«Aυτό που µε ενοχλεί µε την πορεία της πολιτικής τα 30 τελευταία χρόνια είναι ότι έχει στραφεί προς τη συλλογική κοινωνία. Οι άνθρωποι έχουν λησµονήσει την προσωπική κοινωνία. Η αλλαγή του οικονοµικού µοντέλου είναι το µέσο για την αλλαγή αυτής της προσέγγισης. Οι οικονοµικές επιστήµες είναι η µέθοδος. το αντικείµενο είναι η αλλαγή του τρόπου που σκεφτόµαστε και αισθανόµαστε». Αυτά δήλωνε το 1981 η πρωθυπουργός της Αγγλίας Μάργκαρετ Θάτσερ. Ποιος θα µπορούσε να φανταστεί τότε ότι τα λεγόµενά της θα αποτελούσαν τη βάση πάνω στην οποία στήθηκε µια από τις µεγαλύτερες βιοµηχανίες στον κόσµο, η Αναζήτηση της Ευτυχίας, και µια αµφιλεγόµενη επιστήµη, αυτή της Θετικής Σκέψης.
Το όραµα της Θάτσερ άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στις αρχές του αιώνα µας, όταν έκανε την εµφάνισή της η Θετική Ψυχολογία που άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Τι µας λέει αυτή η σχολή; Ότι «ο καθένας µπορεί να επανεφεύρει τη ζωή του και να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του, απλώς και µόνο υιοθετώντας µια πιο θετική άποψη για τον εαυτό του και τον κόσµο που τον περιβάλλει», διαβάζω στο βιβλίο Ευτυχιοκρατία, Πώς η Βιοµηχανία της Ευτυχίας Κυβερνά τη Ζωή µας.* Είναι δική σου ευθύνη αν θα τα καταφέρεις. Εσύ, µόνος σου, αν πιστέψεις στον εαυτό σου, µπορείς να αποκτήσεις τα πάντα. Η ευµάρεια ή η φτώχεια, η επιτυχία ή η αποτυχία, η υγεία και η ασθένεια είναι αποτέλεσµα των δικών σου και µόνο πράξεων. Η έννοια της ευτυχίας λειτούργησε και λειτουργεί συνεπικουρικά µε τον νεοφιλελευθερισµό που, ήδη από το 1950, εργάζεται µε µόχθο για να πείσει την ανθρωπότητα ότι η ατοµική αναζήτηση της ευτυχίας είναι το πιο σηµαντικό και το µόνο ρεαλιστικό υποκατάστατο του συλλογικού καλού. Έτσι, έχουµε µια βιοµηχανία δισεκατοµµυρίων δολαρίων που έχει µετατρέψει την ευτυχία σε εµπόρευµα-φετίχ και η οποία βιοµηχανία προσφέρει -µεταξύ άλλων- θετικές θεραπείες, βιβλιογραφία αυτοβοήθειας, coaching, επαγγελµατική συµβουλευτική, εφαρµογές κινητών κ.λπ.
Η ευτυχία, λένε οι συγγραφείς της Ευτυχιοκρατίας, έχει µετατραπεί σε µια σειρά συναισθηµατικών εµπορευµάτων, δηλαδή υπηρεσιών, θεραπειών και προϊόντων που υπόσχονται και εφαρµόζουν τη µεταµόρφωση του συναισθηµατικού κόσµου. Σε όλο αυτό το ροζ σύννεφο της «ευτυχίας», η νοσταλγία, ο θυµός, η οργή, είναι µερικά από τα εξοβελιστέα συναισθήµατα. Άρα, και η συλλογική αντίδραση σε πολιτικές που δεν προάγουν το γενικό καλό, όπως η υποβάθµιση της παιδείας, της υγείας, η διαφθορά, η ανεργία κ.λπ., δεν είναι ο ενδεδειγµένος τρόπος δράσης, επειδή η οργή και το να νιώθεις αδικηµένος είναι αρνητικά συναισθήµατα και γιατί, επίσης, µόνο ο εαυτός µας είναι αυτός που θα πετύχει ό,τι χρειάζεται. Το ίδιο ισχύει και για τον πόνο. Αν πονάς, είναι επιλογή σου. Και είσαι αποτυχηµένος. Αυτοί που τα καταφέρνουν, δεν πονάνε. Το διατυπώνει πολύ ωραία στο δοκίµιο Η κοινωνία της Παρηγοριάς, ο Πόνος Σήµερα ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν: «Σήµερα επικρατεί παντού µια αλγοφοβία, ένας γενικευµένος φόβος ενώπιον του πόνου. Η ανοχή στον πόνο µειώνεται ραγδαία. Η αλγοφοβία έχει ως συνέπεια µια διαρκή αναισθησιοποίηση. Αποφεύγεται κάθε επώδυνη κατάσταση. Στο µεταξύ, έχει καταστεί ύποπτος ακόµη κι ο πόνος που προκαλεί ο έρωτας. Η αλγοφοβία επεκτείνεται στην κοινωνία και στην πολιτική. Το “Δεν Υπάρχει Εναλλακτική“ γίνεται ένα πολιτικό αναλγητικό. Αντί οι άνθρωποι να συγκρούονται και να πασχίζουν για πραγµατικά καλύτερη ζωή, προτιµούν να παραδίδονται στον καταναγκασµό του συστήµατος. Μια µεταδηµοκρατία εξαπλώνεται. Μια “παρηγορητική δηµοκρατία“».
Η παρηγορητική πολιτική, όµως, δεν είναι ικανή για οράµατα ή για ριζικές µεταρρυθµίσεις, οι οποίες ενδέχεται να είναι επώδυνες. Προτιµά να καταφεύγει σε αναλγητικά άµεσης δράσης, τα οποία απλώς συγκαλύπτουν τις συστηµικές δυσλειτουργίες και ρηγµατώσεις. Η παρηγορητική πολιτική δεν έχει το «κουράγιο να πονέσει». Έτσι, διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση, χωρίς καν την προσδοκία της αλλαγής. Τίποτα δεν αφήνει να συµβεί το εντελώς διαφορετικό, το µοναδικό ή το πρωτοφανές. Όµως ο πόνος είναι η µαµή του νέου, του εντελώς διαφορετικού. «Το ξεγύµνωµα της ψυχής, η έκθεση, ο πόνος για τους Άλλους, είναι αυτό που χάνουµε στη σηµερινή εποχή», γράφει ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, και συνεχίζει: «Η ψυχή µας έχει, τρόπον τινά, κρυφτεί πίσω από ένα καβούκι που µας κάνει εντελώς αναίσθητους και ανίκανους να υποδεχθούµε τον Άλλο. Η ψηφιακή φούσκα το ενισχύει όλο αυτό και ο Άλλος είναι, τελικά, ό,τι περισσεύει από την προκρούστεια χρυσή συνταγή της ευτυχίας: άστεγος, γέρος, µελαµψός, µετανάστης, συγκρουσιακός, οραµατιστής, καταθλιπτικός, καψούρης, αλληλέγγυος, άνθρωπος µε σάρκα και οστά. Και µε πάθη».
Η µεγάλη αλήθεια είναι ότι το κυνήγι της ευτυχίας γεννάει ελπίδα. Και, συχνά, θες για λίγο να χωθείς στη χνουδωτή ψευδαίσθηση ότι το σύµπαν θα συνωµοτήσει για πάρτη σου. Όµως «χρειαζόµαστε ένα είδος ελπίδας βασισµένο στην κοινωνική δικαιοσύνη, τη συλλογική δράση, την κριτική ανάλυση. Όχι ως µεµονωµένα άτοµα, αλλά ως κοινωνικό σύνολο έχουµε ελπίδα να διεκδικήσουµε µια καλύτερη ζωή», καταλήγει η Ευτυχιοκρατία.
Νοµίζω ότι απέναντι στη βαλτώδη, χωρίς αιχµές ζωή που περιγράφει ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν έχει κάτι να αντιτάξει ο µέγας µύστης Χρόνης Μίσσιος: «Ο µόνος δρόµος είναι αυτός της αγάπης, της τρυφερότητας, της κατανόησης, της υπεράσπισης της διαφορετικότητας του άλλου! Να ‘σαι άνθρωπος δηµιουργικός και ευαίσθητος. Να αγαπάς! Να µπορείς να µετατρέπεις κάθε µέρα την αγάπη σε αγαπηµένο. Τη φρέζα µου που είναι εκεί φυτεµένη την αγαπάω, τη βλέπω κάθε πρωί, καταλαβαίνεις; Ή έναν συγκεκριµένο άνθρωπο…Παρέες, ρε, φιλία, έρωτα! Κάντε έρωτα, αγαπηθείτε, κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική σας σκέψη».** Αυτό σηµαίνει ερωτική σχέση µε τη ζωή.
Σας το εύχοµαι ολόψυχα.
Καλές γιορτές!
Φλώρα Τζηµάκα
ftzimaka@atticamedia.gr
* EDGAR CABANAS, EVA ILLOUZ: ΕΥΤΥΧΙΟΚΡΑΤΙΑ, ΠΏΣ Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΗ ΖΏΗ ΜΑΣ (ΕΚΔ. ΠΟΛΙΣ)
** ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ: Η ΖΏΗ ΜΑΣ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΑΣ ΔΙΝΕΤΑΙ (TVXS.GR)