Είμαστε ό,τι ποστάρουμε;

Γιατί νιώθουμε την ανάγκη να ανακοινώνουμε τα πάντα στα social media, από την προαγωγή στην δουλειά μέχρι την καινούργια κρέμα που δοκιμάσαμε; Οι επιστήμονες μιλούν για μια νέα «κουλτούρα» που γεννά αποσπασματικές προσωπικότητες οι οποίες ψάχνουν να βρουν την ταυτότητά τους.

Νάνσυ Καλλικλή 21 Οκτ. 22
Είμαστε ό,τι ποστάρουμε;

Μια ολόκληρη γενιά μεγαλώνει με μότο το «αν δεν αξίζει να το μοιραστείς, δεν αξίζει γενικά». Νέα παιδιά πλημμυρίζουν την αρένα στα φεστιβάλ, αλλά χορεύουν μόνο μέχρι να ανεβάσουν το στόρι που θα επιβεβαιώσει ότι «ήμουν κι εγώ εκεί, ήταν φανταστικά!» και έπειτα περνούν το υπόλοιπο βράδυ αλληλεπιδρώντας με το «community». Με φίλους και ακόλουθους που ίσως όλη αυτή την ώρα να στέκονται μόλις πέντε μέτρα μακριά, αλλά μάλλον δεν θα το μάθουν ποτέ. Γιατί ακόμη κι αν κάποιος σου γράψει «κι εγώ εδώ είμαι, τα λέμε στο μπαρ σε 10’;», θα μιλήσεις για λίγο και μετά θα επιστρέψεις στην οθόνη, στα reactions ή στο επόμενο στόρι. Την ίδια στιγμή, κορίτσια στην εφηβεία κατεβάζουν από το προφίλ τους τα ποστ που δεν έχουν πάρει αρκετές αντιδράσεις και views (αλήθεια, ποιος ορίζει πόσα είναι τα «αρκετά»;). Έχουμε μπει σε μια εποχή που τα status updates στα social media έχουν ξεφύγει από τα στιγμιότυπα, τις εμπειρίες και τις σκέψεις που θέλουμε να θυμόμαστε, να μοιραστούμε και να θίξουμε και έχουν εξελιχθεί σε θεμέλιες λίθους στο κατασκεύασμα της ίδια της ταυτότητάς μας;

Εθισμένοι στην ικανοποίηση

Το Πανεπιστήμιο Stanford έχει κατατάξει τον δρα Ofir Turel, καθηγητή στη σχολή Η/Υ του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, στο τοπ 2% των ερευνητών παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Turel, πλέον είναι ξεκάθαρο το πώς επιδρούν στον εγκέφαλό μας τα likes που παίρνουμε στις αναρτήσεις μας στα social media: «Τα βλέπω ως ένα μοντέρνο νόμισμα. Κάθε φορά που λαμβάνουμε μια αντίδραση στις δημοσιεύσεις μας, αυτή επιδρά στον εγκέφαλό μας ακριβώς όπως και όλα τα άλλα είδη επιβράβευσης: σαν ένα hit ντοπαμίνης».

Όταν άφησε τη θέση του προέδρου στον τότε όμιλο Facebook, το 2017, ο Sean Parker παραδέχτηκε δημόσια σε ένα συνέδριο ότι κατά τον σχεδιασμό του Facebook, το κουμπί των likes σχεδιάστηκε «μελετώντας το πώς θα μπορούσαμε να δεσμεύσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο από τον χρόνο και την προσοχή των χρηστών. Εκμεταλλευτήκαμε μiα αδυναμία της ανθρώπινης ψυχολογίας».

Η Jessica Noah Morgan, συντάκτρια της βρετανικής έκδοσης του ELLE, εκείνη την ίδια χρονιά ανακοίνωσε στους λογαριασμούς της στα social media ότι άλλαζε καριέρα. «Ένιωθα τεράστια πίεση να μοιραστώ τα επαγγελματικά μου νέα, προκειμένου να χτίσω το προσωπικό μου brand και να καθιερωθώ στον χώρο», γράφει σήμερα.

«Με κάθε ειδοποίηση που λάμβανα, ένιωθα την ντοπαμίνη να κατακλύζει τον οργανισμό μου. Δεν είχε καμία σημασία αν ήξερα ή όχι το άτομο που αντιδρούσε στις δημοσιεύσεις μου. Ένιωθα περήφανη, ότι ήμουν στην κορυφή. Πολύ σύντομα όμως αυτή η ευφορία ξεθώριαζε και τη θέση της έπαιρνε ο πανικός. Έπρεπε να βρω τι θα πόσταρα μετά. Μια καινούρια δουλειά σε άλλη πόλη ή χώρα συνοδευόμενη από ένα εντυπωσιακό πακέτο μετεγκατάστασης; Ένα συμβόλαιο για βιβλίο; Μια εγκυμοσύνη; Καλώς ήρθατε στην “κουλτούρα των ανακοινώσεων”».

Στην κουλτούρα που καθετί που ζούμε πρέπει να ανακοινώνεται. Οι αλλαγές και οι προαγωγές στη δουλειά, το πρωινό ξύπνημα για να προλάβουμε το πλοίο για τις διακοπές, οι σχέσεις, οι βραδινές έξοδοι και οι σειρές που βλέπουμε στο Disney+, οι φιλίες και οι συνεργασίες μας, τα αριστεία των παιδιών μας, το βιβλίο που διαβάζουμε στην παραλία, το καινούριο mist που δοκιμάσαμε, όλα. Όχι μόνο γιατί είναι ωραίο να μοιράζεσαι τα όμορφα, αλλά και γιατί όλα αυτά μαζί διαμορφώνουν το προσωπικό μας brand.

Η γυναίκα που βρίσκεται πίσω από τον νέο αυτό όρο, «την κουλτούρα των ανακοινώσεων», είναι η 24χρονη Βρετανίδα Grace Beverley, η οποία -ως φοιτήτρια ακόμη στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης- δημιούργησε δύο ιστοσελίδες για το fitness που της χάρισαν μια θέση ανάμεσα στους 30 ισχυρότερους επιχειρηματίες κάτω των 30 ετών, σύμφωνα με τον Forbes, αλλά και το βραβείο της Καλύτερης Νέας Επιχειρηματία του Λονδίνου. Στο βιβλίο της με τίτλο Working Hard, Hardly Working (Δουλεύοντας σκληρά, αλλά σχεδόν καθόλου, εκδ. Hutchinson), εξηγεί πως ενώ δουλεύουμε πραγματικά πολύ, τελικά δεν είμαστε παραγωγικοί και αυτό οφείλεται στην «κουλτούρα των ανακοινώσεων»: «Το κοινωνικό αυτό φαινόμενο που μας ωθεί να θέλουμε συνεχώς να ανακοινώνουμε όλα όσα κάνουμε ή πετυχαίνουμε, αλλά μας παγιδεύει να ζούμε μέσα στην αγωνία να βρίσκουμε συνεχώς κάτι άξιο να ποστάρουμε». Στον λογαριασμό της στο Instagram παραδέχτηκε ότι και η ίδια έχει πέσει σ’ αυτή την παγίδα: «Επικεντρωνόμουν στο να “συμπεριφέρομαι” σαν επιχειρηματίας, να “συμπεριφέρομαι” σαν CEO, να κάνω πράγματα που θα μπορούσα να βροντοφωνάξω, να αφιερώνω ώρες που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι εργάστηκα σκληρά. Παγιδευόμαστε μέσα στην ίδια μας την ανάγκη να ανακοινώνουμε τη δήθεν παραγωγικότητά μας και να την επιδεικνύουμε – για χάρη της αυταξίας μας και μερικές φορές και της δόξας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κρίνουμε την επιτυχία, τη δική μας και των άλλων, από την ποσότητα των ανακοινώσεών μας αντί για την ποιότητα της δουλειάς μας».

Status symbol

Ο Αμερικανός καθηγητής κοινωνιολογίας James Côté μελετά εδώ και χρόνια πώς διαμορφώνεται η ταυτότητά μας και είναι ο πατέρας της θεωρίας του «κεφαλαίου ταυτότητας». Σύμφωνα με αυτήν, κάθε άτομο διαθέτει το δικό του μοναδικό κεφάλαιο ταυτότητας, το οποίο αποτελείται τόσο από απτά χαρακτηριστικά (τα αντικείμενα που κατέχουμε και τα κοινωνικά σύνολα στα οποία συμμετέχουμε, τα οποία αποτυπώνονται στις συμπεριφορές μας) όσο και από μη απτά (όπως είναι οι απόψεις μας, οι γνώσεις και οι προτιμήσεις μας, που συνθέτουν μέρος της προσωπικότητάς μας).

Με βάση αυτό το κεφάλαιο ταυτότητας, λέει ο Côté, ως έφηβοι δημιουργούμε την εικόνα του εαυτού μας, που με τη σειρά της διαμορφώνει το προσωπικό μας status και αποτελεί μέσο διαπραγμάτευσης για να μπούμε στα κοινωνικά σύνολα που μας ενδιαφέρουν. Κάθε φωτογραφία που ανεβάζουμε στο Instagram και κάθε βίντεο στο TikTok δεν είναι παρά μια ένδειξη του πώς χρησιμοποιούμε το προσωπικό μας κεφάλαιο ταυτότητας για να διαμορφώσουμε την εικόνα του εαυτού μας που θέλουμε να προβάλλουμε. Για τον κοινωνιολόγο, ό,τι κάνουμε το κάνουμε προκειμένου να λάβουμε αποδοχή και, μάλιστα, σε ευαίσθητες ηλικίες οι πράξεις μας «περισσότερο στοχεύουν στον εντυπωσιασμό των άλλων, παρά στο να μένουμε πιστοί στις εσωτερικές μας αξίες».

Και κάπως έτσι φιλτράρουμε το τι θα ανεβάζουμε στους λογαριασμούς μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: με βάση τις εκτιμήσεις μας για τις αντιδράσεις που θα λάβουμε. Πιστεύουμε ότι αυτό το ποστ θα πάει καλά; Το ανεβάζουμε. Τελικά δεν άρεσε; «Γιατί; Μήπως δεν το έχουν δει ακόμα οι δικοί μου; Ίσως να το κατεβάσω; Αν ποστάρω γρήγορα το επόμενο;». Και μοντάρουμε τα προφίλ μας ώστε να χτίσουμε -τελικά- το επιθυμητό στάτους. Φτιάχνοντας περσόνες που κάθε νέο ποστ και στόρι έχει σκοπό να τις υπηρετήσει και να τις συντηρήσει.

Όπως, όμως, ξέρουν πολύ καλά οι υπεύθυνοι μάρκετινγκ, για να χτίσει κανείς ένα brand, πρέπει να επενδύσει πολλά. Χρειάζεται, διακηρύσσουν οι «ειδικοί», να είμαστε προβλέψιμοι (οι ακόλουθοί μας πρέπει να ξέρουν τι να περιμένουν από εμάς, αλλιώς θα εγκαταλείψουν «το προϊόν»), συνεπείς («επιλέξτε ένα συγκεκριμένο φίλτρο για τις φωτογραφίες σας και μείνετε πιστοί σε αυτό, γίνετε αναγνωρίσιμοι»), έμπιστοι («μην προδίδεις το tribe σου»)…

Εύθραυστες ισορροπίες

Οι νόμοι, όμως, της Φυσικής φαίνεται να ισχύουν ακόμη και στο πεδίο του διαδικτύου: οποιοδήποτε οικοδόμημα δεν έχει γερά θεμέλια, κλονίζεται εύκολα – πόσο μάλλον όταν μιλάμε για το οικοδόμημα της ταυτότητάς μας. Από τη μία πλευρά, ζώντας στην κουλτούρα των ανακοινώσεων, με κάθε θετική απόκριση εισπράττουμε ικανοποίηση, χάρη στην ντοπαμίνη που κατακλύζει τον εγκέφαλό μας. Πολλά νέα παιδιά δηλώνουν ότι τα θετικά σχόλια και η αποδοχή από την ηλεκτρονική κοινότητα τονώνουν την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή τους.

