Αν κάποιος δεν είχε ιδέα για τη Μήδεια ως ηρωίδα τι θα του λέγατε γι’ αυτή;
Η Μήδεια είναι ένα αρχέτυπο. Μια ιδέα. Μια πολύ δυνατή γυναίκα. Πανέξυπνη σε βαθμό πανουργίας. Έχει σχεδόν μαγικές ιδιότητες. Είναι ικανή να τα βάλει με όλους και με όλα. Στην πραγματικότητα είναι μια γυναίκα μόνη, εγκαταλελειμμένη. Χωρίς σπίτι, οικογένεια, πατρίδα, άντρα.
Από όσα έχουμε ακούσει γι’ αυτή την παράσταση, φαίνεται ότι δεν θα είναι μια συμβατική Μήδεια. Τι το ιδιαίτερο έχει το θέατρο του σκηνοθέτη Frank Castorf;
Το θέατρο του σκηνοθέτη Frank Castorf, άλλωστε, είναι πάντα ρηξικέλευθο. Το πρόσωπο της Μήδειας ως ιδέα και ως κεντρικός πυρήνας της δραµατουργίας και της παράστασης παραµένει. Τη Μήδεια την υποδύονται πέντε γυναίκες. Σε καθεµία υπάρχει µια Μήδεια ή ένα στοιχείο της που µπορεί να ανθίσει. Το διαφορετικό, επίσης, είναι ότι δεν θα γίνει παρουσίαση του κειµένου του Ευριπίδη έτσι όπως είναι γραµµένο. Ο Frank Castorf έχει δικό του τρόπο να φτιάχνει δραµατουργία. Η Μήδειά του αντλεί έµπνευση από κείµενα του Heiner Müller, όπως το Μήδειας Υλικό, η Ρηµαγµένη Όχθη και το Τοπίο µε Αργοναύτες, ποιήµατα του Rimbaud, καθώς και δικές του ιδέες. Ο Castorf φτιάχνει µια σύνθεση, µια συρραφή και λέει την ιστορία της Μήδειας µε έναν αναρχικό, αντισυµβατικό τρόπο.
Υπάρχει κάτι σε αυτό τον τρόπο δραματουργίας που σας φαίνεται πιο εύκολο ή πιο δύσκολο;
Όσον αφορά το πρώτο, ο τρόπος που µέχρι στιγµής δουλεύει ο Castorf κάνει τη διαδικασία να µοιάζει φοβερά ελαφριά. Υπό άλλες συνθήκες, κάποιος που θα έπαιζε στη Μήδεια θα γέµιζε µε βάρος, ευθύνη, αγωνία -που µια χαρά είναι και αυτά, εµένα µ’ αρέσουν, δεν τα αποφεύγω-, αλλά στη συγκεκριµένη περίπτωση το κάνει να φαίνεται σαν παιχνίδι. Ένα συναρπαστικό, δηµιουργικό παιχνίδι. Αυτό είναι το θετικό. Το αρνητικό είναι ότι υπάρχουν φορές που δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς γίνεται. Για κάποιον που θέλει να έχει µια ροή στον τρόπο που δουλεύει, αυτή η µέθοδος µπορεί να τον δυσκολέψει. Αλλά ακόµα και έτσι έχει νόηµα, γιατί αυτή τη στιγµή χτίζουµε, ράβουµε, πλάθουµε τη δραµατουργία της παράστασης Μήδεια του Frank Castorf. Όταν τελειώσει, τότε φαντάζοµαι πως και εγώ ως ηθοποιός θα µπω και θα κινούµαι πιο συνειδητά και θα µπορώ να εµπλουτίσω περισσότερο τη συµµετοχή µου µέσα σε αυτήν.
Ποια στοιχεία της Μήδειας εσείς συγκεκριμένα θα φέρετε πιο έντονα;
Η διαδικασία δεν έχει τελειώσει ακόµα, αλλά νοµίζω ότι τα στοιχεία που µου δίνονται έχουν να κάνουν µε το πιο νεαρό της ηλικίας µου, την ελπίδα που φέρει αυτή, η πιθανότητα του έρωτα, η ελαφράδα και ό,τι µπορεί να έρθει σε σύγκρουση µε το αναπόφευκτο, τον θάνατο. Προς τα εκεί νοµίζω µε πάει.
