Η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου, που στο τελευταίο της βιβλίο Η Μεταμόρφωσή της (εκδ. Καστανιώτη), γράφει για ένα κορίτσι που ξυπνάει ξαφνικά μεταμορφωμένo σε αγόρι, μιλά στο ELLE για την εκτόνωση της κρίσης στις σχέσεις των δύο φίλων, τους τρόπους με τους οποίους υποφέρουν οι άνδρες από την πατριαρχία, εξίσου με τις γυναίκες και το παρόν και το μέλλον της γυναικείας λογοτεχνίας.
«Υποτίθεται πως άλλαξαν πολλά από τότε που μιλούσαμε για τον Σαίξπηρ και την αδερφή του Τζούντιθ που, στην ερεθιστική υπόθεση της Βιρτζίνια Γουλφ, ήταν εξίσου ταλαντούχα με τον αδερφό της. Μόνο που οι γονείς της δεν την άφησαν να πάει σχολείο κι όταν την έβλεπαν μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, την έστελναν να μαντάρει κάλτσες, ώσπου, έπειτα από δραματικές περιπέτειες, εκείνη αυτοκτόνησε γιατί δεν μπορούσε να αποδείξει και να χαρεί την ευφυία της. Μπορεί να μην έχουμε πια -στη Δύση- γυναίκες που κρύβουν τα χαρτιά τους στο σεκρετέρ και πιάνουν το εργόχειρο, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να σκεφτούμε πώς ζούσαν οι γυναίκες στα χρόνια της Άννας Καρένινα. Στη λογοτεχνία, που γραφόταν από άντρες, έλεγαν όμορφα σοφά λόγια, αλλά στην πραγματικότητα τις σκότωναν στο ξύλο οι πατεράδες και οι σύζυγοι.
Όμως και σήμερα μιλάμε για γυναικοκτονίες – ευτυχώς βρήκαμε μια συγκεκριμένη λέξη για τη βία. Είναι αλλιώς να κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις κι αλλιώς να αναγνωρίζεις το συλλογικό τραύμα της καταπίεσης, του σεξισμού και της παραβίασης που μέχρι πρότινος θεωρούνταν φυσική. Όταν ήμουν πολύ νέα, ήθελα τα βιβλία μου να παρουσιάζονται από άντρες, πίστευα ότι η γνώμη τους έχει μεγαλύτερη αξία και πως αν δεν σε αποδεχτούν αυτοί, δεν έχεις υπόσταση ούτε στη ζωή ούτε στη λογοτεχνία. Χάρη στο #metoo αρχίσαμε να μη νιώθουμε παρανοϊκές και να καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει συστηματική και αποσιωπημένη παραβίαση της ισότητας και της ελευθερίας. Μόλις τώρα αρχίζει η συζήτηση με ριζοσπαστικό τρόπο. Θα φτάσουμε σε ένα σημείο υπερβολής, είναι σίγουρο. Αλλά μόνο έτσι μπορεί να εκτονωθεί μια τόσο μεγάλη κρίση στις σχέσεις των φύλων.
Στα βιβλία μου, δεν έχω υποπέσει σε μισογυνισμό, επειδή αγαπώ ειλικρινά και βαθιά τις γυναίκες. Δεν τις θυματοποιώ στη λογοτεχνία που γράφω. Οι γυναίκες στα μυθιστορήματά μου έχουν περάσει πολλά και ονειρεύονται την ελευθερία τους, το ίδιο και οι άντρες. Γιατί οι άντρες υποφέρουν εξίσου με τις γυναίκες από τους κανόνες της πατριαρχίας. Θυμάμαι μια φορά είχα τσακωθεί άγρια στην παραλία με τη μητέρα μιας φίλης της κόρης μου, επειδή πέρασε από μπροστά μας ένα κορίτσι με μαγιό τάνγκα και εκείνη είπε “μετά φταίνε οι βιαστές”. Μιλάμε για το 2010. Νομίζω ότι όλο και περισσότερες γυναίκες δεν μιλάνε πια έτσι, δεν σκέφτονται έτσι, καταλαβαίνουν τι απόψεις τους έχουν βάλει στο στόμα οι μανάδες και οι πατεράδες τους, οι δάσκαλοι και οι δασκάλες τους, τα αφεντικά τους. Στην καλή λογοτεχνία, οι συγγραφείς αισθάνονται, γράφουν και λειτουργούν υπεράνω φύλου. Πιστεύω και ελπίζω ότι η σωτηρία και η συμφιλίωση θα έρθουν μέσα από μια θεωρία post-genderism, όπου δεν θα προσδιοριζόμαστε πλέον ούτε στη ζωή ούτε στη λογοτεχνία, ως άντρες και γυναίκες, αλλά ως άτομα με ίσα δικαιώματα.
Προχθές διάβαζα τις συνεντεύξεις του Τζορτζ Στάινερ στον τόμο “Ένα Μακρύ Σαββατοκύριακο”. Έλεγε ότι “εφόσον ένας άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει ζωή, εφόσον μπορεί να δημιουργήσει ένα παιδί, είναι πολύ πιθανό η αισθητική, η ηθική φιλοσοφική δημιουργία να έχει γι’ αυτόν τον άνθρωπο πολύ μικρότερη σημασία”. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν καθαρά σωματική: η καρδιά μου κόπηκε στα δύο από τη λύπη επειδή εκτιμούσα τη σκέψη του Στάινερ. Θύμωσα με την αφέλεια και τον συντηρητισμό του κυνικού του επιχειρήματος για τον άνθρωπο που μπορεί να δημιουργήσει ζωή, δηλαδή για τη γυναίκα. Είναι η ίδια παλιά άποψη του Σίριλ Κόννολυ, πως ο χειρότερος εχθρός της τέχνης είναι το παιδικό καρότσι στο χολ. Αυτοί οι δύο άντρες έχουν πεθάνει και μαζί τους ελπίζω πως θα θαφτούν και οι σεξιστικές θεωρίες τους. Το λέω με ανακούφιση, επειδή οι απόψεις τους διαμόρφωσαν την ακαδημαϊκή ζωή, την τέχνη αλλά και την ιδιωτική ζωή μας. Όλοι αυτοί οι νυμφώνες, τα χαρέμια και τα γραφεία των μεγάλων αντρών ποιητών, όπου η γυναίκα-βοηθός-στενογράφος περιφέρεται ακροποδητί. Φτάνει.
Στο τελευταίο μου βιβλίο η Η Μεταμόρφωσή της, η Σάσα είναι ένα κορίτσι που ξυπνάει ξαφνικά μεταμορφωμένο σε αγόρι. Δεν είναι τρανς, δεν πλήρωσε για τις ορμόνες της, δεν έχει αποφασίσει να αλλάξει φύλο, ξυπνάει μεσοφυλική από ένα παράξενο σχέδιο της καφκικής της μοίρας. Το πρώτο που κάνει όταν ξυπνάει με αντρικό σώμα και μπάσα φωνή είναι να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι. Έχει τόσο καλά εσωτερικεύσει την πατριαρχία, ώστε διασκεδάζει με τον φόβο των άλλων. Της συμβαίνουν, όμως, πολύ ενδιαφέροντα πράγματα: σουλατσάρει το βράδυ χωρίς να φοβάται το σκοτάδι, απελευθερώνεται σεξουαλικά. Όταν ερωτεύεται, καταφέρνει να συνδυάσει μέσα της την αντρική και τη γυναικεία ταυτότητα, να είναι ένα “όμορφο πλάσμα”, όπως λέει και η ίδια στην τελευταία σκηνή. Κοιτάζει και αποδέχεται τον εαυτό της στον καθρέφτη, με τις αντρικές φαβορίτες και τα σκουλαρίκια της μαμάς της. Είναι μια γυναίκα από την αρχή μέχρι το τέλος, μια γυναίκα που αποδέχεται την αντρική της πλευρά, που αρνείται να ζήσει σε μια πατριαρχική φαντασίωση ευπείθειας.
Η Μεταμόρφωσή της μου θύμισε σε κάθε στάδιο της συγγραφής πως επιτελούμε από πολύ νέες το φύλο μας σαν καλά κορίτσια (μιλάω για την πλειονότητα των γυναικών της γενιάς μου, ευτυχώς σήμερα υπάρχουν όλο και περισσότερα ατίθασα κορίτσια). Αυτό το βιβλίο ήταν μια συνομιλία με τη γενιά της κόρης μου, των σημερινών εικοσάρηδων, αλλά και μια επιστροφή στη δική μου εφηβεία που ήταν γεμάτη τρόμο και ανασφάλεια και οριζόταν από το αντρικό βλέμμα. Η Σάσα είναι είκοσι χρονών- διακρίνω στον τρόπο που φέρεται την επιθυμία να πάρω πίσω το αίμα μου για όσα δεν έζησα, διακρίνω και την ανακούφισή μου που τα σημερινά κορίτσια μεγαλώνουν σ’ έναν κόσμο με περισσότερη διαφάνεια.
Στη δεκαετία του ’90, όταν μιλούσαμε για γυναικεία λογοτεχνία εννοούσαμε ροζ λογοτεχνία, chick lit. Δηλαδή κείμενα χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις. Άμυαλα κείμενα από άμυαλα κορίτσια για άμυαλα κορίτσια, αυτή ήταν η γενική ιδέα. Ήταν τότε της μόδας τα ανέκδοτα για τις ξανθιές. Απίστευτα πράγματα. Στην Ελλάδα, λοιπόν, όταν γινόταν λόγος για γυναικεία λογοτεχνία σκεφτόμασταν συναισθηματισμούς, λιβάδια με λουλούδια, πλερέζες, ανοησίες. Αντί να σκεφτόμαστε μανιφέστα ελευθερίας, βιβλία που μόνο γυναίκες μπορούν να γράψουν. Αυτό έχει αλλάξει. Σήμερα, όταν μιλάμε για γυναικεία λογοτεχνία, μιλάμε επιτέλους για έμφυλη επαναδιαπραγμάτευση, για φεμινισμό, για ελευθερία.
Οι γυναίκες έχουν διαφορετικά βιώματα. Ήρθε η ώρα να τα επεξεργαστούν ελεύθερες, με κριτήριο τη λογοτεχνικότητα, όχι τη θυματοποίηση. Γυναίκες και άντρες πρέπει να διαβάσουν συγγραφείς σαν τη Μαργαρίτα Καραπάνου, την Αννί Ερνώ, την Κλαρίσε Λισπέκτορ, την Εβαρίστο. Η Ρεμπέκα Σόλνιτ επέφερε μια συστημική αλλαγή επινοώντας πριν από χρόνια τον όρο “mensplaining” στο δοκίμιό της Men Explain Things to Me (σ.σ. Οι άντρες μου εξηγούν τα πράγματα). Είναι σπαρταριστό κείμενο κι αξίζει να διαβαστεί. Η συγγραφέας πηγαίνει με μια φίλη της στο πάρτι ενός ξιπασμένου, όπως αποδεικνύεται, άντρα ο οποίος προσπαθεί να της εξηγήσει μια θεωρία που έχει γράψει η ίδια η Σόλνιτ σε ένα βιβλίο της. Και, βέβαια, τα χάνει όταν συνειδητοποιεί ότι η γυναίκα που στέκεται απέναντί του έχει γράψει αυτό που εκείνος τόση ώρα περιφέρει ως κακοχωνεμένη γνώση για να εντυπωσιάσει. Είναι καλό παράδειγμα της επανάστασης που φέρει στα ήθη μια ενδιαφέρουσα αφήγηση.
Ο Στάινερ λέει πως από τότε που ο Ναμπόκοφ έγραψε τη Λολίτα, βλέπουμε Λολίτες σε κάθε γωνία, πως είναι μια τρομερή επινόηση της οπτικής αντίληψης. Εγώ λέω πως από τότε που η Σόλνιτ επινόησε τη λέξη “mensplaining” βλέπουμε παντού άντρες που προσπαθούν να μας εξηγήσουν κάτι που, μέσα στην ανοησία μας, εμείς οι καημένες δεν καταλαβαίνουμε. Κι αυτή είναι μια τρομερή επινόηση της γλωσσικής αντίληψης. Αν το δοκίμιο διαβαστεί από άντρες, θα τους βοηθήσει να καταλάβουν τι σκέφτονται οι γυναίκες όση ώρα περιμένουν υπομονετικά να τελειώσει ένα αρσενικό παλαιάς κοπής τη διάλεξή του. Κι αυτό το λέω με τρυφερότητα. Γιατί οι άντρες υποφέρουν επίσης μέσα στον ρόλο που η πατριαρχία τους ανάγκασε να παίξουν, ως επεξηγητές του κόσμου”.
Κεντρική φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη