν στα δικαστήρια. Τα κορίτσια φοβούνται και ντρέπονται. Στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος τα θύματα δεν βρίσκουν πραγματικά άκρη. Και δεν μπορούν όλες να πάνε σε δικηγόρο και λόγω οικονομικών δυσχερειών, αλλά και από ντροπή. Η ντροπή τις πνίγει. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι είναι δικαίωμα του κάθε θύματος ΝΑ ΜΗΝ ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ και πρέπει αυτό το δικαίωμα να το διαφυλάξουμε. Πρέπει να πάψουμε ως κοινωνία να μεταβιβάζουμε το βάρος του θύτη στα θύματα».
Πες το με το όνομά του
Μπορεί να έχει κυριαρχήσει στα social media ως revenge porn, αλλά ο όρος δεν είναι σωστός. «Ο σωστός όρος είναι “σεξουαλική κακοποίηση δια του διαδικτύου” ή καλύτερα “δια της εικόνας”. Ξέρετε, αν πάµε στο δικαστήριο µε τον όρο “εκδικητική πορνογραφία”, αν ο κατηγορούµενος αποδείξει ότι δεν είχε λόγο να εκδικηθεί, αθωώνεται. Όλο το νομικό πλαίσιο είναι λάθος. Δεν υπάρχει νομικός όρος. Αυτό που έχει επικρατήσει και παγκοσμίως είναι η “σεξουαλική κακοποίηση μέσω διαδικτύου”. Αν θέλει, ένας δικαστής σήμερα -που δεν θέλει προς το παρόν- πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι το συγκεκριμένο έγκλημα είναι πολλαπλό και περιλαμβάνει προσβολή της προσωπικότητας του θύματος και των ηθών, συκοφαντική δυσφήμιση και, φυσικά, παραβίαση προσωπικών δεδομένων και, μάλιστα, κατ’ εξακολούθηση, γιατί ένα βίντεο ή μια φωτογραφία μπορεί να κατέβει από μια πλατφόρμα, αλλά μπορεί να διαρρεύσει ξανά στο μέλλον», λέει η δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη που έχει αναλάβει αντίστοιχες υποθέσεις.
«Ακόµη και ο όρος µε εξοργίζει. Ζούµε σε αυτή την κοινωνία που βάζει στο όνοµα ενός εγκλήµατος την αιτία, ώστε να υπάρχει λόγος που ένας άντρας µπορεί να παραβιάσει την ελευθερία µας: η εκδίκηση. Το revenge porn εµπεριέχει το ότι έχουµε κάνει κάτι επιλήψιµο που έχει προκαλέσει την οργή. Ακόµα και η λέξη porn µε θυμώνει. Είµαστε γυναίκες που µοιραζόµασταν –νοµίζαµε- µε ώριµους ενήλικους συντρόφους ερωτικό περιεχόµενο στοχεύοντας στην από κοινού απόλαυση. Όµως, ακόµη και ο όρος ακούγεται σαν να γυρίζαµε πορνό», λέει εξοργισµένη η Ελευθερία. «Ήµουν σε σχέση µε ένα αγόρι έναν περίπου χρόνο. Είχαµε ανταλλάξει φωτογραφίες. Ενώ ήµασταν µαζί, µια ηµέρα που βρεθήκαµε µε την παρέα του, ένας φίλος του είπε κάτι που θα µπορούσε να το ξέρει µόνο αν είχε δει µία από τις φωτογραφίες µου. Μου το παραδέχτηκε, ο ίδιος. Δεν είχαµε χωρίσει καν όταν το έκανε». Δεν έχει ιδιαίτερο νόηµα να ψάχνουµε τον λόγο που ένας θύτης θα κάνει κάτι τέτοιο. Για όλα τα παραπάνω ο όρος “εκδικητική πορνογραφία” θεωρείται περιοριστικός, παραπλανητικός και ελλιπής. Δεν είναι πάντα η εκδίκηση ο σκοπός της κοινοποίησης προσωπικού υλικού. Πρόκειται για έναν ψηφιακό βιασµό στο πλαίσιο της διαδικτυακής έµφυλης βίας, γιατί και εδώ τα κορίτσια πλήττονται περισσότερο, λόγω φύλου. «Ακόµη και στις περιπτώσεις που ένας άντρας πέφτει θύµα τέτοιου είδους βίας, φαίνεται ότι σε αυτόν έχει ελαφρύτερο αντίκτυπο όσον αφορά τη ψυχολογία του», λέει η Αυστραλή ψυχολόγος Caterina McNulty.
Το κοινωνικό στίγµα
Τι είναι αυτό που κράτησε στο σκοτάδι όλες αυτές τις περιπτώσεις; Το κοινωνικό στίγµα που αφήνει στις γυναίκες. Η ανέτοιµη, ακόµη και σήµερα, ελληνική κοινωνία να θεσπίσει σύγχρονους νόµους, αλλά και αυτοµατισµούς που θα κάνουν τα θύµατα -τις γυναίκες δηλαδή- να νιώσουν ασφάλεια και να µιλήσουν. Τα θύµατα έχουν να αντιµετωπίσουν την ντροπή που νιώθουν, αλλά και τα επιχειρήµατα της κουλτούρας του βιασµού. Η κ. Λεγάκη το εξηγεί απλά: «Τα θύµατα δεν πρέπει να ντρέπονται. Η ντροπή ανήκει στους θύτες. Το “γιατί έστειλες γυµνές φωτογραφίες;” είναι σαν τα “τι φορούσες” και “γιατί µίλησες τώρα;” που ακούσαμε στο πρόσφατο #metoo κίνηµα. Για να µιλήσει όµως το θύµα, πρέπει να νιώσει κοινωνικά προστατευµένο και ασφαλές. Πρέπει να αισθανθεί ότι το περιβάλλον του δεν θα το κρίνει», λέει και συνεχίζει: «Και αυτό είναι ακόµα πολύ δύσκολο να συµβεί σε κλειστές κοινωνίες. Μην ξεχνάµε ότι στο πολύ πρόσφατο παρελθόν έχουµε περιπτώσεις που κάποιες γυναίκες αναγκάστηκαν να βάλουν τέλος στη ζωή τους».
Ο Γεώργιος Νάκος, ψυχολόγος της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήµατος, αναφέρει πως η ψηφιακή βία είναι µια σκληρή µορφή κακοποίησης. «Τα θύµατα πρέπει να βρίσκουν το θάρρος να προχωράνε σε καταγγελία. Η ντροπή δεν ανήκει στα θύµατα. Το θάρρος της κοινοποίησης στις Αρχές είναι αυτό που θα σπάσει τον κύκλο της κακοποίησης και τη Λερναία Ύδρα της διασποράς του υλικού στον αχανή λαβύρινθο του διαδικτύου», προσθέτει.
Ο ελέφαντας της πατριαρχίας
«Αυτό που παραµένει εξοργιστικό και το ίδιο οδυνηρό είναι το ότι ακόµα και σήµερα, αν µια τέτοια υπόθεση έρθει στο φως, η γυναίκα είναι η βρώµικη, η χαζή, η εύπιστη που µοιράστηκε φωτογραφίες της ή δέχτηκε να βιντεοσκοπήσει προσωπικές της στιγµές. Όσον αφορά τους άντρες, για τους φίλους τους, αλλά και για µια ιδιαίτερα σκοταδιστική, συντηρητική µερίδα της κοινωνίας, αυτή τους η κίνηση µπορεί να είναι περιπετειώδης, θαρραλέα και να αξίζει και ένα “µπράβο” στον µπαγάσα που κορόιδεψε την κοπέλα», λέει η Ισµήνη, η οποία επίσης έχει πέσει θύµα ψηφιακής βίας. Και κάπως έτσι καταλήγουµε και πάλι στον ίδιο ελέφαντα στο δωµάτιο: στην πατριαρχία, που µας κάνει τις γυναίκες να υποφέρουµε, αλλά τους άντρες να επιλέγουν ανάλογους τρόπους να εκφραστούν. Στην προβοσκίδα του ελέφαντα της πατριαρχίας οφείλεται το ότι η γυναικεία σεξουαλική ευχαρίστηση αντιµετωπίζεται και πάλι σαν κάτι βρώµικο, ανήθικο, αχρείαστο, µιαρό, εξευτελιστικό. Ένα κορίτσι που έστειλε γυµνή φωτογραφία ή δέχτηκε να βιντεοσκοπηθεί ως µέρος ΚΑΙ της δικής της ευχαρίστησης, δεν έχει λόγο να ντρέπεται.
Η ψυχολόγος Caterina McNulty το λέει ξεκάθαρα: «Εάν οι γυναίκες δεν σταµατήσουν να κρίνονται και δεν έχουν αυτή τη µεταχείριση από την κοινωνία, η µορφή βίας µέσω της εικόνας και του διαδικτύου δεν θα σταµατήσει». Η Ισµήνη θυµάται: «Ο πατέρας µου δεν ξέρει ότι έχω κάνει καταγγελία. Τις τελευταίες ηµέρες που ο όρος παίζει στα δελτία ειδήσεων τον άκουσα να λέει: “Μα κάθονται και εµπιστεύονται τον κάθε βλάκα; Βγάζουν τα ρούχα τους µπροστά στον υπολογιστή και µετά τους φταίει ο άλλος”. Δεν τον διέκοψα. Δεν βρήκα το θάρρος να το κάνω».
Κόβεται το sexting;
Όµως, µέχρι να ανατείλει ένας κόσµος στον οποίο η πατριαρχία και η κάθε είδους έµφυλη βία θα θεωρούνται αναχρονιστικές, τι κάνουµε; Σταµατάµε οι γυναίκες το cyber sex, απαγορεύουµε το sexting και την κάµερα δίπλα στο κρεβάτι ή όπου αλλού επιλέξουµε να κάνουµε σεξ; Όχι. Βρίσκουµε κανόνες για το τι πρέπει να κάνει µια γυναίκα; Τι πρέπει να προσέχει; Τι να µην κάνει; Ποιους να µην εµπιστεύεται; Και πάλι όχι. Πρέπει η κοινωνία, οι θεσµοί, το εκπαιδευτικό σύστηµα και η δικαιοσύνη να αποτρέψουν, να εκπαιδεύσουν και να τιµωρήσουν τους δράστες. Να αναθρέψουν αγόρια που θα σέβονται τις γυναίκες και τους εαυτούς τους, να περάσουν στην κοινότητα το µήνυµα ότι η σεξουαλική επαφή, µε όποια µορφή, είναι ισότιµη και µε τις ίδιες ποιότητες. «Η µπάλα είναι στη δική τους πλευρά. Πρέπει αυτοί να επιλέξουν τι είδους άνθρωποι θέλουν να είναι και εµείς είµαστε διατεθειµένες να τους βοηθήσουµε. Το ίδιο όµως πρέπει να κάνει και η κοινωνία», καταλήγει η Ελευθερία απευθυνόµενη στους άντρες εκεί έξω.
Τι μπορούμε να κάνουμε αν πέσουμε θύματα:
Απευθυνόμαστε σε κάποιο δικηγόρο. Καλούμε την 24ωρη γραμμή υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων στο 215 2151011.