Αντώνης Ανδρουλιδάκης: «Το αδιέξοδο είναι δώρο»

Μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον γνωστό κοινωνικό και αναπτυξιακό ψυχολόγο, Αντώνη Ανδρουλιδάκη, που αξίζει να διαβάσεις.

Μαρία Πατούχα 16 Μαΐ. 24
Αντώνης Ανδρουλιδάκης: «Το αδιέξοδο είναι δώρο»

Ποια είναι τα διαδοχικά συλλογικά τραύματα τα οποία βιώνουμε ως κοινωνία; Είμαστε έτοιμοι να τα θεραπεύσουμε; Τι μπορεί να γίνει ασπίδα και να μας θωρακίσει απέναντι στη βία; Γιατί ο έρωτας είναι ένα είδος «βάφτισης» και ποια είναι η «τραγωδία» που τραυματίζει τις σύγχρονες σχέσεις; Σε όλα τα παραπάνω απαντά ο γνωστός κοινωνικός και αναπτυξιακός ψυχολόγος, Αντώνης Ανδρουλιδάκης, με αφορμή το νέο του βιβλίο Το Σύμπλεγμα του Ηφαίστου, που κυκλοφορεί σε λίγο καιρό.

Στο βιβλίο σας «Το Ελληνικό Τραύμα» αναλύετε ανάμεσα στα άλλα την κρίση της συλλογικής μας ταυτότητας, την υπαρξιακή μας κρίση ως έθνος, την κοινωνικοπολιτική που μας επέβαλαν τα μνημόνια, τη μειονεξία και την απόρριψη που νιώθουμε ως λαός, τον Δυτικό εαυτό μας, τον οποίο χαρακτηρίζετε ψευδή. Πώς θα ορίζατε με λίγα λόγια το «ελληνικό τραύμα» σε κάποιον που δεν είναι καθόλου εξοικειωμένος με το έργο σας;

Το «ελληνικό τραύμα», όπως και κάθε συλλογικό τραύμα, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο J.C. Alexander, εμφανίζεται όταν τα μέλη μιας συλλογικότητας αισθάνονται ότι έχουν βιώσει ένα φρικτό γεγονός που αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στην ομαδική τους συνείδηση, σημαδεύοντας τις αναμνήσεις τους για πάντα και αλλάζοντας τη μελλοντική τους ταυτότητα με θεμελιώδεις και αμετάκλητους τρόπους. Με την έννοια αυτή, η ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως σήμερα, έχει υποστεί σωρεία επαναλαμβανόμενων συλλογικών τραυμάτων. Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του ’21, η μικρασιατική καταστροφή, ο εμφύλιος πόλεμος, η δικτατορία, η εισβολή και η κατοχή στην Κύπρο, τα μνημόνια και η πανδημία είναι μόνο τα πιο κρίσιμα εξ αυτών.

Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Ποια είναι η μεγαλύτερη φυλακή στην οποία μας εγκλώβισε το «ελληνικό τραύμα»;

Όπως περίπου συμβαίνει και στο ατομικό αναπτυξιακό τραύμα που μας παγιδεύει στην παιδική μας ηλικία ή -όπως λέει η Alice Miller-, στις «φυλακές της παιδικής μας ηλικίας», το τραύμα πάντα μας κλέβει το παρόν, παγιδεύοντάς μας στο τραυματικό παρελθόν και υπονομεύοντας το μέλλον. Θα μπορούσαμε να το πούμε και λίγο διαφορετικά: το συλλογικό τραύμα μάς έχει φυλακίσει σε μια αρνητική -έως απεχθή- εικόνα του συλλογικού μας εαυτού. Και αυτή η φυλακή έχει στη συνέχεια δεκάδες άλλες δραματικές συνέπειες, τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό πεδίο.

Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεστε και στην ανάγκη της αυτοέκφρασης ενός λαού, η οποία έμεινε ανικανοποίητη μέσα στα χρόνια. Αυτή η φίμωση της συλλογικής αυτοέκφρασής μας, τι παρενέργειες έχει, πώς εκδηλώνεται σε ατομικό επίπεδο; Η έξαρση της βίας που ζούμε τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να εκπορεύεται από αυτή τη φίμωση;

Η ανάγκη της αυτοέκφρασης είναι μια πυρηνική, υπαρξιακή ανάγκη, τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό πεδίο. Πρόκειται για μια σχεδόν έμφυτη υπαρξιακή ορμή συναρτημένη με την υπαρξιακή ανάγκη για αυτονομία και αυθεντικότητα, που συναντάμε όχι μόνο στον άνθρωπο, αλλά σε όλα τα θηλαστικά. Ένα βρέφος, ακόμη και ένα κατοικίδιο, χρειάζεται να εκφράσει τις ανάγκες του για να μπορέσει να επιβιώσει. Και θα τις εκφράσει με τόσο έντονο -και βίαιο ίσως- τρόπο, όσο δεν του επιτρέπεται να τις εκφράσει. Μιλώντας ειδικότερα για την ελληνική κοινωνία, πολλοί Έλληνες, όπως και αρκετοί πρόγονοί μας, υποφέρουμε από τη συναρτημένη με το συλλογικό τραύμα πληγή της οργής. Κι αυτό γιατί είναι πρακτικά αδύνατο να είσαι, για χρόνια, ένα δοχείο, μια αποθήκη από συνεχή αρνητικά και εξουθενωτικά μηνύματα, να έχεις μια αίσθηση προσβεβλημένου εαυτού και να μην αισθάνεσαι οργή. Στα σχολεία, στον δρόμο, στη δημόσια υπηρεσία, στο νοσοκομείο, στη δουλειά ή στην πολυκατοικία, σχεδόν σε κάθε δημόσιο χώρο, ο Έλληνας εκτίθεται διαρκώς σε όλα αυτά. Και δεν χρειαζόμαστε άλλη επιβεβαίωση από τις βιωμένες εμπειρίες όλων μας. Η οργή και η εκρηκτική επιθετικότητα ή η βία που τη συνοδεύει είναι, μ’ αυτή την έννοια, μια βαθιά συναισθηματική ανταπόκριση στις συνεχείς εμπειρίες του υποβιβασμού και της απαξίωσης και χτίζεται με τον καιρό σαν αποτέλεσμα των σωρευτικά καταπιεσμένων συναισθημάτων, σαν ένα ίζημα της αφωνίας και της περισταλμένης αυτοέκφρασης. Η οργή είναι η φυλακή στην οποία εκτίεται η ποινή της πολύχρονης καταδίκης στη σιωπή.

Στο έργο σας συνδέετε διαρκώς το ατομικό με το κοινωνικό. Το προσωπικό τραύμα που βιώνει ο καθένας από εμάς προκύπτει από το συλλογικό τραύμα που υφιστάμεθα ως λαός; Ουσιαστικά είναι το συλλογικό τραύμα εκείνο που έχει τραυματίσει την ψυχή μας και παραμένει ανεπούλωτο;

«Είμαι ο εαυτός μου γιατί κάποιος με βλέπει», λέει ο Jean Paul Sartre, υπενθυμίζοντάς μας κατά κάποιον τρόπο το αριστοτελικό «κοινωνικό ον». Είμαστε όλοι μας μέρη πολλών συλλογικών πεδίων, ομόκεντρων και πολλαπλών συστημάτων στα οποία υπαγόμαστε και από τα οποία δεχόμαστε εκατοντάδες επιδράσεις. Από την οικογένεια και το σχολείο έως τα συστήματα πεποιθήσεων και τις ιδεολογίες. Κατά συνέπεια, τελούμε και υπό την, μάλλον ανεπίγνωστη, επιρροή του συλλογικού μας τραύματος, με τον ίδιο τρόπο που μια μαύρη γυναίκα στις ΗΠΑ υφίσταται σοβαρότατες επιδράσεις από τις δύο αυτές ταυτοτικές της υπαγωγές: γυναίκα και μαύρη. Προσανατολιζόμαστε στον υλικό και κοινωνικό κόσμο ή αποκτούμε κώδικες επικοινωνίας με τους άλλους, χτίζουμε δηλαδή τις «κοινωνικές μας αναπαραστάσεις» μέσα από μια διαρκή δυναμική αλληλεπίδραση του ατομικού με το συλλογικό. Έτσι το ατομικό τραύμα ίσως να μην είναι πάντα αναπόδραστη συνέπεια του συλλογικού τραύματος, είναι όμως πάντα, με κάποιον τρόπο, συναρτημένο με αυτό. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, έναν πατέρα πολιτικό κρατούμενο στην περίοδο της δικτατορίας που έχει εγκαταλείψει -και ως εκ τούτου τραυματίσει το παιδί του- ή τον εξαιρετικά αγχωμένο Έλληνα της μνημονιακής περιόδου που παλεύει κυριολεκτικά να επιβιώσει, μεταβιβάζοντας ή εκτονώνοντας συχνά αυτά τα συναισθήματά του στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον, το οποίο και τραυματίζει. Το αδιόρατο συλλογικό τραύμα συχνά σαρκώνεται στον συγκεκριμένο Άλλο και γίνεται έτσι ορατό. Αλλά μήπως, με την έννοια αυτή, και τα Τέμπη ή το Μάτι δεν ήταν ακριβώς αυτό; Η συμπύκνωση του συλλογικού τραύματος στο ατομικό πεδίο;

Οικονομική και κοινωνική κρίση, πανδημία, πόλεμοι, έξαρση της βίας, γυναικοκτονίες, το έγκλημα των Τεμπών. Μέσα σε μόλις 15 χρόνια, το ένα τραύμα διαδέχεται το άλλο χωρίς να προλαβαίνουμε να επουλώσουμε το προηγούμενο, ώστε να διαχειριστούμε το επόμενο. Όλα αυτά τα τραύματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με έναν κοινό τρόπο;

Απαντώ, κάπως αφοριστικά, ναι! Αρκεί να μπορέσουμε να διακρίνουμε ποια είναι τα κοινά συστατικά στοιχεία των τραυμάτων αυτών και τότε θα ανακαλύψουμε ότι όλα αυτά τα τραύματα δεν είναι παρά οι παροντικές εκφάνσεις του πρωταρχικού συλλογικού μας τραύματος. Συνοπτικά, οι τρόποι με τους οποίους το συλλογικό τραύμα εκδραματίζεται στη ζωή μας ή, με άλλα λόγια, τα συμπτώματα του συλλογικού μας τραύματος είναι:
α) Εσωτερικευμένη υποτίμηση
β) Προσβεβλημένη αίσθηση εαυτού
γ) Αίσθηση ψυχικού ελλείμματος/απελπισία/νοσταλγία του παρελθόντος και ζοφερή εικόνα του μέλλοντος
δ) Αφωνία/περιστολή της αυτοέκφρασης/παθητικοποίηση/πολιτική απάθεια
ε) Αίσθημα απώλειας και συλλογικής θλίψης
στ) Εθνοστρές/διαταραχή της πολιτισμικής ταυτότητας του λαού μας
ζ) Μανιώδης προσανατολισμός προς την επιβίωση
η) Οργή
θ) Σύνδρομο δυσπιστίας, τόσο διαπροσωπικό όσο και έναντι των θεσμών
ι) Τραυματισμός της συλλογικής μνήμης/ασυνέχεια της ιστορικής μνήμης
Ως εκ τούτου, στον βαθμό που θεραπεύουμε αυτές τις πληγές, θεραπεύουμε και το συλλογικό μας τραύμα, ασχέτως της μορφής που αυτό λαμβάνει στην παρούσα ιστορική φάση.

Τι μπορεί να αναγκάσει τους ανθρώπους να αρχίσουν να κοιτάζουν το μέσα τους, μια κίνηση που σε μια συνέντευξή σας έχετε αποκαλέσει “ζόρικη”;

Νομίζω το αδιέξοδο.Μας αφυπνίζει αναγκαστικά, όπως το λέτε, και με την έννοια αυτή είναι μεγάλο δώρο το αδιέξοδο, ο τοίχος! Πέφτουμε πάνω του, σπάμε τα μούτρα μας κι εκεί που νομίζουμε πως από την «τράκα» σχεδόν δεν υπάρχουμε πια, ανακαλύπουμε, μάλλον έκπληκτοι, ότι αυτός που «έσκασε» ήταν ένας άλλος, μια κατασκευή που φτιάξαμε άθελά μας όταν ήμασταν παιδιά. Μια κατασκευή, μια περσόνα, που δημιουργήσαμε τότε για να επιβιώσουμε. Και καλά κάναμε. Το σωσίβιο αυτό μας έσωσε τότε τη ζωή. Καταλαβαίνουμε, δηλαδή, πως εκείνο που πονάει δεν είναι η κατασκευή που έσπασε, αλλά η επίγνωση της συναισθηματικής οδύνης που, τόσα χρόνια, κρυβόταν κάτω από την κατασκευή. Και σ’ αυτό έγκειται το «ζόρικο». Το αδιέξοδο ήταν το εμπόδιο που έβαλε στον δρόμο μας ο «αληθινός» μας εαυτός, για να μας πει πως δεν θέλει να συνεχίσουμε άλλο φορώντας αυτή τη χαζή πανοπλία, αυτό το ανόητο σωσίβιο που μας στενεύει και δεν μπορούμε να κολυμπήσουμε. Συνεπώς, κάθε φορά που πέφτουμε με χίλια σ’ έναν τοίχο, κάθε φορά που εμφανίζεται το αδιέξοδο, μπορούμε να κάτσουμε και να κλαίμε τη μοίρα μας βαρυγκομώντας «γιατί σ’ εμένα;» ή μπορούμε να το δούμε σαν μια ευκαιρία αποκατάστασης του εαυτού μας. Nα δούμε, δηλαδή, τον πόνο σαν μια ευκαιρία αλλαγής.

Είναι έτοιμοι στη σημερινή εποχή οι άνθρωποι να αναγνωρίσουν και εν συνεχεία να θεραπεύσουν το τραύμα που κρύβεται στην ψυχή τους ή προτιμούν να αποφεύγουν την οδύνη που θα τους προκαλέσει αυτή η αναγνώριση;

Θα έλεγα πως στην εποχή μας οι άνθρωποι είναι πιο έτοιμοι από ποτέ να έρθουν σε επαφή με το τραύμα τους και αυτό απαιτεί μεγάλη γενναιότητα. Οι γνώσεις της ψυχολογίας, έστω και στις ποπ εκδοχές της, έστω και με την αποθέωση της «θετικής» ψυχολογίας, έχουν τεράστια διάδοση και αποδοχή στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Και αυτό σίγουρα είναι ένα σημαντικό αναπτυξιακό βήμα. Η ανάγκη των νέων ανθρώπων να μη μεταβιβάσουν στα παιδιά τους την τραυματική ψυχική τους κληρονομιά, νομίζω ανεβαίνει όλο και πιο πολύ στον αξιακό χάρτη του ανθρώπου στη Δύση. Το πρόβλημα είναι ότι, από την άλλη, έχει αυξηθεί πολύ ο συστημικός τραυματισμός, ο βαθμός τοξικότητας της κουλτούρας μέσα στην οποία μεγαλώνουμε, αλλά και οι μηχανισμοί αποφυγής/ανακούφισης του τραύματος που προσφέρονται -με το αζημίωτο- από το ίδιο το τοξικό σύστημα (πάσης φύσεως εξαρτήσεις και λοιπά).

Είναι δυνατόν η αναγνώριση του τραύματος να μην οδηγήσει σε μια διαδικασία επούλωσης, αλλά στην απάθεια ή ακόμη και στην επιθετικότητα; Είναι κάποια ακραία φαινόμενα που βλέπουμε σήμερα στην κοινωνία μηχανισμοί αγνόησης ή απώθησης αυτού του τραύματος;

Νομίζω πως όχι. Η αναγνώριση του τραύματος είναι μια αναγκαία -και όχι ικανή- συνθήκη θεραπείας του τραύματος, που δεν νομίζω ότι μπορεί να οδηγήσει στην απάθεια ή στην επιθετικότητα. Είναι μάλλον το ανεπούλωτο τραύμα που, παρά την επίγνωσή του, μπορεί να οδηγεί σ’ αυτές τις εκδραματίσεις. Η απώθηση είναι ένας αμυντικός μηχανισμός που αφορά το ασυνείδητο μπλοκάρισμα απαράδεκτων σκέψεων, συναισθημάτων και παρορμήσεων που, προφανώς, συναρτώνται με το τραύμα. Οπότε, η απάντηση στο ερώτημά σας είναι ότι τα ακραία φαινόμενα που βλέπουμε σήμερα στην κοινωνία μας είναι συμπτώματα του ότι το τραύμα ελέγχει και κατευθύνει τη ζωή πολλών ανθρώπων, όπως περίπου συμβαίνει σε μια μαριονέτα.

Από την άλλη πλευρά, είναι δυνατόν η αναγνώριση του τραύματος και η συζήτηση γύρω από αυτό να μας βάλει σε μια λογική θυματοποίησης, κάτι που θα μας στερήσει την ενέργεια να δράσουμε και να το αντιμετωπίσουμε;

Χρειάζεται εδώ να κάνουμε μια λεπτή, αλλά πολύ σημαντική διάκριση. Τη διάκριση μεταξύ τραυματικού γεγονότος και τραύματος. Το τραυματικό γεγονός είναι αυτό που μου συνέβη και το τραύμα είναι αυτό που προκλήθηκε μέσα μου εξ αιτίας του τραυματικού γεγονότος. Το τραύμα είναι αυτό που αναγκάστηκα να γίνω λόγω του τραυματικού γεγονότος. Για παράδειγμα, αν ο πατέρας μου με κακοποιεί, αυτό είναι το τραυματικό γεγονός. Το πώς θα ανταποκριθώ εγώ στην κακοποίηση αυτή, το πώς θα γίνω εγώ εξ αιτίας αυτού, δηλαδή το αν, για παράδειγμα, θα γίνω δύσπιστος ή κακοποιητικός και εγώ είναι το τραύμα μου. Ως εκ τούτου, μια τέτοια αναγνώριση με βγάζει από τη συγκρουσιακή σχέση θύμα-θύτη στην οποία υπήρξα όταν συνέβη το τραυματικό γεγονός και με οδηγεί στην ανάληψη της ενήλικης ευθύνης μου πώς να αποκαταστήσω τον αληθινό εαυτό μου, που αναγκάστηκε να γίνει δύσπιστος, λόγω της αρχικής κακοποίησης. Προφανώς, αν η λεπτή αυτή διάκριση δεν καταστεί εφικτή μέσα στη θεραπευτική διαδικασία, τότε απλά επαναλαμβάνεται ο «καταναγκασμός του τραύματος», με όποια μορφή εμφανίζεται αυτός. Θα συνεχίσω, δηλαδή, να είμαι το θύμα ή ο θύτης ή θα εναλλάσσω τους ρόλους αυτούς.

Σε μια ανάρτησή σας αναφέρετε ότι «το Τραύμα μπορεί να εμφανίζεται ως διεγερτικός και κινητοποιητικός παράγοντας για την ανθρώπινη δράση, η οποία μέσω της αντιμετώπισης και της υπέρβασης του τραύματος συμβάλλει στη “μορφογένεση του πολιτισμού”» (Archer 1986). Ότι, δηλαδή, το τραύμα μπορεί να γίνει δύναμη κοινωνικού γίγνεσθαι. Πώς μπορεί να συμβεί αυτό;

Μέσα στην αδιάκοπη ροή της κοινωνικής αλλαγής, το συλλογικό τραύμα μπορεί να εμφανίζεται με διπλή ιδιότητα: ως συνέπεια κάποιων άλλων αλλαγών (τραυματογόνος χαρακτήρας), αλλά και ως υποκινητής ενός άλλου ρεύματος των αλλαγών που πραγματοποιούνται από τις ίδιες τις ενέργειες αντιμετώπισης του τραύματος. Για παράδειγμα, η κινητοποιητική δυναμική του εβραϊκού τραύματος, του Ολοκαυτώματος, οδήγησε στη δημιουργία του σύγχρονου εβραϊκού κράτους με την αυστηρή προσήλωσή του στα ζητήματα ασφάλειας. «Θα είμαστε τόσο ισχυροί που δεν θα επιτρέψουμε να ξανασυμβεί κάτι ανάλογο στην Ιστορία μας». Δηλαδή, η διατάραξη της συλλογικής τάξης που επέφερε το τραύμα του Ολοκαυτώματος, σε διαφορετική χρονική κλίμακα μπορεί να θεωρηθεί ο σπόρος ενός νέου συλλογικού συστήματος. Με άλλα λόγια, το ίδιο το τραύμα είναι αμφίθυμο, άλλοτε εποικοδομητικό και άλλοτε καταστροφικό. Στην περίπτωση του εβραϊκού τραύματος, γίνεται εμφανές ότι το συλλογικό τραύμα, παρά τις άμεσες αρνητικές, οδυνηρές συνέπειές του για εκατομμύρια Εβραίους, δείχνει τη θετική, λειτουργική του δυνατότητα ως δύναμη κοινωνικού γίγνεσθαι (Sztompka 1991a, 1993b). Άλλο τόσο, βέβαια, οι σημερινές αντιδράσεις του εβραϊκού κράτους απέναντι στους Παλαιστινίους μπορούν να θεωρηθούν ως η άλλη, η αρνητική εκ νέου όψη, του συλλογικού εβραϊκού τραύματος.

Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Έχετε δηλώσει ότι κάθε μέρα, όλο και πιο πολύ γίνεται στην Ελλάδα αντιληπτό ότι τρεις κοινωνικοί, ηθικοί και συμβολικοί πυλώνες του κοινωνικού συμβολαίου (ασφάλεια, ισότητα και δικαιοσύνη) στέκουν πουκάμισα αδειανά. Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το τραύμα της ανασφάλειας και της αδικίας που βιώνουμε καθημερινά;

Μιλώ για το άδειο κέλυφος του κοινωνικού συμβολαίου, το αδειανό πουκάμισο, για να δείξω κατ’ αρχήν ότι στην Ελλάδα συντελείται εδώ και δεκαετίες ένα απένθηστο πένθος. Πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη μορφή απώλειας, γιατί δεν αφορά τόσο το παρελθόν, αλλά ένα μέλλον που δεν λέει να υπάρξει, όπως περίπου συμβαίνει με την απώλεια ενός εμβρύου πριν αυτό προλάβει να γεννηθεί. Πρόκειται για ένα πένθος για τη ζωή που δεν κατορθώνεται, για το μέλλον που δεν έρχεται, για το όνειρο που διαψεύδεται. Και γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται για ένα «αόρατο πένθος», για έναν «αόρατο θάνατο» ή, τελικά, για ένα «αόρατο σκοτωμένο μέλλον». Το πένθος αυτό μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, όπως ταυτόχρονα μεταβιβάζεται και η ίδια η άρνησή του. Είναι σαν να μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας, στους άλλους, ακόμη και στα ίδια τα παιδιά μας να βιώσουν, επιτέλους, αυτό το πένθος, να προχωρήσουν σε κάθε απαραίτητη τελετουργία πένθους του σκοτωμένου μέλλοντος, ώστε να μπορέσουν, εν τέλει, να γεννήσουν στ’ αληθινά ένα νέο μέλλον. Γιατί, ένα συλλογικό μέλλον, ακόμη και πριν την ύπαρξή του, υπάρχει στο ασυνείδητο των μελών της κοινότητάς μας, υπάρχει στα όνειρά μας, στις συζητήσεις μας με τους άλλους. Το μέλλον υπήρξε πρώτα μέσα από την επιθυμία μας, παραφράζοντας τον Λακάν. Κι’ όμως, αντί να πενθήσουμε, ωθούμε ο ένας τον άλλο στη διαγραφή του πένθους για το μέλλον που κάθε τόσο χάνουμε, κολλημένοι μία στο στάδιο της άρνησης και μία στο στάδιο του θυμού. Άρα, χρειάζεται, πριν απ’ όλα, να δούμε τι θα κάνουμε με αυτό το συλλογικό μας πένθος, με το «αδειανό μας πουκάμισο». Κι’ αυτό δεν σημαίνει ότι θα το παραγεμίσουμε με τα «ξέφτια της Ιστορίας» ή με ό,τι απόβλητο ξεφορτώνεται στον τόπο μας ο δυτικός τρόπος του βίου. Πιο συγκεκριμένα, το τραύμα της αδικίας είναι το δίκιο που λείπει, γιατί καταστρέφει την αίσθηση ηθικής και πίστης σε έναν δίκαιο κόσμο. Όταν συσσωρεύονται οι εμπειρίες της αδικίας, υφίσταται ένα σημείο καμπής όπου η αδικία κατακλύζει τους πόρους του αδικημένου ανθρώπου. Το βαθύ αίσθημα της αδικίας εσωτερικεύεται και ενσωματώνεται στο άτομο. Οι άνθρωποι περιμένουν να πληγωθούν ξανά και ξανά. Μπορεί να κρύβονται, να αποφεύγουν τους άλλους ή να φορούν μια συναισθηματική πανοπλία για προστασία όταν εκτίθενται στον δημόσιο χώρο ή και στις στενές σχέσεις τους. Υποθέτουν ότι θα αντιμετωπιστούν, ακόμα μια φορά, με διακρίσεις, παρενόχληση, κακοποίηση και επιθετικότητα. Ως εκ τούτου, στη συνέχεια προβλέπουν και αντιδρούν ανάλογα για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ακόμη και εκεί που τελικά η αδικία δεν συντελείται. Και είναι αυτό που έχει συμβεί στη χώρα μας. Έχουμε υπερβεί το σημείο καμπής της συσσωρευμένης αδικίας. Η θεραπεία μπορεί να προκύψει μόνο όταν η απελευθέρωση από τη συλλογική ενοχή και την εθνική μας μειονεξία συναντήσει το απόλυτο αίσθημα του δικαιώματός μας για μια αξιοβίωτη ζωή. Στο σημείο, δηλαδή, που η αδικία δεν θα μας αξίζει!

Με αφορμή την πρόσφατη γυναικοκτονία έξω από το ΑΤ των Αγίων Αναργύρων, γράψατε ότι μια «ανοργάνωτη έξοδος» του θύματος από μια κακοποιητική σχέση, δηλαδή μια μοναχική έξοδός του, μπορεί να πυροδοτήσει την καταστροφική συμπεριφορά του θύτη, την οποία θέλουμε να αποφύγουμε. Ποιοι μηχανισμοί υποστήριξης, ποιες συνθήκες και ποιοι θεσμοί πρέπει να συνδυαστούν ώστε το κάθε θύμα που «θα φεύγει» να είναι ασφαλές και προστατευμένο;

Δυστυχώς ζούμε σε μια συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη που οι σύγχρονοι μηχανισμοί στήριξης του ατόμου, το κοινωνικό κράτος, έχει σχεδόν ολοσχερώς πλέον διαλυθεί, αλλά και οι «κοινοτικοί» μηχανισμοί στήριξης που υπήρχαν παλαιότερα (οικογένεια, γειτονιά, κοινότητα) έχουν τρωθεί σε σημαντικό βαθμό. Παραμένει ίσως ακόμη η οικογένεια, στην κάπως διευρυμένη εκδοχή της (παππούδες/γιαγιάδες), που διαδραμάτισε μάλιστα κρίσιμο προστατευτικό ρόλο στην πρώιμη μνημονιακή περίοδο. Άρα, το σύγχρονο άτομο βρίσκεται εγκαταλειμμένο σ’ έναν «άκαρδο κόσμο» και, προφανώς, η γυναίκα, το παιδί, ο «ξένος», ο φτωχός και ο ανάπηρος βρίσκονται στη δυσμενέστερη θέση σ’ αυτή την τραγική ιεραρχία της εγκατάλειψης. Προσωπικά δεν έχω ιδιαίτερες ελπίδες ότι το σύγχρονο κράτος μπορεί με κάποιον μαγικό τρόπο να απελευθερωθεί από τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες του και να αποκαταστήσει τον ιδρυτικό του κοινωνικό ρόλο, έτσι τουλάχιστον όπως τον ζήσαμε στη δυτική Ευρώπη στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ως εκ τούτου, έχω την αίσθηση ότι μοναδική μας διέξοδος είναι ο εκσυγχρονισμός της κοινοτικής μας παράδοσης, δηλαδή η επανεφεύρεση της έννοιας της κοινότητας, της γειτονιάς, του επαγγελματικού σιναφιού (του κύκλου των ομότεχνων), του δικτύου των φίλων και, βέβαια, της οικογένειας, ιδιαίτερα με την έννοια των «κοινωνικών γονιών» και «κοινωνικών αδελφών», όπως εύστοχα το ορίζει ο μεγάλος κοινοτιστής Murray Bookchin. Προφανώς αυτό σημαίνει μια επαναστατική πολιτισμική αλλαγή, που μπορεί να μοιάζει ανέφικτη, αλλά όπως προείπαμε αυτή μπορεί να είναι η δημιουργική δυναμική του τραύματος. Πέρα απ’ αυτό, όμως, νομίζω είναι μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε και για το επίπεδο της πρόληψης. Χρειάζεται να εκπαιδεύσουμε χθες τα παιδιά μας να σχετίζονται με υγιή, αγαπητικό τρόπο. Να εντάξουμε στο σχολικό πρόγραμμα ένα μάθημα με τίτλο «Πώς Σχετίζομαι» και να απαλλαγούμε από τις αντιγραφές των τραυματικών σχέσεων των γονιών μας ή/και των ακόμη πιο τραυματικών σχέσεών μας μαζί τους. Χρειάζεται να μιλήσουμε στα παιδιά όχι μόνο για την εξιδανικευμένη αγάπη που θεραπεύει, αλλά και για την αγάπη που αρρωσταίνει.

Στα γραπτά σας συναντούμε πολύ συχνά τη λέξη «ευαλωτότητα», όχι ως ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να καταπολεμήσουμε, αλλά ως μια ποιότητα που πρέπει να αφήσουμε ελεύθερη να εκδηλωθεί. Σε τι μπορεί να μας χρησιμεύσει η ευαλωτότητα στους άγριους και βίαιους καιρούς που ζούμε;

Χρησιμοποιώ την έννοια της ευαλωτότητας ως αυτό που είναι, δηλαδή ως ειδοποιό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Είμαστε εύθραυστα, ευάλωτα πλάσματα. Συνεπώς, η απόκρυψη της ευαλωτότητας, ως μηχανισμός προστασίας μας από τον «κακό άλλο», δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εκδραμάτιση του τραύματός μας. Έχει την ίδια ισχύ με το να υποστηρίζει κάποιος ότι όσο κι αν τον χτυπήσουν, εκείνος δεν πονάει γιατί είναι δυνατός. Για την ακρίβεια, είμαστε τόσο αυθεντικοί όσο είμαστε ενήμεροι της ευαλωτότητάς μας. Ακριβώς γι’ αυτό η ευαλωτότητα γίνεται ένα σχεσιακό προσκλητήριο. Με την αυθεντική ευαλωτότητά μου θα συναντήσω τον αυθεντικό ευάλωτο Άλλο, αλλιώς θα είμαστε δυο απομονωμένα άτομα που παριστάνουμε τους δυνατούς και δεν συναντιόμαστε ποτέ. Θέλω να πω, η αποκάλυψη της ευαλωτότητας είναι αναγκαία συνθήκη βαθιάς σύνδεσης/σχέσης με τον ευάλωτο Άλλο. Ο κοινός πόνος είναι πάντα μια ευκαιρία, ένα εισιτήριο, για το «ανήκειν».

Σε μια συνέντευξή σας αναφέρετε: «Αγαπώ το τόσο περιφρονημένο “σεμεδάκι” της μάνας μου πάνω στην τηλεόραση, γιατί με προστάτευσε από την κοινωνική της μόλυνση». Ποια άλλα τέτοια «σεμεδάκια» έχουν ξεμείνει σήμερα στην ελληνική κοινωνία για να μας προστατεύσουν από τη μόλυνση που βιώνουμε;

Νομίζω ελάχιστα πια. Η διάβρωση του πολιτισμού μας ίσως και να αγγίζει το υπαρξιακό μας μεδούλι. Κρατώ κάποιες γιορτές σε μακρινά χωριά της ελληνικής επαρχίας, το κύκλιο εορτολόγιο της παράδοσής μας, τους κυκλοτικούς χορούς που χορεύουν ακόμη οι νέοι μας τα καλοκαίρια όταν επιστρέφουν στους τόπους καταγωγής τους, τις μουσικές του Θανάση Παπακωνσταντίνου ή των Χαΐνιδων και τις εκκλησιές μας τη Μεγάλη Παρασκευή. Κάτι σπουδαίο ιερουργείται εκεί, ανεπίγνωστα ίσως εν πολλοίς, αλλά κάποιο θαύμα συντελείται ακόμη που «φυλάττει ως τζιβαερικό πολυτίμητο» την ταυτοτική μας μαγιά.

«Η ερωτική σχέση είναι ένας τόπος στον οποίο είναι κανείς παρών, ακόμη και στην απουσία του. Η ερωτική σχέση είναι ένας τόπος στον οποίο οι άνθρωποι θυμούνται. (…) Γιατί αγαπώ σημαίνει θυμάμαι», γράφετε σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου σας Το Δώρο της Σχέσης. Θα μας μιλήσετε λίγο παραπάνω γι’ αυτό;

Καλύτερα να σας πω μια ιστορία που λένε στην Κρήτη και που με συγκινεί. Μια ιστορία που έχω συμπεριλάβει και στο βιβλίο μου. Σ’ ένα απόμερο χωριό, δίπλα στη θάλασσα, ζει ένας γέρος με τη γριά του. Το «έχει» τους λιγοστό. Στέλνουν και τη σύνταξη που παίρνουν στα παιδιά στην Αθήνα. Μοναδική τους περιουσία, ο έρωτάς τους και η ζωή που μοιράζεται. Ώσπου, μια άγρια μέρα, εμφανίζονται στον ορίζοντα πειρατές – άλλοι από τους συνήθεις κρατικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους που κυνηγάει τους φτωχούς ανθρώπους. Κανονικοί πειρατές. Με μαύρες σημαίες, με νεκροκεφαλές και τα τοιαύτα. Ζόρικα πράγματα, δηλαδή. Τρομάζει ο γέρος και παρακαλεί τη γριά να φύγουνε να σωθούν. Μα αυτή ινάτι, να μην πάει πουθενά. Ατρόμητη. «Σώπα μωρέ, κι ήντα θα μας κάνουνε εμάς;». «Εκουζουλάθηκες γυναίκα;», αγωνιά αυτός. «Ούφου, ούφου», τον αποπαίρνει αυτή. «Κι ανέ σε πιάσουνε, ανέ σε βιάσουνε;», επιμένει. «Μα ήντα σου γροικώ και λες; Εμένα μπρε θα βιάσουνε; Γρά γυναίκα; Ναι, να με δούνε θέλει, ετσά απού ‘γινα και να με βιάσουνε θέλει!», αυτοσαρκάζεται η γυναίκα. «Κι αν σε δούνε με τα δικά μου μάτια;», την ερωτεύεται για μια ακόμα φορά εκείνος! Αυτός είναι ένας πρώτης τάξεως ορισμός της σχέσης. Είναι εκεί όπου ο ένας συγκροτείται ως ανεπανάληπτη μοναδικότητα στο πεδίο της αντίληψης του άλλου. Είναι εκεί όπου ο ένας γεννιέται στα μάτια του άλλου, αναδύεται η ύπαρξη από το αδιαφοροποίητο σύνολο των άλλων και ονομάζεται πλέον ως η συγκεκριμένη «εκείνη», ο συγκεκριμένος «εκείνος». Είναι ο έρωτας μια βάφτιση πάει να πει, που ορίζει τον άλλο εντός της σχέσης. Είναι ο έρωτας ένας τόπος όπου είσαι παρών, ακόμη και στην απουσία σου. Είναι ο έρωτας ένας τόπος όπου οι άνθρωποι θυμούνται. Θυμούνται την ομορφιά του άλλου όταν νιώθει άσχημα. Το ολόκληρό του όταν νιώθει κομμάτια. Την αθωότητά του όταν ενοχοποιείται. Τη γενναιότητά του όταν φοβάται. Τον δρόμο του όταν χάνεται. Το φως του όταν σκοτεινιάζει. Είναι ο τόπος όπου ο ένας θυμάται το πολύ του άλλου σαν έρθει η ώρα να νιώσει κι αυτός το λίγο του.

Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Πού συναντά το συλλογικό τραύμα την αδυναμία μας να σχετιστούμε ως άνθρωποι; Πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία; Και αν ναι, πού ακριβώς το ένα συναντά το άλλο;

Αναφερθήκαμε προηγούμενα στα συμπτώματα του συλλογικού τραύματος, τα οποία μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι επηρεάζουν δραστικά τον τρόπο που σχετιζόμαστε. Αρκεί να εξετάσουμε μόνο το σύμπτωμα του συνδρόμου της δυσπιστίας, τόσο διαπροσωπικά όσο και έναντι των θεσμών, που αναμφίβολα δρα υπονομευτικά στο πεδίο των πάσης φύσεως σχέσεων. Το τραύμα αποδυναμώνει την ικανότητά μας να εμπιστευτούμε και αυτό με τη σειρά του υπονομεύει την ικανότητα του σχετίζεσθαι. Πρόκειται για ένα φαύλο, καθοδικό σπιράλ που οδηγεί σ’ αυτό που ονομάζω «κοινωνία της μη-σχέσης», δηλαδή σε μια απανθρωποποιημένη κοινωνία μοναχικών ατόμων, σύμφωνα και με την «προφητεία» της αλήστου μνήμης Μάργκαρετ Θάτσερ. Όσο όμως οι άνθρωποι δεν κατορθώνουμε να σχετιζόμαστε, αυτό είναι τραυματικό γιατί αφήνει ανεκπλήρωτη την πρωταρχική, υπαρξιακή, βιολογική, ανάγκη μας για σύνδεση. Ο μόνος κερδισμένος από αυτό το τραυματικό σπιράλ είναι το κυρίαρχο σύστημα που κρατά τους ανθρώπους απομονωμένα «νησιά», άσχετα, τραυματισμένα άτομα και, άρα, ευάλωτα στην εξαπάτηση και στη χειραγώγηση, αλλά και στην αγορά των «ανακουφιστικών παυσίπονων» που το ίδιο το σύστημα διαθέτει. Οι ίδιοι που μας τραυματίζουν, μας πουλάνε τα εθιστικά παυσίπονα για να αντέξουμε στην οδύνη του τραύματος.

Έχετε μιλήσει για την “αντρική τραγωδία”, την άρνηση ή την αδυναμία των αντρών να ξεπεράσουν τα στερεότυπα που τους θέλουν δυναμικούς και δυνατούς, να εκφράσουν την ευθραυστότητα, την ευαισθησία, την ευαλωτότητά τους. Δεν είναι κι αυτό μια μορφή βίας μέσα στη σχέση; Μια βία που εκδηλώνεται τόσο στον ψυχισμό του άντρα που δεν του επιτρέπεται να εκδηλώσει την ευαισθησία του όσο και στην ψυχή της γυναίκας που εισπράττει αυτή την άρνηση;

Μιλήσαμε προηγουμένως για την ανάγκη αποκάλυψης της ευαλωτότητας ως εισιτήριο σχέσης και η «αντρική τραγωδία» είναι το καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό. Τόση εξέλιξη, τόση απελευθέρωση, κι’ όμως οι περισσότεροι άντρες στον πολιτισμό μας κουβαλούν ακόμα μια αίσθηση αναγκαστικής υπερεπάρκειας, έναν καταναγκασμό που οδηγεί τον ψυχισμό να αρνείται να ομολογήσει και να μοιραστεί την καθ’ όλα ανθρώπινη ευθραυστότητά του. Καταδικασμένοι να εκφράζουν μόνο ό,τι συναρτάται με την επιδοσιακή τους δυναμική, τρέμουν στην ιδέα να αγγιχτούν, να αγκαλιαστούν ή -πολύ περισσότερο- να μιλήσουν σε άλλους άντρες για ό,τι βαθύτερα τους πονάει. Και η μόνη επιτρεπτή σωματική επαφή είναι η σεξουαλική πράξη. Η ομολογία της ευαλωτότητάς τους είναι -και για τους ίδιους και για τους άλλους- ένας περίπου ευνουχισμός, μια αδυναμία χαρακτήρα. Ένας ακρωτηριασμός. Μόνο που είναι ένας ακρωτηριασμός της ανθρώπινης ευαισθησίας, μια έκπτωση της συναισθηματικής λειτουργίας, ένα έλλειμμα «ανθρωπινότητας». Και με την έννοια αυτή είναι μια αντρική τραγωδία. Μια υποχώρηση μπροστά στην κοινωνική κατασκευή του «δυνατού αρσενικού», που κάπου στο βάθος ακούει ακόμα τους γονείς του να του λένε »τα αγόρια δεν κλαίνε». Ή, μάλλον καλύτερα, είναι μια »σχεσιακή τραγωδία» που πλημμυρίζει με σκληρότητα το πεδίο της σχέσης τραυματίζοντας όλους τους συμμετέχοντες, άντρες, γυναίκες, παιδιά.

Πώς βλέπετε τις γυναίκες και ιδιαίτερα τις νέες γυναίκες σήμερα; Έχουν ενδυναμωθεί, είναι πιο ανεξάρτητες, πιο δυνατές, πιο αποφασιστικές σε σχέση με το παρελθόν ή έχουν γίνει πιο απόλυτες, πιο εγωκεντρικές, πιο επιθετικές;Τα απανωτά τραύματα των τελευταίων 15 ετών πώς έχουν λειτουργήσει στον ψυχισμό τους;

Αρκεί να δει κανείς τη στατιστική κατανομή των αυτοάνοσων νοσημάτων μεταξύ αντρών και γυναικών, όπου η αναλογία παραμένει συντριπτικά σε βάρος των γυναικών, για να αντιληφθεί ότι, παρά τα φαινόμενα ή τις όποιες «βελτιώσεις» έχει επιτύχει το φεμινιστικό κίνημα, οι γυναίκες συνεχίζουν να λειτουργούν ως το αμορτισέρ, ο απορροφητήρας των συναισθηματικών κραδασμών των οικογενειακών σχέσεων. Ακολουθώντας τη σκέψη του Gabor Maté, άτομα επιρρεπή στα αυτοάνοσα νοσήματα είναι οι άνθρωποι που τρέφουν υπερβολικό σεβασμό για τις ανάγκες των άλλων και αγνοούν τις δικές τους, έχουν μια άκαμπτη ταύτιση με το καθήκον, τον ρόλο και την ευθύνη, και όχι με τις ανάγκες του εαυτού, και καταστέλλουν τον θυμό τους. Και πολύ φοβάμαι πως οι γυναίκες στην κοινωνία μας εξακολουθούν να εμπλέκονται, περισσότερο ή λιγότερο, σ’ αυτά τα σχεσιακά/συμπεριφορικά μοτίβα, ακριβώς γιατί η κυρίαρχη κοινωνική αναπαράσταση για τον ρόλο του θηλυκού επιμένει να ταυτίζεται με τη φροντιστικότητα του Άλλου και την εγκατάλειψη του Εαυτού. Πολύ περισσότερο σε κοινωνίες όπως η ελληνική, με το πολυ-τραυματικό παρελθόν των τελευταίων ετών, αναρωτιέμαι πραγματικά αν επιτρέψαμε στις γυναίκες να υπάρξουν ως ολόκληρες ανθρώπινες υπάρξεις ή τις κατακερματίσαμε σε δεκάδες απαιτητικούς ρόλους (μητέρα, ερωμένη, εργαζόμενη, σύντροφος, φροντίστρια, κόρη κ.λπ.), για τους οποίους ο καθένας μας ζητάει, μάλιστα, -καμιά φορά και βίαια- την αποκλειστική αποκλειστικότητα. Κοντολογίς, η γυναίκα θα μπορεί να είναι ολόκληρη όταν ο άντρας θα δεχτεί να αποκαταστήσει τη θηλυκή του πλευρά.

Κάντε μας ένα σχόλιο για την έξαρση της βίας στα παιδιά και τους εφήβους, την οποία παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια.

Με ανησυχεί πολύ το ότι η έξαρση της επιθετικότητας και της βίας των νέων δεν είναι τίποτα περισσότερο από την απεγνωσμένη τους προσπάθεια να γίνουν επιτέλους ορατοί. Γιατί νομίζω πως τα παιδιά μας μεγαλώνουν μάλλον αόρατα και η επιθετικότητα, η βία, η παραβατικότητα, η προκλητικότητα είναι οι τρόποι που βρίσκουν για να ενδιαφερθούμε συναισθηματικά γι’ αυτά. Είναι σίγουρα ακόμα μία συνέπεια του συλλογικού τραύματος που «σκάει στα μούτρα» του πιο αδύναμου κάθε φορά, αλλά είναι και η συναισθηματική απουσία των γονιών που θεωρούν ότι προσφέρουν τα πάντα στα παιδιά -λείπουν όλη την ημέρα για να μην τους λείψει τίποτα- και τελικά λείπουν οι ίδιοι και από τα παιδιά και από τον ίδιο τον εαυτό τους. Δεν το λέω για να ενοχοποιήσω τους γονείς, που είμαι σίγουρος ότι υπεραγαπούν τα παιδιά τους, αλλά χρειάζεται κάποια στιγμή να πάρουμε μια ανάσα από το τρεχαλητό της επιβίωσης και να σκεφτούμε τι απ’ όλα αυτά που προσφέρουμε τα χρειάζονται πραγματικά τα παιδιά μας και πόσο έχουν ανάγκη τη σύνδεση μαζί μας, την παρουσία μας στη ζωή τους.

Κεφάλαιο social media: «Λουστράρισαν» λίγο τα τραύματά μας, ώστε να φαίνονται πιο όμορφα; Τα έκαναν βαθύτερα; Η εξωστρέφειά τους βοήθησε ώστε να συνδεθούμε λίγο περισσότερο με τον εαυτό μας και με τους άλλους ή μας οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη μοναξιά;

Ακολουθώντας τη σκέψη του Carl Jung θεωρώ ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κανονικοποίησαν και διεύρυναν την έκταση εφαρμογής αυτού που ονομάζουμε «περσόνα», δηλαδή την κοινωνική μάσκα που ο καθένας μας φοράει στην αλληλεπίδρασή του με τους άλλους. Σε σχέση με μερικές δεκαετίες πριν, είναι σίγουρο ότι πλέον υποδυόμαστε κάποιους ρόλους πολύ περισσότερο. Επίσης αυξήθηκε ο βαθμός άρσης των αναστολών, καθώς η «περσόνα» ή το ψηφιακό άβαταρ προσφέρει μια (ψευδ)αίσθηση ασφάλειας πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην πραγματική πραγματικότητα. H «κουλτούρα της ακύρωσης» (cancel culture), αυτή η σύγχρονη μορφή λογοκρισίας και εξοστρακισμού, που συχνά αγγίζει τα όρια της δημόσιας κακοποίησης ή της «δολοφονίας χαρακτήρα», είναι ακριβώς συνέπεια αυτού του φαινομένου της άρσης των αναστολών και της ανάδειξης του εικονικού εαυτού. Πολύ φοβάμαι, δίχως να είμαι τεχνοφοβικός, ότι το πλαίσιο αυτό των social media, όσο κι αν κατά κάποιον τρόπο μας διευκολύνει να συνδεθούμε, μας μεταμορφώνει όλο και πιο πολύ σε «χρήστες» -με το περιεχόμενο που αποδίδουμε στη λέξη όταν μιλάμε για εξαρτήσεις-, και αυτό δεν είναι καθόλου σύμπτωση. Αρκετές έρευνες υποδεικνύουν επίσης προβλήματα «διάσχισης» (dissociation) ή μιας μορφής αχρονίας στην επικοινωνία, που μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές ψυχικές δυσλειτουργίες. Άρα μάλλον είναι ένα επανατραυματιστικό πλαίσιο για το οποίο χρειαζόμαστε κάποιες σοβαρές νέες θεσμικές ρυθμίσεις.

Παρατηρώντας ή ερχόμενη σε επαφή με ανθρώπους που βρίσκονται στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας, έχω διακρίνει ότι ένα μικρό ποσοστό αυτών έχουν γίνει πιο απόλυτοι σε σχέση με τον εαυτό τους και τους άλλους, πιο εγωκεντρικοί, πιο αγενείς, έχουν μπει, αν το εκφράζαμε πιο λαϊκά, στη λογική «αυτός είμαι και σε όποιον αρέσω». Μπορεί η ψυχοθεραπεία να ενδυναμώσει, αλλά προς τη λάθος κατεύθυνση;

Κοιτάξτε, το έχω ξαναπεί νομίζω: η ψυχοθεραπεία ως επιβράβευση της ναρκισσιστικής αυτοδικαίωσης (είχα δίκιο, έχω δίκιο, θα έχω δίκιο) του «πελάτη», βγάζει λεφτά για τον θεραπευτή και ανακουφίζει τον «πελάτη», αλλά δεν θεραπεύει, δεν είναι ψυχοθεραπεία δηλαδή. Γι’ αυτό και νομίζω πως ένα πρώτης τάξεως κριτήριο ελέγχου της αποτελεσματικότητας της θεραπευτικής διαδικασίας είναι η αποκατάσταση της λειτουργικότητας των σχέσεων και όχι η ενίσχυση του απομονωτικού ναρκισσισμού του «να είσαι ο εαυτός σου». Να το πω λίγο πιο ποιητικά: η ψυχοθεραπεία δεν είναι ένας οδικός χάρτης για το πώς να «φεύγεις», αλλά τα πανιά στο ταξίδι του να «είσαι» ή, πιο απλά, θεραπεύομαι σημαίνει σχετίζομαι!

Ποια κριτήρια θα πρέπει να έχουμε κατά νου ώστε να επιλέξουμε έναν ψυχοθεραπευτή που μας ταιριάζει;

Κρατώ κάτι πολύ σπουδαίο από τη σκέψη του Irvin Yalom το οποίο με έχει επηρεάσει πολύ. Λέει λοιπόν ο Yalom: «Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι εκείνο που έχει σημασία στην ψυχοθεραπεία είναι η προσωπική εντιμότητα και διαφάνεια, όχι η επαγγελματική αυθεντία του θεραπευτή». Κατά συνέπεια, αυτό είναι το πιο κρίσιμο κριτήριο στην επιλογή ενός ψυχοθεραπευτή, δίχως βέβαια να παραλείπουμε μια βασική αξιολόγηση και των τυπικών προσόντων του.

Το νέο σας βιβλίο έχει επίκεντρο το Σύμπλεγμα του Ηφαίστου. Μιλήστε μας γι’ αυτό.

Νομίζω πως έχουμε την «τύχη» να ζούμε σε μια οριακή εποχή. Σε μια κοινωνία, δηλαδή, που κινείται στο όριο. Ίσως στο μεταίχμιο ανάμεσα σ’ αυτό που φεύγει και σ’ αυτό που έρχεται, ανάμεσα σ’ αυτό το «ήταν-είναι» και σ’ αυτό που δεν έχει «γίνει ακόμα» ή ίσως, αλίμονο, ανάμεσα στην υποχώρηση της νεύρωσής της και στη μεταπήδησή της σε μια ψυχωσική «πραγματικότητα». Την οριακή αυτή κουλτούρα χαρακτηρίζει, μεταξύ άλλων, μια έντονη αστάθεια στη διάθεση, στο συναίσθημα, στην επιθυμία, στη συμπεριφορά, αλλά και στις σχέσεις των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, νιώθουμε, σχετιζόμαστε, συμπεριφερόμαστε, αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, αλλά και σκεφτόμαστε μ’ έναν διαλυτικό για την ύπαρξή μας τρόπο. Κι έτσι, με ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο pattern, αποκλίνουμε όλο και πιο πολύ από τις προσδοκίες που ο νεωτερικός πολιτισμός καλλιέργησε, αφήνοντας μάλιστα πίσω μας ακόμη και την αντικοινωνική κουλτούρα του ναρκισσισμού, για την οποία μίλησε πριν από 40 περίπου χρόνια ο Christopher Lasch. Νομίζω πως ο άνθρωπος του καιρού μας είναι για τα καλά παγιδευμένος σε μια ταλάντωση, σε ένα αμφίθυμο εκκρεμές. Στο ένα του άκρο, ένα μικρό παιδί χτυπά το ανυπόμονο ποδαράκι του για όλο και περισσότερες επιθυμίες με μια ακόρεστη λαιμαργία απολαύσεων, και στην άλλη μεριά του εκκρεμούς, ένας γερασμένος άνθρωπος πονά αφάνταστα από μια εν απογνώσει εγκατάλειψη και από την ολοσχερή του παραίτηση μπροστά στην καπιταλιστική μανία. Πρόκειται για το Σύμπλεγμα του Ηφαίστου, του «οιδίποδα θεού» που εγκαταλείφθηκε από τη μητέρα του και που βρήκε μοναδική παρηγοριά στη φωτιά, στην τεχνολογία και στη σεξουαλικότητα της θεάς Αφροδίτης. Του θεού που απορρίφθηκε από τον Όλυμπο και χρειάστηκε να γίνει χρήσιμος για να τον αγαπούν. Που έφτιαξε ένα ρομποτικό πανίσχυρο άβαταρ του εαυτού του για να υπεραναπληρώσει το τραύμα της εγκατάλειψής του.

 

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT