Για ποιο λόγο δύο άνθρωποι με τα ίδια παραπανίσια κιλά που ακολουθούν πιστά τις ίδιες διατροφικές οδηγίες δεν είναι εξίσου επιτυχημένοι στο να χάσουν βάρος; Εκτός από τους ορμονικούς παράγοντες, τα τελευταία χρόνια μπήκε στους συνήθεις υπόπτους, μεταξύ άλλων, και η γενετική προδιάθεση, που πλέον θεωρείται και μια από τις αιτίες της παχυσαρκίας. Σύμφωνα με τους επιστήμονες που ασχολούνται με τη διατροφογενετική (nutrigenetics, επιστήμη που μελετά το γενετικό προφίλ μας και την επίδραση που έχουν σε αυτό οι τροφές), με την κατάλληλη δίαιτα, όπως τη δίαιτα του DNA, μπορούμε να αλλάξουμε την προδιάθεσή μας απέναντι σε κάποιες καταστάσεις: από την παχυσαρκία μέχρι την εμφάνιση νόσων.
Εξάλλου, ο ρόλος που παίζουν οι περιβαλλοντικοί παράγοντες στην εξέλιξή μας συχνά είναι σημαντικότερος από εκείνον των γονιδίων. Με ποιο τρόπο όμως μια τέτοια θεωρία μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη; Ο Γιώργος Δεδούσης, PhD, Καθηγητής Μοριακής Γενετικής και Διατροφής, Διευθυντής του Εργαστηρίου Βιολογίας/Βιοχημείας/Φυσιολογίας του Ανθρώπου και των μικροοργανισμών στο Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας Διατροφής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο μελετά τη διατροφογενετική και εξηγεί με ποιο τρόπο μπορούμε να αξιοποιήσουμε όσα μας λένε τα γονίδιά μας.
Δίαιτα στα μέτρα σου
Η επιστήμη της διατροφογενετικής άρχισε να αναπτύσσεται μετά την αποκρυπτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος το 2001, του λεγόμενου DNA (μεγαλομοριακή ένωση σε κάθε μας κύτταρο με γενετικές πληροφορίες για εμάς). Πλέον γνωρίζουμε ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, επομένως οι ίδιες διατροφικές οδηγίες, όσο καλές κι αν είναι, έχουν διαφορετική επίδραση στον καθένα.
Ο καθηγητής κ. Δεδούσης επισημαίνει: «H ανάγκη για εξατομικευμένες διατροφικές συστάσεις με βάση το γενετικό μας προφίλ προέκυψε από το γεγονός ότι οι άνθρωποι ανταποκρίνονταν διαφορετικά στις γενικές διατροφικές οδηγίες. Η ανάλυση του ανθρώπινου γονιδιώματος έδειξε ότι είμαστε όμοιοι κατά 99,1 % και διαφέρουμε μόλις στο 0.9%. Όμως, αυτές οι διαφορές στο σύνολο του DNA καθορίζουν και την μοναδικότητα του κάθε ατόμου. Ανάλογα, λοιπόν, με το τι γονίδια έχουμε κληρονομήσει από τους γονείς μας, επηρεάζεται και η ανταπόκρισή τους στον τρόπο ζωής μας. Επομένως, οι ίδιες διατροφικές συστάσεις ασκούν διαφορετική επίδραση στην πρόσληψη ή απώλεια βάρους, στην προδιάθεση για σακχαρώδη διαβήτη-2 (ΣΔ-2), για λιπώδη διήθηση ήπατος (λίπος στα κύτταρα του συκωτιού), για μεταβολικά νοσήματα κ.ά.».
Με βάση τα νέα δεδομένα, η σωστή διατροφή πρέπει να είναι εξατομικευμένη, κάτι που συμβαίνει στη δίαιτα DNA. Θέλουμε να χάσουμε βάρος; Ο ειδικός μπορεί να πάρει με ένα βουρτσάκι δείγμα από τα κύτταρα που βρίσκονται στο βλεννογόνο του στόματος και να αναλύσει τα γονίδια που σχετίζονται με την όρεξη, τον κορεσμό και την προδιάθεση που έχουμε για συσσώρευση λίπους. Στην συνέχεια, ανάλογα με το τι θα δείξουν τα συγκεκριμένα γονίδια, ένας διατροφολόγος θα μας προτείνει συγκεκριμένο πρόγραμμα διατροφής με ομάδες τροφίμων.
«Γνωρίζουμε ότι άτομα με αυξημένη γενετική προδιάθεση για παχυσαρκία έχουν πολλαπλάσιο κίνδυνο να γίνουν παχύσαρκα όταν για παράδειγμα στις διατροφικές τους συνήθειες καταναλώνουν συχνά αναψυκτικά ή στα γεύματά τους περιλαμβάνονται τηγανητά ή συνδυασμός ανθυγιεινών διατροφικών συνηθειών. Γνωρίζουμε επίσης ότι είναι σημαντική η διατροφική αξιολόγηση με έναν πιο ολιστικό τρόπο και ότι οι συστάσεις σε μακροθρεπτικά συστατικά όπως πρωτεϊνες, υδατάνθρακες και λίπη επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο το κάθε άτομο. Μπορούμε πλέον σε αρκετές περιπτώσεις να καθοδηγούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις διατροφικές συνήθειες των ατόμων».