Από την άλλη, με την ίδια ευκολία αυτή η αίσθηση γκρεμίζεται στην περίπτωση που μια διαδικτυακή μας κίνηση δεν βρει την ανταπόκριση που περιμένουμε. Τρεις ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Queensland της Αυστραλίας θέλησαν να τεστάρουν τι συμβαίνει όταν οι διαδικτυακές μας κινήσεις δεν «αποδίδουν» όπως θα θέλαμε. Ζήτησαν από φοιτητές του τμήματος Ψυχολογίας να λειτουργήσουν «ως συνήθως» μέσα σε μία ομάδα στο Facebook. Αυτό που δεν τους αποκάλυψαν οι ερευνητές είναι ότι οι ίδιοι θα φρόντιζαν όλα τα σχόλια των μισών συμμετεχόντων να μείνουν αναπάντητα και οι αναρτήσεις τους χωρίς καμία αντίδραση. Στο τέλος της έρευνας, οι συγκεκριμένοι συμμετέχοντες δήλωσαν πως ένιωθαν «χαμηλότερα επίπεδα αυτοεκτίμησης, συμπερίληψης, αίσθησης ελέγχου και μιας ζωής με νόημα»…

«Μιλώντας γι’ αυτό το θέμα, δεν μπορώ να μη σκεφτώ το βιβλίο του Guy Debord Η Κοινωνία του Θεάματος (εκδ. Μεταίχμιο)», λέει η συστημική ψυχοθεραπεύτρια Λουκία Αποστολίδη. Μπορεί να έχει περάσει μισός αιώνας από την έκδοση αυτού του βιβλίου, αλλά η θεωρία του Γάλλου στοχαστή παραμένει δυναμικά επίκαιρη. Στην «Κοινωνία του Θεάματος» -του μεταπολεμικού δυτικού κόσμου αλλά και του 2022-, «άπασα η ζωή των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχούν οι σύγχρονες συνθήκες παραγωγής προαναγγέλλεται ως μια απέραντη συσσώρευση θεαμάτων […] Η αλλοτρίωση του θεατή εκφράζεται ως εξής: όσο περισσότερο παρατηρεί, τόσο λιγότερο ζει. Όσο περισσότερο αποδέχεται να αναγνωρίζει τον εαυτό του εντός των κυρίαρχων εικόνων της ανάγκης, τόσο λιγότερο κατανοεί τη δική του ύπαρξη και τη δική του επιθυμία». Έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς τα έξω, στην εικόνα, αμελούμε να κοιτάξουμε εντός μας, αφήνοντας ανεξερεύνητη την πραγματική μας ταυτότητα. Και αφηνόμαστε να μας ορίζουν και να μας καθορίζουν δυνάμεις έξω από τον εαυτό μας: τα likes, τα σχόλια και τα reactions της διαδικτυακής κοινότητας στην οποία τόσο πολύ πασχίζουμε να ανήκουμε. «Ο σπουδαίος Ελβετός ψυχίατρος Carl Jung», συμπληρώνει η κα Αποστολίδη, «είχε πει: “Ο κόσμος θα σε ρωτήσει ποιος είσαι και αν δεν ξέρεις, θα σου πει εκείνος”».

Η ψευδαίσθηση της ελευθερίας

Κατά μία έννοια, καθεμία από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης είναι ένα δυναμικό και ελεύθερο πεδίο όπου καθένας μας έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει διάφορες εκδοχές του εαυτού του. Στο LinkedIn είμαστε οι επαγγελματίες που ενημερώνονται, γιορτάζουν την ολοκλήρωση συνεχόμενων εκπαιδεύσεων και τη βελτίωση της εταιρικής τους κουλτούρας, ανακοινώνουν τις αλλαγές στη δουλειά, αλληλεπιδρούν με άλλους αξιόλογους επαγγελματίες στους οποίους δεν θα είχαν πρόσβαση με κανέναν άλλο τρόπο. Στο Instagram είμαστε οι φωτογραφίες που μιλούν για εμάς, τις εμπειρίες μας και το προσωπικό μας στυλ (το «aesthetic» μας) πιο δυνατά από εμάς τους ίδιους. Στο Facebook είμαστε τα μέλη της παγκόσμιας, της ευρύτερης και της τοπικής κοινωνίας μας, ένας χώρος όπου μπορούμε να πάρουμε θέση για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας και μας αγγίζει. Στο TikTok είμαστε εκείνα τα πλάσματα που έχουμε στη διάθεσή μας άπειρα βίντεο των 15’’ ώστε να κάνουμε post και repost για σχεδόν όλα όσα μας ενδιαφέρουν και μας εκφράζουν, από τα ταξίδια, τη μουσική και τον χορό ως τη φωτογραφία, το fitness και τα brands που μας αρέσουν. Παλιότερα οι ψυχολόγοι εφιστούσαν την προσοχή μας στο ότι είμαστε πολλά περισσότερα από το σύνολο των ρόλων μας. Σήμερα μιλούν για τον διαδικτυακό κατακερματισμό της ταυτότητάς μας στην αληθινή ζωή: κανείς μας δεν ορίζεται από ό,τι δείχνει αποσπασματικά καθένα από τα προφίλ του στα social media.

Και επιπλέον, μπορεί να νομίζουμε ότι τα τόσα διαδικτυακά μέσα έκφρασης μας δίνουν την ελευθερία να είμαστε όποιοι θέλουμε, αλλά η αλήθεια δεν είναι τόσο απλή. Η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας δρ Gerrard εξηγεί πως «ένα από τα ευρήματα της έρευνάς μου είναι ότι ακολουθούμε διαφορετικές νόρμες στις διαφορετικές πλατφόρμες. Κανείς, για παράδειγμα, δεν μας κατηγορεί ότι μοιραζόμαστε υπερβολικά πολλά στο Tumblr, γιατί αυτός είναι και ο σκοπός του: έχει σχεδιαστεί για να είναι σαν ένα είδος ημερολογίου όπου οι χρήστες ποστάρουν συνήθως ανώνυμα. Αντίθετα, κάποιος μπορεί να κατηγορηθεί για oversharing στις πλατφόρμες στις οποίες χρησιμοποιούμε συχνότερα το πραγματικό μας όνομα, όπως Facebook, Twitter και Instagram. Μπορεί να έχουμε μεγάλη αυτονομία στο πώς χρησιμοποιούμε κάθε πλατφόρμα, αλλά η κουλτούρα της καθεμίας είναι αρκετά συγκεκριμένη και εξαρτάται από το πώς έχει σχεδιαστεί από τους ιδρυτές της. Όταν ποστάρουμε με συγκεκριμένους τρόπους, συχνά απλώς ανταποκρινόμαστε στο πώς θέλει η κάθε πλατφόρμα να συμπεριφερόμαστε».

Υπάρχει και η άλλη πλευρά

Στον αντίποδα αυτών των προβληματισμών, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει την άλλη όψη του νομίσματος. «Πολλοί άνθρωποι μοιράζονται διαδικτυακά πράγματα που δεν μπορούν να μοιραστούν με τους φίλους και την οικογένειά τους. Αν με αυτό το sharing δημιουργούν έναν χώρο που αλλιώς θα τους ήταν αδύνατο να τον έχουν στη ζωή τους, αυτό είναι κάτι καταπληκτικό και αληθινά ουσιώδες για την επιβίωσή τους», δηλώνει η δρ Gerrard. Επίσης, μπορεί να είναι κουραστικό να ανακοινώνουμε στα social media κάθε μας επιτυχία ή κατάκτηση, αλλά με κάθε τέτοιο ποστ μας ίσως ανοίγουμε τον δρόμο για κάποιον που υποεκπροσωπείται όχι μόνο διαδικτυακά, αλλά και στην πραγματική ζωή.

Η Αγγλίδα δημοσιογράφος Jessica Noah Morgan κλείνει το άρθρο της λέγοντας: «Όταν ανακοίνωσα στα social media ότι έγινα αρχισυντάκτρια, ήμουν πολύ περήφανη γιατί είχα δουλέψει σκληρά γι’ αυτή τη θέση. Τέσσερα χρόνια προσπαθούσα να πάρω προαγωγή και τα κατάφερα, παρά το ότι πολλοί προϊστάμενοί μου είχαν πει σ’ αυτό το διάστημα ότι δεν ήμουν έτοιμη. Πλέον ποστάρω τις επιτυχίες μου ώστε μια μέρα ένα μαύρο κορίτσι από τις συνοικίες στο κέντρο της πόλης να δει ότι μπορεί να σπάσει τα στερεότυπα και να πετύχει κι εκείνη». Φυσικά και έχουμε όλοι δικαίωμα να πανηγυρίζουμε για τις νίκες μας και να μοιραζόμαστε διαδικτυακά όσα έχουν σημασία για εμάς, ίσως και για τους άλλους, με τρόπους που καμιά φορά δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Αρκεί να θυμόμαστε ότι το διαδικτυακό μας αποτύπωμα δεν είναι παρά μόνο αυτό: ένα αποτύπωμα όσων συντελούνται στην πραγματική ζωή.

Εικονογράφηση: Μαριλένα Σουρβίνου

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT