ΧΆΡΗ ΣΤΟ ΈΡΓΟ ΣΠΟΥΔΑΊΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΩΡΟ της Ιατρικής και της Ψυχιατρικής, όπως οι δρ Gabor Maté και δρ Bessel van der Kolk που μελετούν το ψυχικό τραύμα, τους τελευταίους μήνες έγινε γνωστό στο ευρύ κοινό στην Ελλάδα το πώς η σχέση μας με τους φροντιστές μας στα πρώτα χρόνια της ζωής μας καθορίζει και τον τρόπο που θα συνδεόμαστε με τους άλλους ως ενήλικες. Θα μπορούσε, άραγε, η ίδια θεωρία, εκείνη του συναισθηματικού δεσμού ή της προσκόλλησης, όπως ονομάζεται, να βρίσκει εφαρμογή και στον τομέα των σχέσεων; Και να εξηγεί τι κάνει μια ερωτική σχέση μεταξύ δύο ενηλίκων υγιή και τι όχι, δημιουργώντας ρήξεις που συχνά μας στρέφουν σε άλλους συντρόφους; Αυτό αναρωτιούνται εδώ και δεκαετίες οι ψυχολόγοι και, πράγματι, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, κόντρα σε όλα εκείνα με τα οποία έχουμε μεγαλώσει, αυτό που αναζητούμε από τον/τη σύντροφό μας είναι η ασφάλεια που μόνο ένας ισχυρός συναισθηματικός δεσμός μπορεί να μας προσφέρει. Ακριβώς όπως και νωρίτερα στη ζωή μας αναζητούσαμε την ασφάλεια από τους φροντιστές μας, στις σχέσεις μας θέλουμε να εισπράττουμε από τον άνθρωπό μας ότι «ναι, είμαι εδώ για σένα». Αυτή η θεωρία, μάλιστα, έχει οδηγήσει στη δημιουργία της θεραπευτικής προσέγγισης που ονομάζεται Συγκινησιακά Εστιασμένη Θεραπεία (Emotionally Focused Therapy – EFT) και η οποία έχει θεαματικά καλά αποτελέσματα στη θεραπεία ζευγαριών
ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ, ΣΥΝΕΞΑΡΤΗΣΗ
Στους κύκλους των ψυχολόγων, το βιβλίο της δρος Sue Johnson Κράτα με Σφιχτά: Επτά Συνομιλίες για μια Ζωή Γεμάτη Αγάπη (μτφ. Ρίτα Βεντούρα, εκδ. Gutenberg) θεωρείται η βίβλος του EFT. Η καθηγήτρια Κλινικής Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Οτάβα και ερευνήτρια στο Alliant του Σαν Ντιέγκο στην Καλιφόρνια έχει βραβευτεί από την Αμερικανική Ένωση Ψυχολόγων ως «η οικογενειακή ψυχολόγος της χρονιάς» για τη συνεισφορά της στη θεραπεία ζεύγους, ενώ το Κράτα με Σφιχτά έχει μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και μετράει παγκοσμίως εκατομμύρια πωλήσεων. Στις σελίδες του αναλύει το μοντέλο EFT που η ίδια ανέπτυξε και έρχεται σε ευθεία ρήξη με τις διδαχές με τις οποίες έχουμε μεγαλώσει οι περισσότεροι: «Οι κοινωνικές και ψυχολογικές πολιτισμικές μας πεποιθήσεις για το τι συνιστά ενήλικη ζωή», γράφει η Johnson, «προστάζουν πως ωριμότητα σημαίνει ανεξαρτησία και αυτάρκεια. Κατά τους συναδέλφους μου, οι ψυχοθεραπευτές θα έπρεπε να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να στέκονται μόνοι τους στα πόδια τους. Το να κρατάς όμως κοντά σου τα πρόσωπα που θεωρείς ανεκτίμητα είναι μια μεγαλοφυής τεχνική επιβίωσης, η οποία έχει εξελικτικά εγγραφεί στον άνθρωπο». Κόντρα στις πεποιθήσεις ότι οι σχέσεις είναι «ορθολογικές διαπραγματεύσεις», η συγγραφέας αντιτείνει πως είναι συναισθηματικοί δεσμοί. «Πρόκειται για την έμφυτη ανάγκη μας για ασφαλή συναισθηματικό δεσμό, όπως λέει ο Βρετανός ψυχίατρος John Bowlby στη θεωρία που ανέπτυξε για τον συναισθηματικό δεσμό μεταξύ μητέρας και παιδιού. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τους ενήλικες. Η ρομαντική αγάπη δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάγκη των ανθρώπων για συναισθηματικό δέσιμο με κάποιον σημαντικό άλλο. Αφορά την ενδογενή ανάγκη μας να έχουμε κάποιον να ακουμπάμε, κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που μπορεί να προσφέρει συναισθηματική ασφάλεια και παρηγοριά». Για να περιγράψουν άτομα που μοιάζουν αδύναμα να αυτονομηθούν, οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν όρους όπως μη διαφοροποιημένος, συνεξαρτημένος, συμβιωτικός, συγχωνευμένος… «Αντίθετα, ο Bowlby μίλησε για την “αποτελεσματική εξάρτηση” και για το ότι το να έχει κανείς την ικανότητα “από την κούνια ως τον τάφο” να στρέφεται στους άλλους για συναισθηματική στήριξη είναι ένδειξη δύναμης», καταλήγει η ειδικός.
Όταν λοιπόν φτάνουν στο ιατρείο της ζευγάρια ακόμη και στα πρόθυρα του χωρισμού, πίσω από την απιστία, τους τσακωμούς, τα παράπονα και την απελπισμένη αμυντική στάση τους, εκείνη βλέπει ανάγκες που δεν καλύπτονται και ανθρώπους που συναισθηματικά λιμοκτονούν. Οι εξηγήσεις όμως που δίνουμε («πάντα αργείς», «είσαι πολύ ελεγκτική», «είμαστε πολύ διαφορετικές προσωπικότητες», «το μόνο που μετράει είναι η δουλειά σου», «δεν καταλβαίνεις πόσο πιέζομαι στη δουλειά») δεν είναι παρά «η κορυφή του παγόβουνου, μια επιφανειακή χειροπιαστή άκρη ενός τεράστιου ογκόλιθου μπελάδων, και πολλοί ψυχοθεραπευτές θα συμφωνούσαν με αυτό». Οι περισσότεροι όμως από τους συναδέλφους της, λέει η Johnson, επικεντρώνονται στο να βοηθήσουν τα ζευγάρια να βελτιώσουν τις δεξιότητες επικοινωνίας τους. Αλλά με αυτό τον τρόπο, εξηγεί η ειδικός, «απλώς κατεβαίνουν από την κορυφή του παγόβουνου στην επιφάνεια του νερού […] Κάτι τέτοιο ασχολείται με το σύμπτωμα και όχι με την ασθένεια. Μαθαίνει τους ανθρώπους που μπλέκονται σε έναν αέναο χορό ματαίωσης και απόστασης πώς να αλλάξουν τα βήματα, ενώ αυτό που θα έπρεπε να κάνουν είναι να αλλάξουν τη μουσική […] Χρειάζεται να βουτήξουμε βαθύτερα για να ανακαλύψουμε το βασικό πρόβλημα: αυτά τα ζευγάρια έχουν αποδεσμευτεί συναισθηματικά, δεν νιώθουν συναισθηματικά ασφαλείς μεταξύ τους. Κάτω από κάθε δυσκολία, οι σύντροφοι ρωτούν ο ένας τον άλλον: Μπορώ να βασιστώ σ’ εσένα; Να ακουμπήσω πάνω σου; Είσαι εδώ για εμένα; Θα ανταποκριθείς όταν σε χρειαστώ, όταν το ζητήσω; Μετράω για εσένα; Με εκτιμάς και με αποδέχεσαι; Με χρειάζεσαι; Βασίζεσαι σ’ εμένα; Ο θυμός, η κριτική, οι απαιτήσεις (σ.σ. και συχνά και η απιστία) είναι στην ουσία φωνές διαμαρτυρίας προς τους αγαπημένους, φωνές ώστε να ξεσηκώσουν τις καρδιές τους, να επαναφέρουν τους συντρόφους τους συναισθηματικά κοντά τους και να “ξαναχτίσουν” την αίσθηση ενός ασφαλούς συναισθηματικού δεσμού»
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΓΓΥΤΗΤΑ: Ο Νο1 ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
Παλαιότερα, εξηγεί η συγγραφέας, αυτή τη φροντίδα και την προστασία που όλοι έχουμε ανάγκη τις παίρναμε από την οικογένεια και την κοινότητα στην οποία ζούσαν οι προηγούμενες γενιές. Σήμερα, αποκομμένοι από αυτούς τους δεσμούς και την ασφάλειά τους, «ζητάμε από τους ερωτικούς μας συντρόφους τον συναισθηματικό δεσμό και την αίσθηση αλληλεγγύης που η γιαγιά μας μπορούσε να μοιραστεί με ένα χωριό ολόκληρο». Και αυτή η συναισθηματική εγγύτητα δεν είναι απλά μία από τις παραμέτρους που κάνουν τη ζωή ομορφότερη – είναι πρωταρχική ανάγκη μας. Διότι, όπως γράφει η Johnson, «η αγάπη είναι η κορυφή της εξέλιξης, ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός επιβίωσης του ανθρώπινου είδους. Όχι γιατί μας παρακινεί να ζευγαρώνουμε και να αναπαραγόμαστε. Ως γνωστόν, τα καταφέρνουμε να ζευγαρώνουμε και χωρίς αγάπη! Η αγάπη μάς κάνει να δεσμευτούμε συναισθηματικά με μερικούς πολύτιμους άλλους που μας προσφέρουν ένα ασφαλές λιμάνι για να προφυλαχθούμε από τις τρικυμίες της ζωής. Η αγάπη είναι ένας κυματοθραύστης φτιαγμένος για να προσφέρει συναισθηματική προστασία που μας βοηθάει να τα βγάζουμε πέρα με τους κλυδωνισμούς της ύπαρξης. Η τάση να δενόμαστε συναισθηματικά -να βρίσκουμε κάποιον που να μπορούμε να του πούμε “κράτα με σφιχτά”- είναι εγγεγραμμένη στα γονίδια και στο σώμα μας. Είναι τόσο βασική για τη ζωή, την υγεία και την ευτυχία μας όσο και η ανάγκη για φαγητό, καταφύγιο και σεξ. Χρειαζόμαστε συναισθηματικούς δεσμούς με ορισμένους άλλους, αναντικατάστατους, για να είμαστε οργανικά και ψυχικά υγιείς – ώστε να επιβιώνουμε».
Μετά τα πρώτα χρόνια του John Bowlby και της βοηθού του Mary Ainsworth, που είχαν προβλέψει ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα ότι το αν έχουμε αναπτύξει ασφαλή συναισθηματικό δεσμό με τον/ τη σύντροφό μας επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό τη σχέση μας, μια «χιονοστιβάδα ερευνών» έχει πλέον επιβεβαιώσει ότι αυτός είναι κρίσιμος για μια θετική σχέση αγάπης μεταξύ ερωτικών συντρόφων: Ο δρ Mario Mikulincer, καθηγητής Ψυχολογίας και συγγραφέας πολλών βιβλίων για τη θεωρία του συναισθηματικού δεσμού, έδειξε με την ομάδα μελετών του ότι όταν νιώθουμε ασφαλείς στον δεσμό μας με τους άλλους, κατανοούμε καλύτερα τον εαυτό μας και αυτός μας αρέσει περισσότερο. Παράλληλα, είμαστε πιο ανοιχτοί σε καινούργιες πληροφορίες, πιο ευέλικτοι στις πεποιθήσεις μας και λιγότερο σε επαγρύπνηση για απειλές. Ο κοινωνιολόγος James House του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν απέδειξε πως η συναισθηματική απομόνωση είναι πιο επικίνδυνη για την υγεία από το κάπνισμα ή την υψηλή αρτηριακή πίεση. Εκατοντάδες μελέτες πλέον δείχνουν ότι η θετική σύνδεση με τους άλλους μάς προστατεύει από το στρες, τις προκλήσεις της ζωής και τα ψυχικά τραύματα. Ισραηλινοί ερευνητές αναφέρουν ότι ζευγάρια με ασφαλή συναισθηματικό δεσμό είναι πιο καλά προετοιμασμένα από άλλα λιγότερο συνδεδεμένα, να τα βγάλουν πέρα με κινδύνους όπως η επίθεση με πυραύλους Σκουντ. Επιπλέον, είναι λιγότερο αγχωμένα και έχουν λιγότερα οργανικά προβλήματα μετά τις επιδρομές. Ο ψυχολόγος Jim Coan από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια απέδειξε πως η σχέση με έναν σύντροφο λειτουργεί προστατευτικά απέναντι στο σοκ, το στρες και τον πόνο. Τα άτομα που αγαπάμε, λέει ο Coan, «είναι οι αόρατοι ρυθμιστές των ψυχικών μας διεργασιών