Από τη Νάνσυ Καλλικλή
Στην παράδοση των Σούφι, από τον 12ο αιώνα, υπάρχει µια πολύ γνωστή ιστορία για τον ανόητο αλλά σοφό µουλά Νασρεντίν, ο οποίος έχει πέσει στα τέσσερα κάτω από ένα φως στον δρόµο και κάτι ψάχνει. «Τι ψάχνεις;», τον ρωτάνε οι γείτονες. «Το κλειδί µου», απαντάει. Όλοι µαζί αρχίζουν να ψάχνουν, µεθοδικά και µε προσοχή, για να µην τους ξεφύγει ούτε χιλιοστό από την περιοχή κάτω από το φως. Κανείς όµως δεν βρίσκει το κλειδί. «Νασρεντίν», λέει τελικά κάποιος, «πού ακριβώς έχασες το κλειδί σου;». «Στο σπίτι µου». «Τότε γιατί ψάχνεις εδώ;». «Μα, γιατί βλέπω καλύτερα εδώ, κάτω από το φως». «Μπορεί να είναι πιο εύκολο (και οικονοµικά πιο αποδοτικό) να ερευνά κανείς µεµονωµένες αιτίες, όπως µικρόβια και γονίδια, αλλά όσο αδιαφορούµε για την ευρύτερη οπτική, οι ασθένειες θα παραµένουν άγνωστης αιτιολογίας», γράφει ο Ουγγροκαναδός γιατρός Gabor Maté. «Η αναζήτηση αλλού, εκεί όπου πέφτει το φως, δεν θα µας βοηθήσει να βρούµε το κλειδί για την υγεία. Πρέπει να ψάξουµε µέσα, εκεί όπου είναι σκοτεινά και θολά», καταλήγει.
Η εξίσωση αλλάζει
Αυτό το µισοφωτισµένο εσωτερικό πεδίο όπου κρύβεται για τον Maté το κλειδί για πολλές από τις δυσκολότερες ασθένειες της ανθρωπότητας δεν είναι άλλο από εκείνο των συναισθηµάτων µας. Αν συνεχίσουµε να αγνοούµε τον µεγάλο και σηµαντικό ρόλο που παίζουν στην εκδήλωση ασθενειών όπως ο καρκίνος, η σκλήρυνση κατά πλάκας κ.ά. έχουµε τόσες πιθανότητες να τις αποκωδικοποιήσουµε όσες έχει και ο Νασρεντίν να βρει το κλειδί του έξω στον δρόµο, ενώ το έχει χάσει στο σπίτι του, λέει ο Maté.
Με βάση επιστηµονικές έρευνες και δηµοσιεύσεις, αλλά και δεκαετίες συνεδριών στο ιατρείο του στον Καναδά, αναλύει τις κυτταρικές λειτουργίες και τα συστήµατα του οργανισµού, όπως το ανοσοποιητικό και το νευρικό, για να καταλήξει στο βιοψυχοκοινωνικό µοντέλο Ιατρικής: εκείνο το µοντέλο, δηλαδή, που θεωρεί ότι η εξίσωση για την εξήγηση και, εντέλει, την πρόληψη σοβαρών ασθενειών δεν θα λυθεί παρά µόνο αν εισάγουµε σε αυτήν τα ανθρώπινα συναισθήµατα και τα λάβουµε σοβαρά υπόψη. Στο πρώτο από τα πολυδιαβασµένα και µεταφρασµένα σε πάνω από τριάντα γλώσσες βιβλία του, το οποίο κυκλοφόρησε µόλις στα ελληνικά µε τίτλο Όταν το Σώµα Λέει Όχι: Το Κόστος του Κρυφού Στρες (εκδ. Key Books), συνδυάζει τα ευρήµατα της Ιατρικής µε εκείνα της Ψυχολογίας για να εξηγήσει µε συµπόνια και ενσυναίσθηση ότι όταν απωθούµε το άγχος µας, χωρίς µάλιστα να το καταλαβαίνουµε, «ο περιορισµός αυτός αφοπλίζει την άµυνα του οργανισµού απέναντι στις ασθένειες. Η απώθηση -η αποσύνδεση των συναισθηµάτων από το συνειδητό επίπεδο και η µετατόπισή τους στο ασυνείδητο- αποσυντονίζει και µπερδεύει την άµυνα του οργανισµού, σε βαθµό που, συχνά, αυτή καταλήγει να παίρνει λανθασµένο δρόµο καταστρέφοντας την υγεία, αντί να την προστατεύει. Το στρες είναι ένα συνονθύλευµα από σωµατικές και βιοχηµικές αντιδράσεις σε έντονα συναισθηµατικά ερεθίσµατα. Από πλευράς φυσιολογίας, τα συναισθήµατα είναι ηλεκτρικές, χηµικές και ορµονικές αντιδράσεις του ανθρώπινου νευρικού συστήµατος. Τα συναισθήµατα επηρεάζουν -και επηρεάζονται από- τη λειτουργία των πιο σηµαντικών µας οργάνων, την καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού και τη δράση των -πολλών- βιολογικών ουσιών που κυκλοφορούν στον οργανισµό και επηρεάζουν τη σωµατική λειτουργία».
Αφοπλισµένοι
Είναι γνωστό το παράδειγµα της έρευνας µε τους φοιτητές Ιατρικής, που παραθέτει και ο συγγραφέας, η οποία έδειξε πως η άµυνα του ανοσοποιητικού µειώνεται όταν εκείνοι έχουν να αντιµετωπίσουν το άγχος των τελικών εξετάσεων. Και µπορεί η πίεση των εξετάσεων να είναι βραχυπρόθεσµη και παροδική, αλλά, σύµφωνα µε τον ίδιο, «πολλοί άνθρωποι ζουν ολόκληρη τη ζωή τους, χωρίς να το αντιλαµβάνονται, λες και υπάρχει ένας αυστηρός και επικριτικός εξεταστής τον οποίο πρέπει να ικανοποιήσουν µε κάθε κόστος. Πολλοί από εµάς ζούµε είτε µόνοι είτε µέσα σε σχέσεις συναισθηµατικά ανεπαρκείς, που δεν αναγνωρίζουν ή δεν σέβονται τις βαθύτερες ανάγκες µας». Και ο αντίκτυπος όλου αυτού είναι το κρυφό στρες του τίτλου του βιβλίου του.
Φυσικά, πολλές φορές είναι ξεκάθαρο ότι ζούµε υπό συνθήκες στρες. Μελετώντας ανθρώπους από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ που πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας, οι ερευνητές είδαν πως στο 85% των ασθενών ενυπήρχαν -και µάλιστα προϋπήρχαν- στρεσογόνοι παράγοντες όπως ο θάνατος ενός αγαπηµένου προσώπου, µια ξαφνική απειλή αδυναµίας βιοπορισµού, οι αυξηµένες απαιτήσεις στη δουλειά, οι συνεχείς διαµάχες µε τον/τη σύντροφο, ακόµη και ένα οικογενειακό γεγονός που προκαλούσε µόνιµη αλλαγή στη ζωή κάποιου και απαιτούσε ευελιξία και δυνατότητα προσαρµογής, σε βαθµό όµως που ο άνθρωπος αυτός δεν µπορούσε να αντεπεξέλθει. «Το κοινό χαρακτηριστικό», αναφέρουν οι συγγραφείς της µελέτης, «είναι η σταδιακή συνειδητοποίηση της ανικανότητας να διαχειριστεί κανείς µια δύσκολη κατάσταση, η οποία προκαλεί την αίσθηση της ανεπάρκειας ή της αποτυχίας». «Το βασικότερο πρόβληµα δεν είναι το εξωγενές στρες, όπως τα γεγονότα της ζωής που αναφέρονται στις µελέτες», εξηγεί ο Maté, «αλλά µια αίσθηση ανηµποριάς που έχει διαµορφωθεί από περιβαλλοντικούς παράγοντες, η οποία δεν επιτρέπει καµία από τις φυσιολογικές αντιδράσεις πάλης ή φυγής. Το εσωτερικό στρες που προκύπτει απωθείται και, κατά συνέπεια, δεν είναι ορατό. Εποµένως, όταν δεν καλύπτονται οι ανάγκες κάποιου ή όταν πρέπει κανείς να καλύψει τις ανάγκες άλλων, δεν βιώνει την κατάσταση ως στρεσογόνα. Τη νιώθει ως φυσιολογική. Διότι ο άνθρωπος αυτός είναι αφοπλισµένος (…) Φυσικά και το στρες δεν προκαλεί σκλήρυνση κατά πλάκας – κανένας µεµονωµένος παράγοντας δεν την προκαλεί», σπεύδει να διευκρινίσει ο ειδικός. «Χωρίς αµφιβολία, η εµφάνιση της νόσου εξαρτάται από µια σειρά επιρροών που αλληλεπιδρούν µεταξύ τους», αφού, όπως λέει και ο νευρολόγος Louis J. Rosner, πρώην διευθυντής της κλινικής για τη σκλήρυνση κατά πλάκας στο πανεπιστήµιο UCLA, «ακόµη και οι άνθρωποι που φέρουν όλα τα σχετικά γονίδια, δεν είναι βέβαιο ότι θα εµφανίσουν σκλήρυνση κατά πλάκας. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η νόσος πυροδοτείται από περιβαλλοντικούς παράγοντες».
Αυτοί οι περιβαλλοντικοί παράγοντες που προκαλούν την αίσθηση ότι δεν µπορούµε να τα βγάλουµε πέρα δεν είναι άλλοι από τις πεποιθήσεις που χτίζουµε στα πρώτα χρόνια της ζωής µας και µε τις οποίες σίγουρα έχουµε συστηθεί αν έχουµε βρεθεί στο γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή. Είναι ίσως η αγωνία ότι αν ζητήσουµε από τον άλλο (στα πρώτα χρόνια µας από τον φροντιστή µας και έπειτα από έναν σύντροφο) να µας βοηθήσει να καλύψουµε µια ανάγκη µας, τότε δεν θα βρούµε ανταπόκριση. Ή, ίσως, ότι αν εκφράσουµε τον θυµό µας/πούµε «όχι»/θέσουµε τα όριά µας/δεν θα φανούµε αρκετά δυνατοί, δεν θα µας αγαπούν… Είναι όλες εκείνες οι συναισθηµατικές µας ανάγκες που µένουν ανεκπλήρωτες.
Η βιολογία της πεποίθησης
Το πώς αντιλαµβανόµαστε το περιβάλλον µας και τη σχέση µας µε αυτό (καλύπτονται οι ανάγκες µου όταν τις εκφράζω; Μπορώ να τις εκφράσω ή εκείνες των άλλων έρχονται πάντα πρώτες;) διαµορφώνεται από µικρή ηλικία, σύµφωνα µε τον συγγραφέα. Και, µάλιστα, οι αντιλήψεις µας για το περιβάλλον αποθηκεύονται στην κυτταρική µνήµη: «Στην επιφάνεια της κυτταρικής µεµβράνης υπάρχουν εκατοµµύρια κυτταρικοί υποδοχείς οι οποίοι “βλέπουν”, “ακούν” και “αισθάνονται” και -όπως ο εγκέφαλος- ερµηνεύουν τα µηνύµατα που καταφθάνουν από το εξωτερικό περιβάλλον του κυττάρου (…) Όταν οι πρώτες επιρροές που έχουµε από το περιβάλλον είναι χρονίως στρεσογόνες, το αναπτυσσόµενο νευρικό σύστηµα και άλλα όργανα λαµβάνουν επαναλαµβανόµενα το ηλεκτρικό, ορµονικό και χηµικό µήνυµα ότι ο κόσµος είναι επισφαλής, ακόµη και εχθρικός. Αυτές οι αντιλήψεις είναι προγραµµατισµένες στα κύτταρά µας σε µοριακό επίπεδο. Οι πρώτες µας εµπειρίες επηρεάζουν τη στάση του σώµατος απέναντι στον κόσµο και καθορίζουν τις ασυνείδητες πεποιθήσεις του ατόµου για τον εαυτό του σε σχέση µε τον κόσµο. Ο dr Bruce Lipton αποκαλεί αυτή τη διαδικασία “βιολογία της πεποίθησης”. Ευτυχώς, η ανθρώπινη εµπειρία και οι δυνατότητες των ανθρώπων, που όλο και αυξάνονται, διασφαλίζουν ότι η βιολογία της πεποίθησης δεν είναι µη αναστρέψιµη, παρόλο που είναι βαθιά καταγεγραµµένη στον οργανισµό».
Υπάρχουν, άραγε, εκεί, στο δικό µας σκοτεινό σπίτι του Νασρεντίν, πεποιθήσεις ότι οι συναισθηµατικές µας ανάγκες δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ ή αυτό θα συµβεί υπό όρους, και οι οποίες µε τη σειρά τους κρατούν στο σκοτάδι συναισθήµατα που δεν τολµάµε να εκφράσουµε ούτε καν να αντιληφθούµε; Αν έχουµε απωθήσει συναισθήµατα και ανάγκες, τότε, τονίζει ο ειδικός, υποβάλλουµε τον εαυτό µας σε ένα είδος στρες πολύ πιο ύπουλο και επικίνδυνο: αυτό που συµβάλλει στην εκδήλωση κάποιας ασθένειας, αν φυσικά υπάρχει η γενετική προδιάθεση. Διότι, µπορεί εµείς να έχουµε κλείσει τον διακόπτη του συναισθήµατος, να έχουµε απωθήσει όσα νιώθουµε και έχουµε ανάγκη να εκφράσουµε, αλλά αυτά είναι εκεί, και κάποια στιγµή θα εκφραστούν – στην καλύτερη περίπτωση ως συναίσθηµα, στη χειρότερη ως ασθένεια.
«Για να αναρρώσουµε», λέει ο Maté, «είναι απαραίτητο να ξεκινήσουµε σταδιακά να αντιστρέφουµε τη βιολογία της πεποίθησης που υιοθετήσαµε πολύ νωρίς στη ζωή µας. Όποια εξωτερική θεραπευτική αγωγή και αν µας δοθεί, εκείνο που θα µας θεραπεύσει βρίσκεται µέσα µας. Για να βρούµε την υγεία, πρέπει πρώτα να ξεκινήσουµε µια αναζήτηση, ένα ταξίδι προς το κέντρο της δικής µας βιολογίας της πεποίθησης». Ο δρόµος που θα διαλέξει ο καθένας µας, για πρόληψη ή για θεραπεία, είναι ξεχωριστός: η συµβατική Ιατρική µε ή χωρίς συµπληρωµατικές θεραπευτικές αγωγές, η ψυχοθεραπεία, η αγιουρβέδα, η γιόγκα, ο βελονισµός, ο διαλογισµός, η διατροφική θεραπεία… Σε κάθε περίπτωση, όµως, για να απελευθερωθούµε από τις καταπιεστικές και στρεσογόνες εξωτερικές συνθήκες, ο µόνος τρόπος είναι «να απελευθερωθούµε πρώτα από την τυραννία της βιολογίας της πεποίθησης που είναι εγγεγραµµένη µέσα µας», καταλήγει ο συγγραφέας. Να πάρουµε, δηλαδή, τον φακό και να φωτίσουµε εκείνα τα συναισθήµατα που ενδεχοµένως έχουµε φιµώσει.
Ο συνδετικός κρίκος
Ο καρκίνος έχει συνδεθεί και αυτός µε την απώθηση των συναισθηµάτων. Μελετώντας το συναισθηµατικό προφίλ ανθρώπων που είχαν εµφανίσει µελάνωµα, οι ερευνητές έφτασαν στη διαπίστωση ότι οι περισσότεροι ασθενείς «καταπιέζουν ή απωθούν τα “αρνητικά” συναισθήµατα και ειδικά τον θυµό, καθώς αγωνίζονται να διατηρήσουν ένα δυναµικό και χαρούµενο προσωπείο», διατυπώνοντας τη θεωρία της προσωπικότητας Τύπου C, όπως την ονόµασαν. Οι ασθενείς που ανήκουν σε αυτή, συνήθως εµφανίζουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά: «Αν και αποδέχονται την ασθένειά τους, τους απασχολούν περισσότερο τα µέλη της οικογένειάς τους από ό,τι ο εαυτός τους, προσπαθούν να µην το σκέφτονται, αντιµετωπίζουν τις δυσκολίες µε επιµονή και προσπαθούν να είναι µονίµως απασχοληµένοι, κρατάνε µέσα τους τα συναισθήµατά τους και θεωρούνται δυνατοί». Άλλες έρευνες συσχέτισαν τον καρκίνο του µαστού, του παχέος εντέρου ή του ορθού µε αυτό τον τύπο προσωπικότητας.
Παρόλο που δεν µπορούµε να πούµε ότι κάποιος τύπος προσωπικότητας προκαλεί καρκίνο, εξηγεί ο Maté, «ορισµένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας σίγουρα αυξάνουν τον κίνδυνο, διότι είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν στρες στον οργανισµό. Η απώθηση, η ανικανότητα να λέει κανείς “όχι” και η έλλειψη επίγνωσης του θυµού που έχει είναι χαρακτηριστικά που πιθανότατα φέρνουν τους ανθρώπους σε θέση να µην εκφράζουν τα συναισθήµατά τους, να αδιαφορούν για τις ανάγκες τους και να επιτρέπουν στους άλλους να εκµεταλλεύονται την καλοσύνη τους. Αυτές οι καταστάσεις προκαλούν άγχος, είτε ο άνθρωπος το συνειδητοποιεί ότι είναι στρεσαρισµένος είτε όχι. Το άγχος είναι, εποµένως, ο συνδετικός κρίκος µεταξύ χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και ασθένειας. Ορισµένα χαρακτηριστικά -που, µε άλλα λόγια, είναι ο τρόπος µε τον οποίο κάποιος έχει µάθει να αντιµετωπίζει τα προβλήµατα- µεγεθύνουν τον κίνδυνο να ασθενήσει κανείς, διότι αυξάνουν την πιθανότητα του χρόνιου στρες. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων είναι η µειωµένη ικανότητα για συναισθηµατική επικοινωνία», καταλήγει ο ειδικός.
Προσωπικότητα VS Τεχνικές διαχείρησης
Σε όλους εμάς που περιμέναμε με ανυπομονησία τη μετάφραση του συγγραφικού έργου του Gabor Maté στα ελληνικά, είναι γνωστό ότι πρόκειται για έναν ειδικό που προσεγγίζει το αντικείμενό του με συμπόνια. Άλλωστε είναι συν-δημιουργός της ψυχοθεραπευτικής μεθόδου «compassionate inquiry» (έρευνα με συμπόνια) στην οποία εκπαιδεύονται πλέον χιλιάδες γιατροί και ειδικοί ψυχικής υγείας. Αυτή την ενσυναίσθηση επιδεικνύει όταν εξηγεί πως σκοπός του δεν είναι οι θεραπευόμενοί του να κατηγορήσουν τον εαυτό τους επειδή καταπιέζουν τα συναισθήματά τους. Αντί αυτού, επισημαίνει πως η συναισθηματική απώθηση δεν είναι ένα παγιωμένο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, αλλά μια τεχνική διαχείρισης.
«Αυτά που βλέπουμε ως ανεξίτηλα χαρακτηριστικά μπορεί να είναι τεχνικές άμυνας, που τις έχει υιοθετήσει κάποιος ασυνείδητα», γράφει στο βιβλίο του. «Στα είκοσι πέντε χρόνια που εργάζομαι ως κλινικός γιατρός, συμπεριλαμβανομένης μίας δεκαετίας στην παρηγορητική φροντίδα, δεν έχω ακούσει ούτε έναν άνθρωπο με καρκίνο ή κάποια χρόνια πάθηση να απαντάει θετικά στην ερώτηση: ”Όταν, ως παιδί, ένιωθες θλιμμένος, ταραγμένος ή θυμωμένος, υπήρχε κάποιος στον οποίο θα μπορούσες να μιλήσεις – έστω κι αν αυτός ή αυτή ήταν το άτομο που προκάλεσε τα αρνητικά συναισθήματά σου;”. “Οι γονείς μου ήθελαν να είμαι ευτυχισμένος”: αυτό είναι το μοτίβο βάσει του οποίου εκπαιδεύτηκαν τα περισσότερα παιδιά, που στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε έναν στρεσαρισμένο και καταθλιπτικό ή σωματικά άρρωστο ενήλικα, μοτίβο που οδηγεί στην απώθηση και διαρκεί μια ολόκληρη ζωή», καταλήγει ο ειδικός.
Οι ασθενείς που παρακολουθεί ο Maté έμαθαν, δηλαδή, να καταπιέζουν και να μην εκφράζουν τα συναισθήματά τους για να μην απογοητεύσουν τους σημαντικούς άλλους στη ζωή τους. Από τη στιγμή, όμως, που αυτό δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, αλλά απλώς μια τεχνική διαχείρισης, είναι και αναστρέψιμη, με τη βοήθεια των ειδικών που θα σταθούν δίπλα μας με ενσυναίσθηση, όπως και ο ίδιος.
Οι 7 κανόνες της θεραπείας
Ο γιατρός έχει θεσπίσει τους εφτά κανόνες της θεραπείας, καθένας από τους οποίους αντιστοιχεί σε µία από τις ενσωµατωµένες ενστικτώδεις πεποιθήσεις που προκαλούν προδιάθεση προς την ασθένεια και υπονοµεύουν τη θεραπεία.
1. Αποδοχή. Είναι η θέληση να αναγνωρίσουµε και να αποδεχτούµε τα πράγµατα. Είναι το κουράγιο να επιτρέψουµε στην αρνητική σκέψη να µας βοηθήσει να καταλάβουµε, χωρίς να της επιτρέψουµε να καθορίσει τι θα κάνουµε στο µέλλον. Μας κάνει να αναθεωρήσουµε τη βαθιά πεποίθηση ότι δεν αξίζουµε ή ότι δεν είµαστε αρκετά καλοί για να νιώσουµε ολοκληρωµένοι και υγιείς. Είναι η συµπονετική φροντίδα απέναντι στον εαυτό µας.
2. Πλήρης επίγνωση. Σηµαίνει να αντιλαµβανόµαστε τη συναισθηµατική αλήθεια και ότι είµαστε έτοιµοι να σταµατήσουµε να πιστεύουµε αυτό που µας παραλύει. Ότι, δηλαδή, δεν είµαστε αρκετά δυνατοί για να αντιµετωπίσουµε την αλήθεια. Επίγνωση σηµαίνει, επίσης, να µάθουµε ποια είναι τα σηµάδια του στρες στο σώµα µας, αναγνωρίζοντας τα συµπτώµατα, όχι µόνο ως προβλήµατα που πρέπει να ξεπεραστούν, αλλά και ως µηνύµατα που πρέπει να ληφθούν υπόψη.
3. Θυµός. «Ποτέ δεν θυµώνω», λέει ένας από τους χαρακτήρες του Woody Allen σε µία από τις ταινίες του. «Αντί αυτού, βγάζω έναν όγκο». Η απώθηση του θυµού αποτελεί έναν από τους σηµαντικότερους παράγοντες κινδύνου για να αρρωστήσει κανείς, διότι αυξάνει το στρες στον οργανισµό. Ο θυµός έχει µια γνωσιακή αξία: προσφέρει χρήσιµες πληροφορίες (…) Μπορεί να είναι η αντίδρασή µας σε µια απώλεια ή σε µια απειλή απώλειας µέσα σε µια προσωπική σχέση, ή µπορεί να σηµατοδοτεί µια πραγµατική ή επαπειλούµενη εισβολή στα όριά µας. Ανάλογα µε τις συνθήκες, µπορεί να επιλέξουµε να εκφράσουµε τον θυµό µε κάποιον τρόπο ή να τον αφήσουµε να περάσει χωρίς να κάνουµε τίποτα. Το κλειδί εδώ είναι ότι δεν έχουµε καταπιέσει την εµπειρία του θυµού. Με τον υγιή θυµό αναλαµβάνει την ευθύνη ο άνθρωπος, όχι το ασυγκράτητο συναίσθηµα.
4. Αυτονοµία. «Τα όρια και η αυτονοµία είναι απαραίτητα για την υγεία», λέει η ψυχοθεραπεύτρια Joan Peterson. «Βιώνουµε τη ζωή µέσα από το σώµα µας. Αν δεν µπορούµε να εκφράσουµε την εµπειρία της ζωής µας, τότε µιλάει το σώµα µας και λέει αυτά που δεν µπορούν να πουν το µυαλό και το στόµα µας». Όταν αναρωτιόµαστε «στη ζωή και στις σχέσεις µου, τι επιθυµώ; Θέλω κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο;» ή «Τι δεν θέλω καθόλου;», τότε το επίκεντρο του ελέγχου βρίσκεται µέσα µας και αναλαµβάνουµε οι ίδιοι την ευθύνη του εαυτού µας, αντί να δεχόµαστε παθητικά τον αντίκτυπο των εξωτερικών ερεθισµάτων.
5. Προσκόλληση. Πίσω από τον θυµό µας υπάρχει η ανικανοποίητη ανάγκη για πραγµατικά κοντινή επαφή. Η θεραπεία απαιτεί και συνεπάγεται συνάµα την επανάκτηση της ευαισθησίας που µας έκανε αρχικά να κλειστούµε συναισθηµατικά. Για τη θεραπεία είναι απαραίτητο να αναζητήσουµε την επαφή.
6. Αυτοπεποίθηση. Με αυτή δηλώνουµε την ύπαρξή µας, κάνουµε µια θετική εκτίµηση του εαυτού µας, άσχετα από την ιστορία µας, την προσωπικότητά µας, τις ικανότητές µας ή την αντίληψη που έχει ο κόσµος για εµάς. Η αυτοπεποίθηση αµφισβητεί τη βασική πεποίθηση ότι πρέπει κατά κάποιον τρόπο να δικαιολογήσουµε την ύπαρξή µας. Δεν απαιτεί ούτε δράση ούτε αντίδραση. Είναι η ύπαρξη, πέρα από τις πράξεις.
7. Επιβεβαίωση. Όταν επιβεβαιώνουµε κάτι, κάνουµε µια θετική δήλωση. Κινούµαστε προς κάτι που έχει αξία. Και, σύµφωνα µε τον συγγραφέα, δύο είναι οι βασικές αξίες που µπορούν να µας βοηθήσουν να θεραπευτούµε και να παραµείνουµε ολοκληρωµένοι αν τις τιµήσουµε. Η πρώτη είναι ο δηµιουργικός µας εαυτός. Όλοι νιώθουν την ανάγκη της δηµιουργίας. Ο τρόπος έκφρασης ποικίλλει: µπορεί να είναι το γράψιµο, η τέχνη, η µουσική, η εφευρετικότητα στη δουλειά ή οποιοσδήποτε άλλος τρόπος, ξεχωριστός για τον καθένα, είτε πρόκειται για τη µαγειρική, την κηπουρική ή την τέχνη του κοινωνικού διαλόγου. Το θέµα είναι να ακολουθήσουµε και να τιµήσουµε την ανάγκη που νιώθουµε. Η δεύτερη σηµαντική επιβεβαίωση αφορά το ίδιο το σύµπαν – την επαφή µας µε ό,τι υπάρχει. Η υπόθεση ότι είµαστε αποκοµµένοι, µόνοι και χωρίς καµία επαφή, είναι τοξική και στηρίζεται στη βιολογία της πεποίθησης. «Ελάχιστοι φτάνουµε στην ενηλικίωση έχοντας έστω και λίγη συναισθηµατική επάρκεια», καταλήγει ο Maté. Οι εφτά κανόνες της θεραπείας µάς προσφέρουν τη συναισθηµατική επάρκεια ή τα ψυχικά αντισώµατα, όπως τα ονοµάζουν οι ειδικοί της ψυχικής υγείας, ώστε να µπορέσουµε να αντιµετωπίσουµε τα διάφορα είδη στρες που προκύπτουν στη ζωή µας αργά ή γρήγορα. Με άλλα λόγια, να πάρουµε ενεργή θέση σε ζητήµατα που αφορούν την πρόληψη και τη θεραπεία του εαυτού µας.
Κεντρική φωτογραφία: Umur Ozcan
Styling: Asil Asli