Τα γονίδια βέβαια που εξετάζει ο ειδικός διαφέρουν ανάλογα με το προφίλ κάθε ανθρώπου, π.χ. μια γυναίκα με παραπανίσια κιλά, με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, οστεοπόρωσης κ.ά. θα κάνει έλεγχο σε διαφορετικά γονίδια. «Εάν ο στόχος είναι η απώλεια βάρους και η μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου θα πρέπει να εστιάσουμε στην ομάδα γονιδίων που συνδέονται με αυτούς τους δείκτες υγείας. Εάν θέλουμε να προλάβουμε την οστεοπόρωση ή π.χ. κάποιο μεταβολικό νόσημα, οι οδηγίες θα ακολουθούν τις γενικές ιατρικές συστάσεις για αυτά. Σε κάθε περίπτωση ο έλεγχος αφορά δεκάδες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες γενετικές θέσεις οι οποίες αναλύονται στη συνέχεια με τη βοήθεια αλγορίθμων και μας οδηγούν στις εξατομικευμένες συστάσεις». Το τεστ μπορεί να μελετήσει και γονίδια που αφορούν το δέρμα και να δουν την προδιάθεσή του για αφυδάτωση και πρόωρη γήρανση. Σε αυτή την περίπτωση προβλέπονται ειδικά καλλυντικά με συγκεκριμένες ουσίες για τον καθένα (τα καλλυντικά αναμένονται σύντομα και στην Ελλάδα).
Για να κατανοήσουμε πώς αλλάζει η διατροφή μας μετά το τεστ, ο ειδικός αναφέρει το παράδειγμα ενός νεαρού ατόμου που έκανε ανάλυση DNA και βρέθηκε ότι διέτρεχε κίνδυνο να παρουσιάσει κάποια χρόνια αργότερα σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η σύσταση ήταν να αποφεύγει το επιδόρπιο που κατανάλωνε μέχρι τότε, καθημερινά, μετά το φαγητό, να μειώσει τα λιπαρά και να ακολουθεί το μεσογειακό πρότυπο διατροφής, να έχει στο τραπέζι του συχνότερα λιπαρά ψάρια, πλούσια σε ω-3 και περισσότερα δημητριακά ολικής άλεσης. Επίσης η ανάλυση DNA έδειξε ότι οι μηχανισμοί αποτοξίνωσης του οργανισμού του υπολειτουργούσαν. Επομένως θα έπρεπε να αυξήσει την πρόσληψη αντιοξειδωτικών από τη διατροφή (π.χ. φρούτα, σκούρα πράσινα λαχανικά, ελαιόλαδο, καρύδια κλπ). Όλα τα παραπάνω δεδομένα ο διατροφολόγος τα πήρε και πρότεινε ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα.
Σύμφωνα με τον κ. Δεδούση οι διατροφικές συστάσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Βέβαια μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ίσως τροποποιηθούν, κυρίως όταν περάσουμε σε άλλη δεκαετία της ζωής μας ή σε περίπτωση που παρουσιαστεί κάποιο θέμα υγείας.
Πόσο αξιόπιστη είναι η «δίαιτα DNA»;
Αυτή τη στιγμή μια δίαιτα με βάση το DNA είναι σε πρώιμο στάδιο, αλλά διαρκώς εξελίσσεται όσο οι επιστήμονες μαθαίνουν το ρόλο περισσότερων γονιδίων. Το κόστος ενός τέτοιου τεστ γίνεται ιδιωτικά σε διατροφολόγο ή γενετιστή και ξεκινά περίπου από € 200-250, ενώ ανεβαίνει ανάλογα με τον αριθμό των γονιδίων που ελέγχονται.
Το τέλος της δίαιτας;
Όσα γνωρίζουμε για την ισορροπημένη διατροφή εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τον έλεγχο του DNA του καθενός, αλλά η μελέτη των γονιδίων αυξάνει την δυναμική της εξατομίκευσης της διατροφής. Όπως αναφέρει ο παθολόγος-διατροφολόγος Δημήτρης Δελλής «οι βασικές αρχές της δίαιτας παραμένουν σε ισχύ, όπως το να κάνουμε πολλά και συχνά γεύματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις συστάσεις για την αξία της άσκησης. Ο γονιδιακός έλεγχος μας προσφέρει τη δυνατότητα να προσαρμόσουμε τη δίαιτα ενός ανθρώπου στο γενετικό του προφίλ, όσον αφορά την ποικιλία των τροφών, την ανάγκη αύξησης ή μείωσης των λιπών ή των υδατανθράκων και την μεγιστοποίηση του αποτελέσματος. Τέλος, η προσαρμογή της διατροφής στο ατομικό DNA βελτιστοποιεί τα επίπεδα σακχάρου, λιπιδίων και όλων των βιολογικών δεικτών».