και της συναισθηματικής μας ζωής. Όταν η αγάπη δεν είναι παρούσα, πονάμε». Η ψυχολόγος Naomi Eisenberger του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, μελετώντας τον εγκέφαλο ζευγαριών, διαπίστωσε ότι η απόρριψη και ο αποκλεισμός ενεργοποιούν τον πρόσθιο μεταλόβιο έλικα, το ίδιο ακριβώς τμήμα του εγκεφάλου που ενεργοποιεί ο σωματικός πόνος. Αυτό το τμήμα ενεργοποιείται όντως με τη συναισθηματική απομάκρυνση από τους κοντινούς μας.
ΑΓΧΟΣ, ΦΟΒΟΣ, ΑΠΙΣΤΙΑ
Ένας άλλος ειδικός, ο δρ Amir Levine, νευροεπιστήμονας και καθηγητής Ψυχιατρικής παίδων και ενηλίκων στο πανεπιστήμιο Columbia, στο βιβλίο που συνυπογράφει με την ψυχολόγο Rachel S.F. Heller Πες μου πώς Αγαπάς και θα σου Πω Ποιος Είσαι (εκδ. Κλειδάριθμος) εξηγεί αναλυτικά ότι ο καθένας από εμάς συμπεριφέρεται στις σχέσεις με τρεις διακριτούς τρόπους: «Τα αγχώδη άτομα συχνά προβληματίζονται για τη σχέση τους και τείνουν να ανησυχούν για την ικανότητα του συντρόφου τους να τους αγαπήσει. Τα αποφευκτικά άτομα εξισώνουν την οικειότητα με την απώλεια της ανεξαρτησίας τους και προσπαθούν διαρκώς να μειώσουν την εγγύτητα, ενώ τα ασφαλή άτομα νιώθουν άνετα με την οικειότητα και συνήθως είναι θερμά και στοργικά». Εδώ οι όροι «αγχώδη» «αποφευκτικά» και «ασφαλή» αφορούν το είδος προσκόλλησης και συναισθηματικού δεσμού, όχι γενικά την ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου.
Είναι, άραγε, το είδος του συναισθηματικού δεσμού μας ενδεικτικό για την πιθανότητα να απιστήσουμε; Ναι, επιβεβαιώνει μια έρευνα στις αρχές αυτού του έτους. Ερευνητές από το σουηδικό πανεπιστήμιο
Dalarna και την πανεπιστημιακή κλινική του νοσοκομείου Motazedi στο Ιράν δημοσίευσαν τον Ιανουάριο μια μελέτη βασισμένη σε δεκαεφτά διαφορετικές έρευνες ειδικών. Μελετώντας τα συμπεράσματα από αυτές τις έρευνες με συνολικά σχεδόν δεκατέσσερις χιλιάδες συμμετέχοντες, έδειξαν ότι οι άνθρωποι με ασφαλή συναισθηματικό δεσμό απατούν πιο δύσκολα τους συντρόφους τους, σε αντίθεση με όσους δεν έχουν ασφαλή προσκόλληση. Είναι αναμενόμενο αν κάποιος δεν νιώθει συναισθηματικά ασφαλής στη σχέση του να είναι πιο πιθανό να απιστήσει, αλλά η διαφοροποίηση σε όσους, άντρες και γυναίκες, δεν μένουν πιστοί βρίσκεται στο «γιατί». Ο δρ Hal Shorey της Ιατρικής Σχολής του Harvard το εξηγεί με απλά λόγια: Τα άτομα με αγχώδη προσκόλληση, που αμφιβάλλουν δηλαδή για την αληθινή οικειότητα στη σχέση τους και επιζητούν συνεχώς επιβεβαίωση, απιστούν αναζητώντας αυτή τη συναισθηματική εγγύτητα, ενώ οι άνθρωποι που έχουν στυλ αποφυγής προσκόλλησης -ακριβώς επειδή φοβούνται την εγκατάλειψη και την απόρριψη- κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση, θέλοντας ασυνείδητα να αποφύγουν την εγγύτητα.
ΜΥΘΟΙ & ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Υπάρχουν άραγε «κανόνες» για τους άντρες και τις γυναίκες όσον αφορά τον τρόπο που συνδέονται ή όχι συναισθηματικά; Και ναι και όχι. Παρόλο που οι ρόλοι διαφέρουν ανάλογα με τον πολιτισμό και το ζευγάρι, λέει η δρ Johnson, «στον δυτικό πολιτισμό, συνήθως οι γυναίκες φροντίζουν τις σχέσεις. Τις περισσότερες φορές αντιλαμβάνονται πιο γρήγορα την απόσταση που πάει να δημιουργηθεί και εκφράζουν τις ανάγκες τους για συναισθηματικό δεσμό. Έτσι, ο ρόλος τους στον χορό είναι των “κυνηγών” της σχέσης και αυτές περισσότερο είναι οι κατήγοροι. Οι άντρες, από την άλλη, έχουν διδαχτεί να καταπιέζουν τις συναισθηματικές τους ανταποκρίσεις και ανάγκες, και επίσης να ξέρουν να επιλύουν τα προβλήματα. Έτσι, παίρνουν τον ρόλο αυτών που απομακρύνονται από τη σχέση». Όλοι, συνεχίζει η ειδικός, έχουμε τις ίδιες ανάγκες για σύνδεση και επαφή, αλλά και τους αντίστοιχους φόβους που πηγάζουν από την απώλεια αυτών. Απλώς είναι πιθανό όλα αυτά να τα εκφράζουμε με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το φύλο. «Όταν μια σχέση γενικά βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, οι άντρες συνήθως λένε ότι νιώθουν απόρριψη και ότι είναι ανεπαρκείς και αποτυχημένοι. Οι γυναίκες λένε ότι εγκαταλείφθηκαν και ότι έχασαν την επαφή. Οι γυναίκες φαίνεται να έχουν μια παραπάνω απόκριση από τους άντρες, η οποία ενεργοποιείται όταν νιώθουν δυστυχισμένες. Οι ερευνητές την ονομάζουν “τάση για φιλία”. Οι γυναίκες, επειδή στο αίμα τους έχουν περισσότερη ωκυτοκίνη, την “ορμόνη της αγκαλιάς”, ζητάνε βοήθεια όταν νιώθουν έλλειψη επαφής/σύνδεσης».
Βέβαια, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο δρ Amir Levine δήλωσε: «Συνεχώς ο κόσμος εξισώνει την αποφυγή προσκόλλησης με τους άντρες και την αγχώδη προσκόλληση με τις γυναίκες, αλλά αυτό στην ουσία δεν ισχύει. Γι’ αυτό αγαπώ τόσο πολύ την Επιστήμη, γιατί μας βοηθά να καταρρίψουμε μύθους σαν και αυτόν. Πολλές γυναίκες επιδεικνύουν αποφυγή προσκόλλησης και πολλοί άντρες αγχώδη προσκόλληση. Και βεβαίως, πολλοί άντρες και γυναίκες ανήκουν στον τύπο του ασφαλούς συναισθηματικού δεσμού, το οποίο είναι ελπιδοφόρο, αφού μπορούν να εμπνεύσουν τα ανασφαλή άτομα να νιώσουν εγγύτητα και ασφάλεια». Όπως λέει η δρ Johnson, ανεξάρτητα από το φύλο μας, «η αγάπη δεν είναι το κερασάκι στην τούρτα της ζωής. Είναι βασική και πρωταρχική ανάγκη, όπως το οξυγόνο και το νερό. Όταν το καταλάβουμε και το αποδεχτούμε, θα φτάσουμε πιο εύκολα στην καρδιά των προβλημάτων στις σχέσεις».
Αλλάζει ο άνθρωπος (και ο τύπος συναισθηματικού δεσμού);
Πράγματι, μια κοινή μελέτη ερευνητών από αμερικανικά πανεπιστήμια στο Ντάλας, το Μίσιγκαν και το Ιλινόις, έδειξε πως ο τρόπος που συνδεόμαστε -και επομένως και που αποσυνδεόμαστε, δημιουργώντας ρήξεις οι οποίες συχνά μας στρέφουν σε άλλους συντρόφους- μπορεί να αλλάξει. Καταρχάς, οι έρευνες έχουν επιβεβαιώσει πως όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν σε ηλικία, υπάρχει μια μείωση στα ποσοστά αγχώδους προσκόλλησης και μια αύξηση σε εκείνα της αποφευκτικής. Είναι λογικό, λένε οι συγγραφείς, να συμβαίνει αυτό, πρώτον γιατί ωριμάζουμε και δεύτερον γιατί όσο μεγαλώνουμε, βρισκόμαστε σε πιο μακροχρόνιες σχέσεις και σταδιακά η ανασφάλεια καταλαγιάζει. Πέρα όμως από αυτό, οι ερευνητές είδαν ότι κάποιος μπορεί να αλλάξει και οικειοθελώς τον τρόπο που συνδέεται με τον/τη σύντροφό του, με τη βοήθεια παρεμβάσεων από ειδικούς. Και σε αυτή την κατεύθυνση, φαίνεται πως η EFT δίνει τόσο καλά αποτελέσματα ώστε να θεωρείται «η πιο εξελιγμένη επιστήμη περί σχέσεων στις μέρες μας», όπως γράφει ο δρ Levine και επιβεβαιώνει και η δρ Johnson: «Το 70-75% των ζευγαριών που ζητούν βοήθεια από έναν θεραπευτή EFT καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους και νιώθουν ευτυχισμένοι στη σχέση τους. Αυτά τα αποτελέσματα διαρκούν στον χρόνο ακόμη και σε ζευγάρια που βρίσκονταν στα πρόθυρα διαζυγίου».
Τοξικά μοτίβα
Στις συνεδρίες του με τους θεραπευόμενούς του, ένας ψυχολόγος που ακολουθεί την προσέγγιση EFT βοηθά το ζευγάρι να εντοπίσει τα τοξικά μοτίβα τα οποία καθένας από τους δύο έχει υιοθετήσει με τον καιρό και έπειτα να τα «σπάσει», εφόσον και οι δύο θέλουν να βγουν από τον φαύλο κύκλο των τσακωμών ή και της απιστίας. «Όταν δεν μπορούμε να συνδεθούμε με ασφάλεια με τους συντρόφους μας», εξηγεί η δρ Johnson στο βιβλίο της Κράτα με Σφιχτά, «εγκλωβιζόμαστε σε τρία βασικά μοτίβα, τα οποία ονομάζω Δαιμονικούς Διαλόγους: 1. Βρες τον Κακό. Είναι ένα αδιέξοδο μοτίβο αλληλοκατηγορίας που σίγουρα κρατάει το ζευγάρι χιλιόμετρα μακριά, μπλοκάροντας οποιαδήποτε επανασύνδεση και οποιαδήποτε δημιουργία ασφαλούς εστίας. 2. Η Πόλκα της Διαμαρτυρίας ή “Απαιτώ – Αποσύρομαι“. Σε αυτή τη φάση οι σύντροφοι αντιδρούν και διαμαρτύρονται ενάντια στην απώλεια της αίσθησης της ασφάλειας που όλοι χρειαζόμαστε στη σχέση μας. 3. Παγώνω και το Βάζω στα Πόδια ή “Απόσυρση – Απόσυρση“. Όταν η Πόλκα της Διαμαρτυρίας έχει διαρκέσει πολύ καιρό, οι σύντροφοι νιώθουν τόσο απελπισμένοι, που αρχίζουν να τα παρατάνε και βάζουν τα συναισθήματά τους και τις ανάγκες τους στη βαθιά κατάψυξη. Το μόνο που τους μένει είναι ένα μούδιασμα και η απόσταση που έχει δημιουργηθεί».
Φωτογράφος: Toto Pons
Styling: Jorge Leon