Υπάρχει κάτι για το οποίο αδημονείτε σε σχέση με αυτή την παράσταση;
Σκέφτομαι προφανώς την εβδομάδα της Επιδαύρου και τις δύο παραστάσεις. Μέχρι τότε, όμως, απολαμβάνω τη συνάντηση με αυτό τον δημιουργό, που δεν πιστεύω ότι θα προλάβουμε να τον μάθουμε σε βάθος, αλλά κάποια γνώση θα μας μείνει. Επίσης, προσμένω με λαχτάρα εκείνη τη στιγμή που μέσα από όλα αυτά θα έρθουμε αντιμέτωποι με μια έκρηξη, μια αποκάλυψη, ακόμη και αν αυτή είναι μία μόνο στιγμή.
Τι θα μπορούσε να σας πετάξει έξω από τη διαδικασία της δημιουργίας;
Η μη προφύλαξη της θεατρικής πράξης και της πρόβας, η οποία μπορεί να προκύψει είτε από κακή οργάνωση είτε από έλλειψη φροντίδας, τρυφερότητας ή προσοχής. Αυτά τα εμπόδια μπορείς να τα συναντήσεις σε θεατρικές παραγωγές που υπολειτουργούν οι δομές ή δεν είναι ακριβώς εστιασμένος ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα.
Υπήρξε κάποια στιγμή στη ζωή σας που έπρεπε να επιλέξετε αν θα γίνετε ηθοποιός;
Όχι, ο δρόμος μου με πήγαινε προς τα εκεί. Θέλησα μέσα μου, ενστικτωδώς, να οδηγηθώ προς τα εκεί. Η αγάπη μου για το σινεμά -και όχι τόσο πολύ για το θέατρο- με έφεραν σε αυτό τον σχεδόν… μονόδρομο. Δεν είχα ιδέα τι είναι ηθοποιός. Η οικογένειά μου δεν είχε πολλή επαφή με αυτά, οπότε δεν είχα ερεθίσματα. Η πρόσβαση στο σινεμά όμως ήταν εύκολη και έπαθα μια εμμονή. Οπότε μου άρεσε η εκδοχή του εαυτού μου που κάνει αυτό το επάγγελμα. Πήγα λίγο κόντρα σε κάτι οικογενειακό, αλλά όταν ήρθε η ώρα μου, πήγα στη σχολή και έδωσα.
Τι σας μαγνητίζει στο σινεμά;
Είναι από τα πράγματα που δεν τα βαριέμαι ποτέ. Καμιά φορά βαριέμαι να πάω θέατρο, αλλά σινεμά ποτέ. Ως θεατής δεν τη βαριέμαι ποτέ τη διαδικασία. Έχει να κάνει και με τη συνθήκη της συγκέντρωσης σε μια κλειστή σκοτεινή αίθουσα. Ακόμη και μια κακή ταινία να δω, πάλι καλά περνάω, αλλά όταν είναι καλή η ταινία, πρόκειται για μια φοβερή, εκστατική εμπειρία. Ως ηθοποιός, τώρα, το σινεμά εξακολουθεί να είναι γοητευτικό και κυρίαρχο ζητούμενο για μένα.
Σας ρωτάνε συχνά αν σκοπεύετε να σκηνοθετήσετε;
Ναι, με ρωτάνε, γιατί μάλλον με βλέπουν που μεγαλώνω και αναρωτιούνται “δεν θα κάνει τίποτα αυτή”; (γέλια) Η απάντηση είναι ότι το έχω σκεφτεί, προφανώς. Η αλήθεια είναι ότι κάτι μέσα μου με πιέζει να κάνω κάτι δικό μου. Αλλά από την άλλη είμαι φτιαγμένη να μπαίνω σε ένα πλαίσιο και να το κάνω δικό μου. Να απλώνομαι μέσα του και εκείνο μέσα μου. Είναι μια διαδικασία που απολαμβάνω. Τώρα, αν θα μπορούσα εκ του μηδενός να δημιουργήσω ένα σύμπαν και να πω μια ιστορία, δεν ξέρω. Μπορεί. Θα ήθελα. Δεν ξέρω αν θα έχω τη δυνατότητα και την ικανότητα να το κάνω, αλλά για να μην έχει συμβεί ακόμην σημαίνει ότι κάτι δεν έχει αφεθεί ελεύθερο. Ίσως είναι πιο εύκολο να γίνει μέσα από το σινεμά, γιατί εκεί υπάρχει και η επιλογή της μικρής φόρμας. Κάποια στιγμή πιστεύω ότι αυτό θα πιέσει πιο πολύ και κάπως θα σκάσει. Μακάρι. Μόνο ενδιαφέρον θα έχει. Και κακά να πάει, θα συνεχίσω να είμαι ηθοποιός. Ευτυχώς. (γέλια)
Στα σινεμά μπροστά και πίσω από την κάμερα τι αναζητάτε;
Παρακολουθώ όλες τις καλές ταινίες. Βλέπω ξανά και ξανά παλιά φιλµ. Θα ήθελα να βρεθώ στο κινηµατογραφικό σύµπαν πολλών δηµιουργών. Σε όλο το σύµπαν του Paul Thomas Anderson, του Κασσαβέτη και πολλών άλλων. Είδα πρόσφατα τον Δράκουλα του Coppola για τέταρτη φορά, αλλά πρώτη φορά σε µεγάλη οθόνη, σε αυτές τις ειδικές προβολές που γίνονται στον κινηµατογράφο Ιντεάλ. Είναι τραγικό αυτό που συµβαίνει στα ιστορικά σινεµά της Αθήνας. Είναι αδιανόητο να θες να κλείσεις τον πιο ιστορικό κινηµατογράφο της πόλης. Ειδικά όταν πρόκειται να λειτουργήσει στη θέση του ένα ακόµα ξενοδοχείο. Στηρίζουµε όσο µπορούµε µε τις δράσεις µας. Με πιάνει απελπισία που όλη αυτή η συλλογικότητα και η δράση δεν φέρνουν λύσεις. Απόδειξη και αυτό που έγινε µε τις δραµατικές σχολές. Χάσαµε και εκεί. Το πτυχίο µας δεν αναγνωρίζεται. Τα βλέπω πολύ ζοφερά τα πράγµατα. Δεν φτάνει η συλλογικότητα που έχει προκύψει µέσα από αυτές τις διεκδικήσεις, αλλά θα συνεχίσω να τη στηρίζω. Γιατί έτσι πάντα κάτι κερδίζεται.
Συμμετείχατε πρόσφατα στην πολύ συγκινητική παράσταση Αφιέρωση, ενός ακόμη γερμανού δημιουργού, του Botho Strauss σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη.
Στην Αφιέρωση σας αφηγούμαστε -και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε και του χρόνου- την ιστορία του Ρίχαρντ, τον οποίο τον εγκατέλειψε η Χάνα, η κοπέλα του. Μέσω αυτής της εγκατάλειψης ψάχνει με εσωστρέφεια να βρει το γιατί τον άφησε. Συνήθως οι άνθρωποι, έπειτα από έναν χωρισμό, ψάχνουμε έξω, το ερέθισμα και τον λόγο. Αυτός επιλέγει να βουτήξει στον εαυτό του και φτάνει στο βαθύ και πυρηνικό πρώτο του τραύμα. Κάνει μια εσωτερική διαδρομή για να καταλάβει κάτι πολύ σημαντικό για τον ίδιο.
Στην παράσταση υπάρχει έντονη μια λεπτοφυής διαπίστωση ότι σε έναν χωρισμό, στην πραγματικότητα χωρίζουμε από τον εαυτό μας.
Μόνο έτσι χωρίζεις. Το πιο δύσκολο είναι αυτό ακριβώς. Χωρίζεις με ένα κομμάτι του εαυτoύ σου. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να αποδεχθείς έναν αποχαιρετισμό. Αυτό εμένα μου φαίνεται τρομερά δύσκολο και προσωπικά. Αυτό παθαίνει και ο ήρωας. Αποχωρίζεται τον εαυτό του σε σχέση με τη Χάνα. Δεν χάνει τη Χάνα. Όταν χωρίζεις, χωρίζεις εσένα σε σχέση με τον άλλο άνθρωπο. Ό,τι νόμιζες για εσένα, τι προβολές είχες για εσένα, τι είσαι ικανός να κάνεις σε μια σχέση, τι θα είσαι μελλοντικά, πώς μεταμορφώνεσαι μέσα σε μια σχέση. Γι’ αυτό είναι τεράστια κατραπακιά. Και αυτό ήθελε να το δείξει ο Χάρης. Ότι ένας χωρισμός μπορεί να οδηγήσει σε μια σκληρή κριτική για εσένα τον ίδιο, γι’ αυτό πολλές φορές είναι τόσο μεταμορφωτικός ένας χωρισμός.
Εσείς τι σχέση έχετε με τα τραύματα;
Τα πάω πολύ καλά μαζί τους. Τα λύνω. Δεν το λέω αλαζονικά. Είχα μεγάλη προσκόλληση στα τραύματα μου, κάποιος άλλος κάνει πως δεν τα βλέπει, δεν τα αναγνωρίζει. Για εμένα είναι εκεί, τα βλέπω. Μου είναι ξεκάθαρα και γι’ αυτό δεν έχω άλλη επιλογή από το να τα αντιμετωπίζω, να τα διαχειρίζομαι. Το πρώτο βήμα είναι να τα αναγνωρίζεις. Μόνο τότε κάπως επιλύονται. Ή, ακόμη και αν δεν επιλύονται, και μόνο που τα επικαλείσαι ή που αναγνωρίζεις το pattern στο οποίο σε οδηγεί το κάθε τραύμα, πραγματοποιείται ένα είδος αποδέσμευσης. Αλλιώς, όταν είσαι μέσα στο τραύμα είναι όλα κολλώδη, και πηχτά και θολά. Όταν αποκτάς τη δυνατότητα να δεις το τραύμα ως παρατηρητής, το τραύμα εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά πλέον δεν είσαι μόνο αυτό.
Μεγαλώνοντας φαντάζομαι θα βρω κι άλλα. Όχι ότι είμαι τραυματολάγνα, αλλά πιστεύω ότι οι άνθρωποι τραυματιζόμαστε πιο συχνά από ό,τι νομίζουμε. Μεγαλώνοντας ανακαλύπτουμε και άλλα, γιατί μέσα μας υπάρχει κάτι βαθύ που αποκλείεται να μην μας εκπλήξει. Αποκλείεται να μη βρει τον τρόπο να βγει, όσο και κλειστός και αρματωμένος κι αν είναι κανείς.
Είμαστε κλειστοί, ε;
Βέβαια, φαντάζεστε να ήμασταν ορθάνοιχτοι; Δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Λογικό δεν είναι; Αν είσαι μια ανοιχτή πληγή που πηγαίνεις από εδώ και από εκεί, δεν ζεις. Αιμορραγείς και συνεχίζεις να μολύνεσαι από αυτό που σε έχει πληγώσει.
Να επιστρέψουμε στη Μήδεια. Πολλοί έχουν πει ότι ο Ευριπίδης είναι ο πρώτος φεμινιστής.
Μπορεί και να είναι. Δημιούργησε μια ηρωίδα που ήταν ικανή να τα βάλει με όλα τα είδη της εξουσίας. Δεν ήθελε απλώς να το κάνει. Μπορούσε. Τη βάζει να στέκεται ενάντια ακόμα και στην ίδια τη μητρική εξουσία, σκοτώνοντας τα παιδιά της. Η Μήδεια είναι μια ακραία φεμινίστρια. Ο όρος προέκυψε μετέπειτα, προφανώς. Εμείς το βλέπουμε έτσι με τα φίλτρα που έχουμε σήμερα. Αλλά είναι πολύ ισχυρή η τοποθέτηση του Ευριπίδη σχετικά με τη θέση της γυναίκας και είναι τρομερό το ότι παραμένει επίκαιρη ακόμη και σήμερα. Έχουμε ανάγκη στον δημόσιο διάλογο σήμερα μια ηρωίδα σαν τη Μήδεια. Μια γυναίκα που τα βάζει όχι μόνο με το άλλο φύλο, αλλά και με την ίδια την εξουσία, που στρέφεται προς την ίδια της τη φύση της. Η Μήδεια καταστρέφει τα πάντα επειδή την έχουν καταστρέψει. Δεν έχει επιλογή. Τη χτυπάνε από παντού. Έχει όμως τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα πάντα, γι’ αυτό είναι ένα σύμβολο, ένα αρχέτυπο. Γι’ αυτό ίσως ο Ευριπίδης τη σώζει και μας κλείνει το μάτι. Η Μήδεια πάει στον πατέρα της, τον Ήλιο. Γίνεται φωτεινή. Πάει στο φως.
Τι είναι φωτεινό για εσάς; Τι σας σώζει από το σκοτάδι;
Κλισέ απάντηση, αλλά φως είναι η αγάπη. Αγάπη όχι μόνο από τους και προς τους ανθρώπους, αλλά και προς τα πράγματα. Η αγάπη ως τρόπος εκεί που είσαι σκοτεινιασμένος, που είσαι δύσθυμος, εκεί που τα πράγματα δεν πάνε καλά, εκεί που όλα καταστρέφονται, εκεί που προσπαθείς να αγαπήσεις περισσότερο τον άνθρωπό σου. Εκεί είναι το φως και το βάθος του. Ένα βαθύ, ατέρμονο πηγάδι είναι αγάπη. Από εκεί μου έχει έχει φανερωθεί εμένα το φως. Από τον τρόπο της αγάπης. Η αγάπη μπορεί να αποκαλύψει και μια αλήθεια που να είναι δύσκολη και σκληρή. Γι’ αυτό λέω “ο τρόπος της αγάπης”. Νομίζω ότι μόνο μέσω αυτής μπορούν να ανανεωθούν και να θεραπευτούν τα πράγματα ξανά και ξανά, να δημιουργηθούν νέοι χώροι και χρόνοι.
Αναζητάτε ηρωίδες που να μοιάζουν επίκαιρες, π.χ., φεμινίστριες ή έργα που να δημιουργούν άμεσες συνάψεις με όσα συμβαίνουν γύρω μας;
Γενικά δεν έχω καλή σχέση µε τα επίκαιρα, κάπως δεν µε ελκύουν. Μου αρέσει να αναζητώ την πολυπλοκότητα της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, αλλά δεν νιώθω ότι χρειάζεται να κουνήσω µέσα από τις ηρωίδες που παίζω κάποια σηµαία υπέρ αυτής. Και αυτό να συµβεί, πάλι ΟΚ είναι. Κυρίως φροντίζω να φτάνω όσο πιο βαθιά γίνεται στην ύπαρξη της κάθε ηρωίδας µου, γιατί όλα αυτά τα «επίκαιρα» σχολιάζονται καλύτερα και πιο ολοκληρωµένα αν δεν παρουσιάζονται επιτηδευµένα. Από την άλλη, είναι αλήθεια ότι η αφύπνιση συµβαίνει µε πιο άµεσο τρόπο και αυτό είναι καλό.
Νιώθετε ότι το γυναικείο βίωμα στο θέατρο και το σινεμά είναι δίκαια κατανεμημένο εκεί έξω;
Ο καθένας μπορεί να μιλάει για τον δικό του μικρόκοσμο. Στον δικό μου, τα πράγματα είναι πιο δίκαια, αλλά στην κοινωνία δεν συμβαίνει το ίδιο και γι’ αυτό παλεύουμε. Αλλά, υπάρχουν πολλές σκηνοθέτριες που έχουν βρει τον δρόμο τους και είναι πολλά τα αγόρια που έχουν δει τις ταινίες τους και έχουν συγκινηθεί πολύ. Και από την άλλη, υπάρχει το παράδειγμα του Αλέξανδρου Βούλγαρη, που είναι ένας άντρας που έχει γράψει αληθινά υπέροχες ηρωίδες. Ωστόσο, δυστυχώς, αν είσαι γυναίκα είναι πιο δύσκολο να απευθυνθείς σε ένα φεστιβάλ, να πάρεις μια επιδότηση, να διεκδικήσεις μια θέση πιο συστημική. Επίσης, πλέον έχουμε το φαινόμενο του να δίνεται από κάποιους χώρος και φωνή στις γυναίκες για να θεωρούνται wake και politically correct. Δεν είναι ωραίο όταν συμβαίνει αυτό και προφανώς δεν αρκεί, αλλά καλύτερα έτσι.
Θα επιστρέψετε σύντομα και στο κινηματογραφικό σύμπαν του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The Boy);
Ναι, θα παίξω σε µια ακόµη ταινία του. Δεν µπορώ να πω πολλά. Ο χαρακτήρας µου λέγεται Μάργκο και είναι µουσικός. Μου αρέσει να επιστρέφω σε µόνιµες συνεργασίες. Μια τέτοια είναι και ο Αλέξανδρος. Βέβαια, αυτό δεν είναι µόνο εύκολο, αλλά µπαίνεις πιο βαθιά, πιο γρήγορα και πιο εύκολα όταν συµβαίνει. Έχω πολύ ανάγκη τη σχέση εµπιστοσύνης για να εµβαθύνω, αλλά µ’ αρέσει ταυτόχρονα να πετάγοµαι και σε κάτι φρέσκο και ολοκαίνουριο. Το ότι αυτό το καλοκαίρι θα δουλέψω µε τον Αλέξανδρο και µε τον Frank Castorf δηµιουργεί µια ισορροπία. Δεν την επιδίωξα, αλλά είναι χρήσιµη.
Η Μήδεια θα παρουσιαστεί στο Θέατρο Επιδαύρου στις 21 και 22/7 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.